Η 3η συνεδρία της πρώτης μέρας του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου του «Η επόμενη μέρα από την Καταστροφή», στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη», είχε ως κεντρικό θέμα «Αγροτική αποκατάσταση: Στόχοι, προκλήσεις και αποτελέσματα».
Στο πλαίσιο αυτό, η ιστορικός και δρ Βαλκανικών Σπουδών Ευαγγελία Μπουμπουγιατζή-Boyer συμμετείχε με την εισήγηση «Από τα χωριά της Νικοπόλεως του Πόντου στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας», την οποία, λόγω απουσίας της εισηγήτριας, παρουσίασε η αρχαιολόγος Ασημίνα Καϊάφα-Σαροπούλου.
Σύμφωνα με το ιστορικό που παρουσιάστηκε, το Μπαδέμ’ Τσιφλίκ’ (ο σημερινός Αμυγδαλεώνας, 5 χλμ ΒΔ της Καβάλας), αποτέλεσε τόπο εγκατάστασης πολλών Ελλήνων προσφύγων από τα χωριά της Νικοπόλεως κατά τα έτη 1919-1924. Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα είχαν ήδη εγκατασταθεί εκεί ελληνικές οικογένειες από τον Καύκασο, μεταξύ των οποίων και Νικοπολίτες που είχαν παλαιότερα μεταναστεύσει από το Άνω Καταχώρ’ της Νικόπολης, στη Ρωσία. Αυτοί ήταν και η αιτία που το 1923 εγκαταστάθηκε στο σημείο το πρώτο κύμα προσφύγων από τον Πόντο.
Επρόκειτο για μια ομάδα περίπου 15 οικογενειών από το Άνω Καταχώρ’, οι οποίοι την 1η Φεβρουαρίου του 1923, έπειτα από πολλές περιπέτειες και ελέγχους από τους οποίους σώζονταν με αλλεπάλληλες δωροδοκίες, έφτασαν στην Κερασούντα. Έμειναν εκεί για 25 μέρες, διάστημα στο οποίο υποβάλλονταν σε βαριές καταναγκαστικές εργασίες από τη δημαρχία, ενώ σταδιακά απογυμνώνονταν από τα αντικείμενα που είχαν στην κατοχή τους.
Τον Μάρτιο μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκαν στα στρατόπεδα του Σελιμιγιέ, όπου ήδη βρίσκονταν ασφυκτικά συγκεντρωμένοι 13.500 πρόσφυγες.
Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο ήταν άθλιες, και καθημερινά πέθαιναν κατά μέσο όρο 80 άτομα, άλλοι από εξανθηματικό τύφο, άλλοι από ασθένειες προκαλούμενες από μικρόβια ή και από ψείρες. Ένας από αυτούς, ο Θεόδωρος Ιωσηφίδης, την Κυριακή του Πάσχα, 29 Απριλίου, δωροδοκώντας τον φύλακα βγήκε στον Γαλατά, όπου αναζήτησε Έλληνες τους οποίους και παρακάλεσε να έρθουν σε επικοινωνία με τους συμπατριώτες του στην Καβάλα, εκλιπαρώντας τους να βρουν εσπευσμένα τρόπο σωτηρίας γι’ αυτούς. Εκείνοι δραστηριοποιήθηκαν άμεσα, ζητώντας την αρωγή της Πατριαρχικής Επιτροπής. Μετά από 45 μέρες, αντιπροσωπεία από το Πατριαρχείο τους παρέλαβε από το στρατόπεδο, και μετά από ταξίδι 48 ωρών (18 Ιουνίου 1923) έφτασαν στην Καβάλα.
Δεκατέσσερις μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1924, έφτασαν στην Ελλάδα οι υπόλοιπες πενήντα οικογένειες από το Καταχώρ’. Η μετακίνηση έγινε σε τρεις αποστολές.
Συνολικά, 129 οικογένειες ήρθαν στο Μπαδέμ’ Τσιφλίκ’ από τα χωριά της επαρχίας Νικοπόλεως-Καραχισάρ καθιστώντας την Καβάλα τόπο εγκατάστασης των Ποντίων της περιοχής Νικοπόλεως.
Οι δυσκολίες των πρώτων ετών ήταν πολλές, και οι κυριότερες εξ αυτών ήταν η έλλειψη γης αλλά και οι αρρώστιες λόγω της ύπαρξης ελών στην περιοχή εγκατάστασης των προσφύγων. Τα προβλήματα σε μεγάλο βαθμό επιλύθηκαν με την αποξήρανση των ελών: οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις πολλαπλασιάστηκαν, οι ασθένειες εξέλιπαν, και συν τω χρόνω το τσιφλίκι έγινε κεφαλοχώρι το οποίο προσέλκυσε περισσότερους πρόσφυγες από τον Πόντο, τη Μικρασία και την Καππαδοκία, αλλά και νομάδες Σαρακατσαναίοι κ.ά.
Στη διάρκεια αυτών των 100 ετών από την πρώτη εγκατάσταση των Νικοπολιτών, ο τόπος απέκτησε ιδιαίτερη δυναμικότητα, και σήμερα αποτελεί περιζήτητο προάστιο της Καβάλας.
Ελένη Σισμανίδου: «Ανταλλάξιμοι του Πόντου»
Από διεθνοσυμβατική σκοπιά ξεκίνησε την προσέγγισή της η δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω (MSc στο Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο και στη Θεωρία Δικαίου, ΑΠΘ) Ελένη Σισμανίδου. Όπως είπε, με βάση τη Σύμβαση της Λοζάνης, Ελλάδα και Τουρκία υποχρεώθηκαν να κατοχυρώσουν περιουσιακά δικαιώματα στους προσφυγικούς πληθυσμούς εκατέρωθεν, ωστόσο η αξία των εγκαταλειφθεισών περιουσιών σε καμία περίπτωση δεν αποζημιώθηκε από το κράτος – τουλάχιστον από την Ελλάδα ως κράτος υποδοχής.
Κι αυτό γιατί λίγα χρόνια μετά, με το Σύμφωνο Φιλίας που υπογράφηκε μεταξύ Βενιζέλου και Ινονού το 1930, συμφωνήθηκε οι εγκαταλειφθείσες περιουσίες των Ελλήνων να περάσουν στην ιδιοκτησία του νεοσύστατου τότε τουρκικού κράτους.
Κατά την εισηγήτρια, η μεγαλύτερη συνεισφορά του προσφυγικού πληθυσμού –μετά την αποκατάσταση και την αφομοίωσή του στον ελλαδικό χώρο, και κυρίως στη Μακεδονία– ήταν ότι οι άνθρωποι αυτοί έφεραν μαζί τους τις αρχές τους, τις αξίες τους, την κοσμοθεωρία τους, τις αντιλήψεις τους, και κατά κύριο λόγο, ακριβώς επειδή αποτελούσαν εκεί (στα παράλια του Πόντου) κυρίαρχη οικονομικά ομάδα, έφεραν εδώ μια αντίληψη «αφανισμού του ραγιά» – δηλαδή μια αντίληψη ότι ο άνθρωπος, μέσα από αντίξοες συνθήκες, όσο δύσκολες και αν είναι, μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια του και να ξαναχτίσει τη ζωή του κυριολεκτικά από το μηδέν.
Αναφέρθηκε στη συνέχεια σε έρευνα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, κατά την οποία αποκαλύφθηκε ότι σε σύνολο 2.163 ελληνικών οικισμών στη Μικρά Ασία, οι 1.454 (το 67%) βρίσκονταν στον Πόντο.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι Πόντιοι πρόσφυγες αποτελούσαν το 15% επί συνόλου 1.159.000 προσφύγων (182.169 άτομα, μέλη 39.485 οικογενειών), χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς οι περίπου 80.000 που είχαν καταφύγει στη Ρωσία, όσοι είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ ή είχαν αποβιώσει στο μεταξύ.
Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Μακεδονίας, αφενός καθότι ήταν εξοικειωμένοι με την καλλιέργεια της γης και προωθήθηκαν στην ύπαιθρο προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας εργατικού προλεταριάτου και κοινωνικών εντάσεων, αφετέρου επειδή εκεί υπήρχαν εκτάσεις εγκαταλελειμμένες από Τούρκους και Βούλγαρους ανταλλάξιμους.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία μέχρι τις 30/9/1926 είχε δημιουργήσει 1.402 γεωργικούς οικισμούς σε σύνολο 2.000, και 32.129 νέα οικήματα σε σύνολο 43.654 στη Μακεδονία – ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο.
Υπήρχαν ωστόσο προβλήματα: οι πρόσφυγες ήταν εκτεθειμένοι στην πείνα και τις αρρώστιες, και επιπλέον η αθρόα προσέλευσή τους δημιούργησε κλίμα ανασφάλειας για την υγεία και την εργασία των γηγενών, ζητήματα τα οποία αμβλύνθηκαν μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Αυτό που τόνισε ιδιαίτερα η Ελένη Σισμανίδου, είναι ότι τα αποτελέσματα της εγκατάστασης των Πόντιων προσφύγων στη Μακεδονία και σε όλο τον ελλαδικό χώρο ήταν σημαντικά για τρεις λόγους:
Οι Πόντιοι πρόσφυγες εισήγαγαν νέες κερδοφόρες καλλιέργειες, όπως είναι ο καπνός και τα φουντούκια, κι αυτό, όπως είπε, δεν συνάγεται μόνο από τη βιβλιογραφική έρευνα· συνάγεται και από βιωματικές μαρτυρίες (σ.σ.: στο σημείο αυτό ανέφερε πως είναι απόγονος Σανταίου πρόσφυγα). Άλλο θετικό αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των γεννήσεων μέσα σε μία δεκαετία. Τέλος, δημιουργώντας τους νέους οικισμούς και γεμίζοντας τα κενά που είχαν προκύψει από την Ανταλλαγή, οι Πόντιοι πρόσφυγες κατάφεραν να κάνουν την Ελλάδα πατρίδα, όπως ακριβώς την είχαν και στις πατρογονικές τους εστίες.