Δυτικά στη Θεσσαλονίκη, στην αρχή της οδού Αγίου Δημητρίου δίπλα στη θέση της Ληταίας Πύλης που οδηγούσε στη Λητή και στον κάμπο της Μυγδονίας, είναι τοποθετημένος ο βυζαντινός ναός των Αγίων Αποστόλων. Η σημερινή ονομασία έχει τη βάση της στη λαϊκή δοξασία που ήθελε το ναό καλυμμένο με 12 θόλους που συμβόλιζαν τους 12 Αποστόλους.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ήταν το καθολικό ανδρώας μονής και είχε αφιερωθεί στην Υπεραγία Θεοτόκο. Σήμερα είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα στα χρόνια της πατριαρχίας του (1310-1314). Το εικονογραφικό πρόγραμμα (ψηφιδωτά τοίχων) δυστυχώς έμεινε ημιτελές λόγω της απομάκρυνσης του Νήφωνα από τον πατριαρχικό θρόνο και τη διακοπή της πατριαρχικής χορηγίας.
Ο ναός είναι σύνθετος λόγω της ύπαρξης των δύο παρεκκλησιών δεξιά και αριστερά, πεντάτρουλος, σταυροειδής, τετρακίονος με νάρθηκα και συνεχές περίστωο γύρο από τις τρεις πλευρές του κτηρίου (σχήμα Π με ανοιχτή την ανατολική πλευρά του ιερού).
Το όνομα του κτήτορα αποτυπώθηκε τρεις φορές και διασώζεται άφθορο στο διάβα τον αιώνων. Έτσι το συναντάμε πάνω από την «Βασίλεια Πύλη», στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου του ναού. Για δεύτερη φορά το συναντάμε στα επιθέματα των τριών κιονόκρανων της δυτικής όψης. Τέλος τα αρχικά Π(Πατριάρχης) Ν(Νήφων) συναντώνται ως συμπιλήματα στη δυτική και νότια όψη.
Ο ερευνητής Γ. Βελένης στη μελέτη του σημειώνει ότι ολόκληρο το οικοδόμημα σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από έναν αρχιτέκτονα με «ιδιαίτερη ευαισθησία και εφευρετικότητα». Άλλωστε χτίστηκε τον «χρυσό αιώνα» της Θεσσαλονίκης και γενικότερα του βυζαντινού πολιτισμού, στην Παλαιολόγεια Περίοδο όπου τέχνες, αρχιτεκτονική και γράμματα –πατώντας γερά πάνω στα υψηλά θεμέλια του παρελθόντος– έδιναν μεγαλειώδεις δημιουργίες στο ελεύθερο πνευματικά και καλλιτεχνικά κλίμα της εποχής.
Στο ναό των Αγίων Αποστόλων ο αρχιτέκτονας προσεγγίζει περισσότερο από ποτέ την ανθρώπινη κλίμακα.
Στον εσωτερικό χώρο οι αρμονικές αναλογίες των όγκων σε συνδυασμό με τα υψηλού επιπέδου ψηφιδωτά δίνουν μια απαράμιλλη αισθητική που προδιαθέτει τον εκκλησιαζόμενο για προσευχή. Ο επισκέπτης προσεγγίζει το ναό από τη δυτική πλευρά και εισέρχεται στο εσωτερικό περνώντας κάτω από το καμπαναριό (στην αρχική μορφή του κτίσματος). Όλος ο ναός είναι ένα εγγεγραμμένο παραλληλόγραμμο 20×17,5μ.
Ο τρούλος υψώνεται σε απόσταση 16 μ. από το δάπεδο του κεντρικού χώρου, ο οποίος είναι ένα τετράγωνο με πλευρά 8 μ.
Ο αρχιτέκτονας διπλασιάζει την απόσταση του οριζόντιου άξονα του κυρίως ναού για να σχηματίσει τον τρούλο, «ελκύοντας» έτσι τον εκκλησιαζόμενο εις τα «άνω», δημιουργώντας μια διάθεση ανάτασης που σε συνδυασμό με το φωτισμό που αντανακλούσαν τα επιτοίχια ψηφιδωτά και τον καλλικέλαδο χορό των ψαλτών έδιναν μια διάσταση δοξαστική και ένωναν τη στρατευομένη με τη θριαμβεύουσα εκκλησία.
Όλο το μνημείο είναι κατασκευασμένο με την τεχνική της πλινθοπερίκλειστης τοιχοδομίας. Στις επιφάνειες των πλευρών του –και ειδικά στο ανατολικό μέρος, στην πίσω πλευρά του Ιερού Βήματος– διακρίνουμε πλούσια κεραμοπλαστική διακόσμηση με μεγάλη ποικιλία διακοσμητικών στοιχείων, όπως μαιάνδρους, ιχθείς, σχηματοποιημένα κυπαρίσσια, οδοντωτές ταινίες, τόξα, πλοχμούς, ρόδακες, και τέλος το σημείο του σταυρού.
Εκτός από το κύριο οικοδόμημα του καθολικού διασώθηκε μια μεγάλη κινστέρνα στα βορειοδυτικά, επιμελημένης τοιχοδομίας με κεραμοπλαστικό διάκοσμο, και ένας πυλώνας στα νοτιοδυτικά. Εάν συνυπολογίσουμε τη μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο σημείων (πυλώνας-κιστέρνα=115μ.) και το μέγεθος-διακόσμηση της τελευταίας, μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για το πολυπληθές και την οικονομική κατάσταση της ανδρώας αδελφότητας που εγκαταβίωνε στο μοναστήρι με ηγούμενο τον συγκτήτορα του Πατριάρχη Νήφωνα, Παύλο.
Την αίγλη της μονής διέκοψε απότομα η Τουρκοκρατία. Κατά τα έτη 1520-1530 ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί από τον Οθωμανό αξιωματούχο και ποιητή Τσεζερί Κασίμ Πασά, του οποίου πήρε και το όνομα. Άλλη ονομασία του τζαμιού ήταν Σοούκ Σου τζαμί, δηλαδή τζαμί του «δροσερού νερού», χάριν της υπάρχουσας βυζαντινής κιστέρνας.
Ανάμεσα στις καταστροφές που συντελέστηκαν από τους Οθωμανούς ήταν η κάλυψη των ψηφιδωτών με κονίαμα, αφού πρώτα είχαν αφαιρέσει τις χρυσαφί ψηφίδες νομίζοντας ότι ήταν από ατόφιο χρυσό. Δεν αρκέστηκαν όμως μόνο σε αυτό. Έριξαν το καμπαναριό, ύψωσαν μιναρέ, έκλεισαν τα δίλοβα και τρίλοβα παράθυρα του βυζαντινού ναού –που εκτός από πηγές φωτισμού στο εσωτερικό προσέθεταν και μια ελαφρότητα στην αρχιτεκτονική του κτηρίου–, και έχτισαν οθωμανική βρύση καθαρμών.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1913 εκδόθηκε διάταγμα που επέστρεφε τους χριστιανικούς ναούς που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά στην αρχική τους χρήση, και το έτος 1925 ο μιναρές που είχε μεταβάλει την εξωτερική όψη του καθολικού είχε την ίδια τύχη με τους υπόλοιπους μιναρέδες που είχαν υψωθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης,¹ δηλαδή κατεδαφίστηκε.
Μέσα στο ναό των Αγίων Αποστόλων σήμερα τελείται καθημερινά δοξολογία και είναι συγκινητικό το αίσθημα για έναν κάτοικο της Θεσσαλονίκης να εκκλησιάζεται στον ίδιο χώρο στον οποίο εκκλησιάζονταν οι συμπολίτες του επτά αιώνες παλαιότερα, αναπνέοντας «αέρα Βυζαντίου».
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων