Με μια πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση για τους Έλληνες αιχμαλώτους στη Μικρά Ασία (1919-1923) άνοιξαν οι εργασίες του σημαντικού διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου με θέμα «Η επόμενη μέρα από την Καταστροφή», στο Δημοτικό Θέατρο «Οδού Χηλής», το ένα από τα δύο σημεία στην Καλαμαριά όπου από σήμερα και για τέσσερις μέρες δεκάδες επιστήμονες παρουσιάζουν τα αποτελέσματα ερευνών για τα όσα συνέβησαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε διάφορα επίπεδα.
Ο Νίκος Τόμπρος και ο Νίκος Κανελλόπουλος, επίκουροι καθηγητές Πολιτικής Ιστορίας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Στρατιωτικής Ιστορίας αντίστοιχα, παρουσίασαν την εισήγηση «Έλληνες αιχμάλωτοι στη Μικρά Ασία 1919-1923: Τεκμηριωτικές αναζητήσεις», δίνοντας πολλά στοιχεία –μεταξύ άλλων– για τις άθλιες συνθήκες κράτησης, τον τραγικό θάνατο πολλών εξ αυτών, την προδοτική στάση αρκετών αξιωματικών προκειμένου να διασωθούν, αλλά και τον ηρωισμό και την αξιοπρέπεια της πλειονότητας όσων υπηρέτησαν το εθνόσημο.
Την παρουσίαση έκανε ο Νίκος Κανελλόπουλος, ενώ στη συνέχεια τις ερωτήσεις του κοινού απάντησε και ο Νίκος Τόμπρος.
«Οι αιχμάλωτοι δεν θεωρούνται άνθρωποι, αλλά κτήνη»
«[…]Kατάστασις Ελλήνων αιχμαλώτων αξιολύπητος. Είναι κεκαλυμμένοι διά σάκων, στερούνται δε παντελώς εσωτερικών ενδυμάτων και υποδημάτων, απαγορευμένης χορηγήσεως αυτοίς τούτων, τρέφονται λίαν ελλιπώς και πλείστοι απέθαναν εξαντλήσεως». Με τα λόγια αυτά, ο Έλληνας Γενικός Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη Άγγελος Άννινος περιγράφει, τον καιρό εκείνο, τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων στην Κωνσταντινούπολη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Στο ίδιο πνεύμα, Έλληνας αξιωματικός μεταφέρει τα λόγια που άκουσε από Τούρκο ανώτερο αξιωματικό για τους Έλληνες αιχμαλώτους. Η μαρτυρία, που είναι καταγεγραμμένη στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (αρχείο Μικρασιατική Εκστρατεία, φάκελος 361-Γ1 , φύλλο 21), αναφέρει ότι σύμφωνα με τους Τούρκους, «οι αιχμάλωτοι δεν θεωρούνται άνθρωποι αλλά κτήνη, συνεπώς δεν τους προσφέρεται τίποτε». Σημειώνεται, μάλιστα, ότι «οι αιχμάλωτοι υποβάλλονται σε πολύωρες εξαντλητικές πορείες. Όταν ήταν εξαντλημένοι και δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την υπόλοιπη πορεία, εκτελούνταν από Τούρκους στρατιώτες ή από τον τουρκικό όχλο».
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Ιωάννη Βέλκου, ο οποίος λέει ότι «οι ατυχείς αιχμάλωτοι, μη προστατευόμενοι από τους φρουρούς, τρέχουν διά μέσου του λυσσούντος αυτού πλήθους, προσπαθώντας να αποφύγουν τα θανάσιμα αυτά πλήγματα. Όποιος τραυματίζεται και πέφτει δεν σηκώνεται πλέον. Τον αποτελειώνουν επιτόπου. Όποιος είχε την κακή τύχη να πέσει έπρεπε να αποτελειωθεί από τους χωρικούς ή να λογχιστεί από τους ίδιους αυτούς κατ’ ευφημισμόν φρουρούς και να εκπνεύσει».
Τα όσα βίωσαν θυμίζουν πολύ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών στο Άουσβιτς
Ο Νίκος Τόμπρος, μιλώντας νωρίτερα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τη δημοσιογράφο Π. Γιούλτση, είχε αναφερθεί και στον Αντώνιο Πισσάνο που συνελήφθη στις 17 Αυγούστου του 1922 και απελευθερώθηκε τον Απρίλιο του 1923: «Αυτός ο άνθρωπος θέλησε να καταγράψει άμεσα τα απομνημονεύματά του, παρότι εκδόθηκαν αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, το 1978, σε μια προσπάθεια να καταδείξει τι πέρασαν ο ίδιος και οι συστρατιώτες του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης», σχολίασε χαρακτηριστικά.
«Πολλά από αυτά είναι στην κυριολεξία ανατριχιαστικά και θυμίζουν πάρα πολύ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών στο Άουσβιτς», είπε.
Πού βασίστηκε η έρευνα
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο βασίζονται στη μελέτη όλων των απομνημονευμάτων των Ελλήνων αιχμαλώτων που έχουν εκδοθεί από το 1923 μέχρι και το 1980. Ακολούθησε μελέτη των Νίκου Τόμπρου και Νίκου Κανελλόπουλου στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, δεδομένου ότι όσοι επέστρεφαν, κυρίως αξιωματικοί, περνούσαν από ένα είδος ανάκρισης για να αποτυπωθούν οι συμπεριφορές τους κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας και να διαπιστωθεί αν παρέμεναν καλοί αξιωματικοί.
Ερευνητικά στοιχεία συγκεντρώθηκαν επίσης από το υπουργείο Εξωτερικών, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, το Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Κρήτη, το Μουσείο Μπενάκη, το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. «Υπάρχει πολύ υλικό, το οποίο δυστυχώς δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε», σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Νίκο Τόμπρο.
Ο «ερυθρός» και ο «λευκός θάνατος»
Σε ό,τι αφορά τη χρονική περίοδο της αιχμαλωσίας, διευκρινίζει ότι ξεκινά τον Αύγουστο του 1922 και ολοκληρώνεται τον Απρίλιο του 1924, σε διαφορετικές βέβαια χρονικές στιγμές, ανάλογα με το πότε απελευθερώθηκε καθένας από τους αιχμαλώτους. Υπάρχουν, άλλωστε, δύο διακριτές φάσεις της αιχμαλωσίας, ο «ερυθρός θάνατος» –όπως χαρακτηρίστηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, λόγω της μεγάλης αιματοχυσίας και της βίας που καταγράφηκε– και ο «λευκός θάνατος», κατά τον οποίο το μοιραίο επήλθε για πολλούς αιχμαλώτους, λόγω των συνθηκών κράτησης και στρατωνισμού.
Η πρώτη φάση ξεκίνησε τον Αύγουστο και ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1922, ενώ η δεύτερη ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1922 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1924.
«Κατά την πρώτη φάση της αιχμαλωσίας γίνεται μια περιφορά αυτών των ανθρώπων προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας με δύο σκοπούς, αφενός να καταδειχτεί το μέγεθος της τουρκικής νίκης στην ενδοχώρα που ακόμη δεν είναι φίλα προσκείμενη στον Κεμάλ αλλά στον Σουλτάνο, αφετέρου να εξολοθρευθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι αιχμάλωτοι, οι οποίοι αφού δεν καταγράφονται είναι σαν να μην υφίστανται», σημείωσε ο Νίκος Τόμπρος για την πρώτη φάση της αιχμαλωσίας.
Οι πορείες αυτές, όπως αναφέρονται, λειτουργούν καθοριστικά σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο, και ο σκοπός της τουρκικής πλευράς ήταν να δει ο κόσμος τους ίδιους τους αιχμαλώτους για να πειστούν οι όποιοι αμφισβητίες για το μέγεθος της τουρκικής νίκης. Για τη δεύτερη φάση της αιχμαλωσίας αναφέρει ότι χαρακτηρίζεται από εξάντληση των αιχμαλώτων λόγω έλλειψης φαγητού και νερού, ασθένειες και επιδημικές νόσους, καταναγκαστικά έργα και ενοικίαση αιχμαλώτων σε ιδιώτες.
Όσο για τον αριθμό των αιχμαλώτων, διευκρίνισε ότι δεν είναι γνωστός με ακρίβεια «επειδή πάντα οι αριθμοί χρησιμοποιούνται για προπαγανδιστικούς σκοπούς και η ελληνική πλευρά θέλει να τους διογκώσει ενώ η τουρκική πλευρά να τους μειώσει».
Σε γενικό, ωστόσο, επίπεδο θα μπορούσε να σημειωθεί ότι πρόκειται για 20.000-25.000 άτομα, από τα οποία τελικά επέστρεψαν στην Ελλάδα τουλάχιστον τα δύο τρίτα.