Γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας στις 28 Οκτωβρίου του 1899, την τελευταία χρονιά του 19ου αιώνα. Ήλθε στην Ελλάδα το 1922, την τελευταία χρονιά του μικρασιατικού ελληνισμού. Έζησε σχεδόν 108 χρόνια – άφησε την τελευταία της πνοή το καλοκαίρι του 2007.
Έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους και δύο βαλκανικούς, έζησε Γενοκτονία, Ξεριζωμό, προσφυγιά, και τι δεν έζησε! Ληξιαρχικά, η ζωή της καλύπτει τρεις αιώνες, όπως άλλωστε μαρτυρά και το βιβλίο της, Τρεις αιώνες μια ζωή.
Το 2000, σε ηλικία 101 ετών, η Φιλιώ Χαϊδεμένου μίλησε για τους Πόντιους, για τις ανάγκες της έκδοσης του υπουργείου Εθνικής Άμυνας Πόντος, γη των Τραντέλλενων:
Το 1942 βρεθήκαμε στην Κοζάνη περπατώντας από την Αθήνα επί 37 ημέρες. Τότε τριγυρνούσαν στα χωριά της Κοζάνης πολλοί στρατιώτες που μετά την κατάρρευση του μετώπου δεν είχαν πού να πάνε, γιατί τα σπίτια τους ήταν μακριά. Ήταν σε άθλια κατάσταση, πεινασμένοι μέσα στο κρύο. Αυτοί οι πονεμένοι άνθρωποι βρήκαν προστασία και περίθαλψη από τους Πόντιους που ήταν εγκαταστημένοι στα χωριά της Κοζάνης: τους πήραν στα σπίτια τους, τους έδωσαν φαγητό και ρούχα, τους βάλανε στις δουλειές τους.
Πολλοί ζήσανε εκεί και παντρεύτηκαν γυναίκες από τον Πόντο. Ήταν όμως κι άλλοι που κι αυτοί υπέφεραν από την πείνα. Απελπισμένοι ρωτούσανε: Πού δίνουνε; εννοώντας πού θα βρίσκανε ψωμί να φάνε. Και όλοι παίρνανε την απάντηση: Στη Μακεδονία, οι Πόντιοι.
Οι Πόντιες γυναίκες λύνανε τους ποχτσάδες όπου φύλαγαν το λιγοστό φαγητό τους και το μοιράζονταν με τους πεινασμένους που πλανιόνταν εκεί κι εδώ. Έδιναν χωρίς να περιμένουν να πάρουν κάτι, δεν σκέφτονταν παρά πώς να βοηθήσουν τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη.
Στα 103 της έδωσε συνέντευξη στη δημοσιογράφο Έρση Βατού. Μίλησε για τις μνήμες της από την Καταστροφή της Σμύρνης, αλλά και για τους όρκους της:
«Η γιαγιά Φιλιώ δεν ορκιζόταν, με εξαίρεση δύο φορές στη ζωή της. Η πρώτη ήταν όταν, κρυμμένη σε κάτι αποκαΐδια τις μέρες της μεγάλης φυγής, όταν η πατρίδα Σμύρνη τυλιγόταν στις φλόγες από τους διώκτες του ελληνισμού, έδωσε όρκο στην Παναγιά να μη φορέσει ποτέ ξανά χρυσά κοσμήματα αν σωθεί.
»Είχε ακούσει και είχε δει τσέτες να κόβουν δάχτυλα και αυτιά κοριτσιών για να τους πάρουν τα τζοβαΐρια.
»Η δεύτερη ήταν όταν εγκατέλειπε της Σμύρνης το γιαγκίνι μέσα στο πλοίο. Με δάκρυα στα μάτια μού είπε: “Έβλεπα τη Σμύρνη και τα Βουρλά να καίγονται και έδωσα έναν όρκο. Είπα, Βουρλά μου αγαπημένα δεν θα σας ξεχάσω ποτέ“. Το είπε και το έκανε. Κατάφερε μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία να επιστρέψει στα άγια χώματα, να πάρει μια χούφτα από τα μέρη της και να το βάλει στα ριζά του Μνημείου στη Νέα Φιλαδέλφεια».
Στο βίντεο που ακολουθεί, από το αρχείο της ΕΡΤ, η Φιλιώ Χαϊδεμένου (ετών 100, το 1999) μιλά για τη θέση της γυναίκας στις ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες εμπορεύονταν με τους Οθωμανούς τα γεωργικά τους προϊόντα.
Από τη σειρά «Σαν παραμύθι», παραγωγής 1999· σενάριο-σκηνοθεσία Νίκος Παπαθανασίου