Η οικογένεια του Μιχάλη Τριανταφύλλου έχει μια μακρά ιστορία που ξεκινάει από το 1795, όταν ένας νεαρός άνδρας ταξιδεύει μακριά από το νησί του, την Κύπρο. Φθάνει σε μια μακρινή πόλη, κάπου στα παράλια της Μικράς Ασίας, για να κάνει μια νέα αρχή. Κι από εκεί ξεκινάει ένα νέο ταξίδι, που έμελλε να κρατήσει πάνω από διακόσια χρόνια. Από την Κέραμο, ένα μικρό χωριό, βρέθηκε στα σαλόνια της Αλικαρνασσού – κι από εκεί στην προσφυγιά και την ξενιτιά.
Πέντε γενιές έχουν περάσει. Κάποια επίθετα έχουν αλλάξει, αλλά είναι η ίδια οικογένεια. Ο συγγραφέας προσπαθεί να σώσει και να μαζέψει τα απομεινάρια μιας άλλης εποχής για την Αλικαρνασσό, για τους Τριανταφύλλου, για μια ξεχασμένη εποχή.*
Ακολουθεί η περιγραφή του ξεχασμένου αιματηρού εθίμου, όπως το παραθέτει ο Μιχάλης Τριανταφύλλου.
Ο Αναστάσιος Καΐσερλης, σε συνέντευξή του στο ΚΜΣ ανέφερε: «Είχαμε έναν στο Πετρούμι και τα δυο του πόδια γεμάτα βόλους-βόλους ήτανε, από τις μαχαιριές που είχε βάλει στα νιάτα του. Κρέας μαλακό δεν είχε μείνει επάνω του. Τρέχανε τα αίματα με το μαχαίρι που χώνανε, και τίποτα δεν κάνανε να το σταματήσουνε. Πολλές φορές κάνανε πληγές, αρρωσταίνανε». […]
Το όνομά του ήταν Αγγελίνης Ιωάννης (με παρατσούκλι το Γαληγάλης) που έζησε αργότερα στην Κω.
Στην παλιά Αλικαρνασσό υπήρχε ένα αποτρόπαιο έθιμο με άγνωστη προέλευση, ένα έθιμο που οι Έλληνες δεν έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα μετά τους διωγμούς πριν και κατά το 1922. Το έθιμο αυτό ξεχάστηκε σήμερα, και μόνο λίγες μαρτυρίες έχουν μείνει που αποδεικνύουν πως πράγματι υπήρξε. Σύμφωνα με αυτό, ένας νέος που ήταν ερωτευμένος με μια κοπελιά που είτε δεν τον ήθελε είτε δεν τον δέχονταν οι δικοί της, έμπηγε επιδεικτικά ένα μαχαίρι στο πόδι του, λέγοντας «παίρνω άλλη», για να τον δει ή να το μάθει εκείνη. Πολλές φορές αυτό γινόταν κατά τη διάρκεια του χορού. Δεν είναι γνωστή σήμερα η σημασία και η προέλευση αυτής της φράσης.
Το συγκεκριμένο έθιμο είχε ακολουθήσει και ο παππούς μου Αριστείδης Τριανταφύλλου το 1913, όταν τον εμπόδισαν να παντρευτεί τη δεκαεξάχρονη, τότε, Διονυσία Καΐσερλη.