Στη συλλογική μνήμη του προσφυγικού ελληνισμού τα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς έχουν περάσει ως ένας τόπος μαρτυρίου. Μερίδιο όμως στη φρίκη για τους ξεριζωμένους και απελπισμένους είχε και το στρατόπεδο Σελιμιέ (τουρκικά: Selimiye Kışlası) στην Κωνσταντινούπολη.
Ανασυνθέτοντας την ιστορία του, η δρ Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μυροφόρα Ευσταθιάδου συγκέντρωσε μαρτυρίες απογόνων προσφύγων που βρέθηκαν στα «καράβια του ξεριζωμού». Αυτά… ξεφόρτωσαν στο Σελιμιέ το 1920 Καυκάσιους από το Βατούμ. Δύο χρόνια αργότερα κίνησαν και πάλι, από την Τραπεζούντα. Όλοι οι πρόσφυγες είχαν τελικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
«Κόλαση παιδί μου, εμείς την κόλαση εδώ την είδαμε, άμα πεθάνουμε δεν ξέρω τι θα πάμε να δούμε… Τύφος, ψείρα, κακό, θάνατος. Εννέα μήνες κάτσαμε εκεί… Πάσχα εκεί μέσα. Χριστός Ανέστη, τα Πάθη του Χριστού παντρεύανε εκεί μέσα στο Σελιμιέ». Αυτή τη μαρτυρία της γεννημένης στον Πόντο Ρόζας Βιοπούλου μετέφερε μεταξύ άλλων μαρτυριών η Μυροφόρα Ευσταθιάδου στο ακροατήριο του διεθνούς συνεδρίου «Η επόμενη μέρα μετά την Καταστροφή»¹.
Μιλώντας την Πέμπτη, πρώτη ημέρα των εργασιών, στην 1η Συνεδρία με τίτλο «Διαδρομές διαφυγής», εξήγησε ότι το Σελιμιέ στην ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης λειτούργησε ως αυτοσχέδιο νοσοκομείο από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, και στη συνέχεια έγινε τόπος υποχρεωτικής καραντίνας κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών με βάση τη Συνθήκη της Λοζάνης.
«Τα γεγονότα του Σελιμιέ αποτέλεσαν μέρος της οικογενειακής μνήμης διαμορφώνοντας σταδιακά και τη συλλογική μνήμη» ανέφερε. Αυτό δε που τόνισε είναι ότι οι νεότερες γενιές βιώνουν το τραύμα ως μια δεδομένη κληρονομιά· στις περισσότερες περιπτώσεις απαλείφεται ο αρχικός πόνος, ο οποίος μετατρέπεται σε οργή, αποκατάσταση ή διεκδίκηση.
Όλες πάντως οι περιγραφές που υπάρχουν συγκλίνουν, και δίνουν μια εικόνα ανέλπιστα απάνθρωπων καταστάσεων. «Τι είδανε τα μάτια μας εκεί και πώς βγήκαμε ζωντανοί. Το συσσίτιο ήταν ένα μαύρο ζουμί με μαϊμούδια μέσα και καμιά φορά κανένα φασόλι» είχε πει ο Ιπποκράτης Πετρίδης από τη Νεοκαισάρεια.
Ακόμα και δεκαετίες αργότερα, πρόσφυγες που έμειναν στο στρατόπεδο κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας έφεραν την τραυματική μνήμη σε τέτοιο βαθμό που κατά τη διάρκεια εκδρομής στην Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσαν καν να κοιτάξουν προς την κατεύθυνση του Σελιμιέ. Μια τέτοια είναι η περίπτωση του πατέρα του δικηγόρου Κωνσταντίνου Γαβρίδη.
Ο τύφος ήταν μία από τις κύριες αιτίες θανάτου. Τον αδελφό του Ε.Γ. μέλη του Ερυθρού Σταυρού τον πήραν νεκρό από την αγκαλιά της κοιμισμένης μητέρας του, ενώ η γιαγιά του Συμεών Αλεξανδρίδη τού είχε πει για τις ημέρες στο Σελιμιέ: «Τους έπιασε εξανθηματικός τύφος. Κάθε μέρα πεθαίναν, ξυλιάζανε και όπως στοιβάζεις τα ξύλα, τους πετούσαν στα κάρα και τους μετέφεραν σε ομαδικούς τάφους».
Ο Κ.Α., πρόσφυγας τρίτης γενιάς, πήγε το 2017 στο στρατόπεδο αναζητώντας απαντήσεις. «Δύο αδέρφια του παππού μου χάσαμε εδώ. Νιώθω απέραντη συγκίνηση, σαν να είμαι μπροστά σε ένα απέραντο νεκροταφείο. Δεν υπάρχει όμως καμία αναφορά, μόνο για τους Άγγλους διάβασα το 1853. Έπρεπε να είναι εδώ τόπος μνήμης» είπε στη Μυροφόρα Ευσταθιάδου.
Η ίδια έχει καταγράψει και τη μαρτυρία του Απόστολου Γρηγοριάδη με την ιστορία της μικρής Σοφίας, η οποία βρέθηκε μόνη της στο Σελιμιέ καθώς αποκόπηκε από τους γονείς της που κατά την Ανταλλαγή παρέμειναν στο Βατούμ. «Ένας Ρωμιός της Κωνσταντινούπολης έριξε ένα σχοινί στο στρατόπεδο και την πήρε στο σπίτι του. Ύστερα από 7 χρόνια και μετά από αναζητήσεις των γονιών της μέσω του Ερυθρού Σταυρού, η Σοφία επανενώθηκε με τους δικούς της στον τόπο της νέας εγκατάστασής της, στο Μαγικό της Ξάνθης» ανέφερε.
Το γενικό συμπέρασμα είναι, σύμφωνα με τη Μυροφόρα Ευσταθιάδου, η μη αποτύπωση στον έντεχνο λαϊκό λόγο των Ποντίων του τραύματος που άφησε το πέρασμα από το στρατόπεδο Σελιμιέ, σε αντίθεση με τα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς, τα οποία είναι σημείο αναφοράς.
«Το στρατόπεδο Σελιμιέ ήταν ένα πέρασμα, ένα μεταβατικό στάδιο του οποίου το τραύμα δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί η συλλογική μνήμη, ήταν ένας έντονος ψυχικός συγκλονισμός που επέφερε μούδιασμα και ακολούθησε ένας δεύτερος αμέσως μετά, με τη ομαλή ένταξη των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, που επισκίασε τον πρώτο» υπογράμμισε η δρ Λαογραφίας.
Αναφερόμενη στις αφηγήσεις της τέταρτης προσφυγικής γενιάς σημείωσε ότι τείνουν να εκλείψουν και ότι σε αυτές παρατηρείται επίσης η συμβολοποίηση του στρατοπέδου ως τοπόσημου μνήμης.
«Ο ταξιδιώτης συγκινείται, κατανοεί κριτικά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν. Παρατηρείται ακόμη μελαγχολική διάσταση, ιστορική νοσταλγία που υποκινεί το εμβληματικό βάρος του στρατοπέδου. Τόποι που συνδέονται με δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος έλκουν τον ταξιδιώτη» είπε σημειώνοντας ότι ως προορισμός το στρατόπεδο Σελιμιέ θα μπορούσε να ενταχθεί στο είδος που βιβλιογραφικά ορίζεται ως dark tourism» κατέληξε.