Τα τείχη της πόλης είναι οι άνθρωποί της, είπε ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας στους συμπολίτες του τον 5ο αι π.Χ., και τα λόγια του δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν καλύτερα το παράδειγμα μιας ομάδας ενεργών πολιτών από την Πτολεμαΐδα που με επικεφαλής τη Σοφία Καλμανίδου και εφόδιά τους την αγάπη για τον τόπο τους και τη λογοτεχνία, δημιούργησαν το project «Κυριακάτικες ιστορίες στο χωριό».
Η πολυσύνθετη και απαιτητική αυτή δράση είναι σχεδιασμένη για να προάγει τη φιλαγνωσία, να αναδείξει την τοπική ιστορία και τον πολιτισμό των τοπικών κοινοτήτων και να συσφίξει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, προτείνοντας παράλληλα μια διαφορετική ψυχαγωγία στους μικρούς μας φίλους οι οποίοι καθ’ όλη τη διάρκειά της (περίπου 10 ώρες) είχαν βάλει στην άκρη τις ψηφιακές τους συσκευές συμμετέχοντας ενεργά και με ενθουσιασμό στα δρώμενα.
Τρεις διαδρομές με τέσσερεις προορισμούς η καθεμία, και μια έκτακτη η διαδρομή της Σαμαρίνας, συνθέτουν την πρωτότυπη δράση.
Όχημα μεταφοράς ένα λεωφορείο της γραμμής της πόλης της Πτολεμαΐδας, στολισμένο και εφοδιασμένο με βιβλία, μαρκαδόρους, κιβώτια με ενθυμήματα και κουβάρια, πολλά κουβάρια, γιατί υπάρχουν πολλές ιστορίες που περιμένουν να ξετυλιχθούν στο πέρασμά του από τα όμορφα χωριά της Μακεδονίας.
«3B» σημαίνει Books by bus
Το λεωφορείο του Δήμου Πτολεμαΐδας επιστρατεύτηκε για τις Κυριακές, και εκτός από ανθρώπους μετέφερε βιβλία –επιλεγμένα με αυστηρά ποιοτικά και εκπαιδευτικά κριτήρια– για να διαβαστούν από τα παιδιά που συνάντησε στις διάφορες στάσεις του, στα χωριά που επισκέφτηκε.
Η τελευταία γι’ αυτήν τη σεζόν διαδρομή ήταν στις 18 Σεπτεμβρίου. Πρώτη στάση, η Άρδασσα. Μας υποδέχτηκε ο ποντιακός σύλλογος του χωριού κερνώντας μας πιροσκία και βαρένικα. Μέλη του ΔΣ έπαιξαν μουσική ενώ χόρευαν τα παιδιά του συλλόγου, δισέγγονα Πόντιων προσφύγων από την Άρδασσα του Πόντου.
Η Άρδασσα –τόσο στον Πόντο όσο και στη Μακεδονία– αγαπούσε πολύ τον πολιτισμό, και ειδικά το θέατρο. Στο χωριό σήμερα υπάρχουν δύο ενεργοί θεατρικοί σύλλογοι που ανεβάζουν έργα στην ποντιακή διάλεκτο.
Μάλιστα, ο σύλλογος του χωριού έχει διασώσει «θεατρικές ταυτότητες» (δελτία ηθοποιού) των προσφύγων της πρώτης γενιάς με ημερομηνία έκδοσης το 1925, που σημαίνει πως οι Πόντιοι πρόσφυγες ξεκίνησαν να στήνουν θεατρικές σκηνές μαζί με το χτίσιμο των σπιτιών τους, του σχολείου και της εκκλησίας τους, με το που εγκαταστάθηκαν στη γη της δυτικής Μακεδονίας.
Μετά τη θερμή υποδοχή στον ποντιακό σύλλογο, οι Αρδασσινοί μάς συνόδεψαν στο «Μύλο της Καταούλας» λίγο έξω από το χωριό τους, έναν νερόμυλο που λειτουργεί αδιάκοπα (σήμερα ως μουσειακός χώρος) από τον καιρό της πρώτης εγκατάστασης.
Ο Χαράλαμπος Αρχιτεκτονίδης ανήκει στην τρίτη κατά σειρά γενιά της οικογένειας που ασκεί το επάγγελμα του μυλωνά, και εξήγησε στα ενθουσιασμένα παιδάκια που τον παρακολουθούσαν, τη διαδικασία για να γίνει το σιτάρι αλεύρι.
«Έτσι με κόπο και αγάπη γινόταν το αλεύρι παιδάκια μου, γι’ αυτό το ψωμάκι στα παλιά τα χρόνια ήταν πιο νόστιμο», είπε στους νεαρούς συμμετέχοντες.
Στην ερώτηση των παιδιών αν το «Καταούλα» ήταν το όνομα της γιαγιάς του, ο Χ. Αρχιτεκτονίδης απάντησε πως τη γιαγιά του την λέγανε Πολυξένη, αλλά κανείς δεν την φώναζε με το όνομά της. «Καταούλα» την είπαν τα αδέλφια της από όταν γεννήθηκε, επειδή ήταν πολύ μικρόσωμη σαν γατούλα («κάτα» στα ποντιακά είναι η γάτα) και αυτό το τρυφερό της προσωνύμιο την συνόδευσε μέχρι και τα βαθιά της γεράματα.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στην Ιερά Μονή Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Εκεί ο πάτερ Νικηφόρος μάς μύησε στα μυστικά της καλλιγραφίας και της βιβλιοδεσίας.
Ασκώντας το διακόνημα του καλλιγράφου από την εποχή της νιότης του, μας εκμυστηρεύτηκε την κοινή αγωνία όλων αυτών των μοναχών που από την εποχή του Βυζαντίου αντέγραφαν χειροποίητους κώδικες. Η σκέψη τους, όπως καταγράφεται σε σημειώσεις τους στα περιθώρια των βιβλίων, είναι μία: «θα προλάβω να τελειώσω το έργο;».
Ο πάτερ Νικηφόρος, αρχιμανδρίτης και πρωτοσύγκελος της Ι.Μ. Φλωρίνης, εξήγησε στα παιδιά γιατί ήταν παλιά τόσο ακριβά τα βιβλία, πώς διορθώνουμε το λάθος μας όταν γράφουμε με σινική μελάνη πάνω σε περγαμηνή, και τι προεργασία κάνουμε για να είναι το κείμενό μας σε ευθεία γραμμή.
Τα παιδιά και οι συνοδοί τους εξοικειώθηκαν με τα υλικά, τα έπιασαν στα χέρια τους και ένιωσαν την υφή του πάπυρου, ενώ με την προτροπή του πάτερ προσπάθησαν να σχίσουν ένα φύλλο από περγαμηνή – ανεπιτυχώς!
Γεμάτοι από την πληρότητα της επαφής μας με το Βυζάντιο και με τα λόγια του πατρο-Κοσμά στην ψυχή μας, αφήσαμε τον καλοσυνάτο και φιλόξενο ιερομόναχο με τη «συμφωνία» να ξανανταμώσουμε για τη δημιουργία μιας καινούριας δράσης, ενός εργαστηρίου με αντικείμενο τη βιβλιοδεσία.
Επόμενη στάση ήταν το χωριό Κρυόβρυση.
Οι κάτοικοι του χωριού μάς περίμεναν για να μας κεράσουν πιροσκία στο προαύλιο του Ι.Ν. Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, και να μας διηγηθούν την ιστορία του χωριού τους. Το χωριό ήταν έδρα του Ασλάν μπέη, ο οποίος επέβλεπε από το σημείο όπου ήταν χτισμένο το αρχοντικό του όλο τον κάμπο της Πτολεμαΐδας. Οι πρώτοι κάτοικοι της Κρυόβρυσης, πριν έρθουν οι πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μ. Ασία, ήταν Βλάχοι από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου και εγκαταστάθηκαν το 1770.
Αυτοί πρέπει να έχτισαν τον ταπεινό κοιμητηριακό ναό του Αγίου Δημητρίου με τις υπέροχες τοιχογραφίες του και το δάπεδο από πηλό που διασώζονται μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια το λεωφορείο με τα βιβλία και τους βιβλιόφιλους κατευθύνθηκε στην Αναρράχη. Εκεί μας υποδέχτηκε το ΔΣ της τοπικής κοινότητας και οι σύλλογοι του χωριού που μας κέρασαν ευριστόν και χόρεψαν παρακινώντας μας να συμμετέχουμε στο γλέντι που έστησαν με ποντιακούς, μικρασιάτικους και μακεδονίτικους χορούς.
Μας φανέρωσαν τα μυστικά της παρασκευής του ξακουστού τσίπουρού τους και την ιστορία της σχέσης τους με το τσίπουρο που κρατάει από τον 17ο αιώνα. Τέλος μοιράστηκαν μαζί μας θρύλους σχετικούς με τις πολλές και πλούσιες πηγές του τόπου τους που «βγάζουν» στους καταρράκτες της Έδεσσας, αφού πολλές γκλίτσες βοσκών που έπεφταν στις πηγές κατέληγαν εκεί!
Τελευταίος προορισμός το χωριό Εμπόριο, που χρωστάει την ονομασία του στον πολιούχο του Άγιο Μηνά, προστάτη των εμπόρων.
Εκεί ο σύλλογος γυναικών –εκτός από τοπικά εδέσματα– είχε ετοιμάσει αφηγήσεις με θρύλους αλλά και με έθιμα της περιοχής, και στο τέλος πιαστήκαμε μαζί σε έναν μεγάλο χορό υπό τους ήχους της ποντιακής λύρας αλλά και των χάλκινων της Μακεδονίας.
Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε τον καινούριο ναό της Αγίας Σοφίας, ο οποίος είναι πιστή αντιγραφή του ναού της Κωνσταντινούπολης σε αναλογία 1:25. Από τον υπόγειο διάδρομο του ναού που επικοινωνεί με τον παλιό ναό του Αγίου Μηνά βρεθήκαμε στο εσωτερικό της παλιάς εκκλησίας. Εκεί η πρόεδρος του συλλόγου γυναικών Εμπορίου μας ξενάγησε διηγούμενη την «περιπέτεια» των μεταβυζαντινών εικόνων του τέμπλου.
Οι εικόνες αυτές κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής έγιναν παλίμψηστα: Οι Βούλγαροι κατακτητές έσβησαν την ελληνική γραφή και την αντικατέστησαν με κυριλλική, θέλοντας να εξαφανίσουν καθετί που δήλωνε τη μακραίωνη ελληνική παρουσία και τον πολιτισμό. Αυτή ήταν η συνήθης τακτική τους.
Πολλές εικόνες των Σερρών και της Δράμας, όπως επίσης και οι εικόνες και οι τοιχογραφίες ναών και μονών των πρώην μεγάλων ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας, όπως της Φιλιππούπολης, του Μελένικου και της Στενήμαχου, αλλά και τις Αχρίδας στις Πρέσπες, είχαν την ίδια τύχη. Στη διάρκεια της δικτατορίας οι αξιωματούχοι της χούντας στοχοποίησαν τις εικόνες αυτές λόγω ενός κακώς εννοούμενου «πατριωτισμού» και αρκετής αμορφωσιάς, και τις αφαίρεσαν από το τέμπλο με σκοπό να τις κάψουν επειδή νόμιζαν πως ήταν βουλγάρικες.
Οι κάτοικοι του χωριού αντέδρασαν, αλλά τα χρόνια ήταν δύσκολα και οι απειλές για εξορία στην Μακρόνησο υπαρκτές.
Τότε σκέφτηκαν να κάνουν ένα είδος «ανίερης» συμφωνίας-εξαγοράς των ανθρώπων της χούντας που ήταν επιφορτισμένοι με το αποτρόπαιο έργο της καύσης των βυζαντινών εικόνων: Αυτοί ζήτησαν ένα υπέρογκο ποσό, που όμως τελικά μαζεύτηκε από το υστέρημα των κατοίκων του χωριού (ντόπιων, Ποντίων, Βλάχων). Έτσι σώθηκαν οι πολύτιμες εικόνες, που δεν είναι ο μόνος θησαυρός του ναού του Αγίου Μάρκου· ακόμα μεγαλύτερης –συναισθηματικής τουλάχιστον– αξίας, είναι οι δύο εικόνες της Παναγίας και η μία του Χριστού, καθώς επίσης και ο σταυρός του τέμπλου που έφεραν μαζί τους οι Αργυρουπολίτες πρόσφυγες από τον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Αργυρουπόλεως στον Πόντο, και βρίσκονται σε περίοπτη θέση στον ναό της καινούργιας τους πατρίδας.
Η εικόνα της Παναγίας που φυλάσσεται στο δυτικό παρεκκλήσι πιθανόν να είναι δεσποτική εικόνα τέμπλου, ίσως κάποιου παρεκκλησίου του Ναού. Η Παναγία παριστάνεται ως βασίλισσα των Ουρανών, όπως φαίνεται από το στέμμα, το σκήπτρο, το θρόνο και τον αυτοκρατορικό λώρο (τη χρυσοκεντημένη χιαστί ταινία που φαίνεται κάτω από το στήθος της). Ο Χριστός είναι ντυμένος και αυτός ως αυτοκράτορας, και οι δύο μορφές περιβάλλονται από τέσσερεις προφήτες.
Η εικόνα αυτή έχει έντονη την επιρροή της ρωσικής εκκλησιαστικής ζωγραφικής του 18ου αιώνα και μαρτυρά εύγλωττα τις καλλιτεχνικές επαφές του Πόντου με τη Ρωσία.
Η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο κέντρο του ναού, του εικονογραφικού τύπου του Άξιον Εστί, είναι νεότερη, μάλλον των τελών του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ού. Έχει ζωγραφιστεί με τη ρωσοαναγεννησιακή τεχνοτροπία και αντιγράφει ρωσικές εικόνες και λιθογραφίες.
Ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας που βρίσκεται στον επισκοπικό θρόνο είναι κλασικό έργο ποντιακού εργαστηρίου του 19ου αιώνα. Τέλος, ο σταυρός με τον Χριστό που κάποτε δέσποζε στον Αϊ-Γιώργη της Αργυρουπόλεως, είναι τοποθετημένος στην ίδια θέση (κορυφή του τέμπλου) του Ι.Ν. Αγίου Μηνά Εμπορίου, δεσπόζοντας και ευλογώντας το εκκλησίασμα όπως έκανε παλιά στον Πόντο.
Εντυπωσιάζουν οι ανάγλυφοι δράκοντες που φέρουν τα Λυπηρά, δηλαδή οι εικόνες της οδυνομένης Παναγίας και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το μεγάλο αποτροπαϊκό θηριόμορφο προσωπείο κάτω από το Σταυρό.
Η ομορφιά των χωριών της Εορδαίας είναι μικρογραφία της ομορφιάς της Ελλάδας. Η συνύπαρξη και η συμπόρευση ανθρώπων με διαφορετικές παραδόσεις, από διάφορες εθνοτοπικές κοινότητες που συγκροτούν τον εθνικό κορμό, φιλοτεχνούν το πλούσιο ψηφιδωτό της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Ο πολιτισμός μας και η ιστορία μας ανατροφοδοτούνται και περνούν στις επόμενες γενιές με φωτισμένες, δημιουργικές και ποιοτικές δράσεις όπως αυτή των ανθρώπων του «Συλλόγου Φίλων Βιβλίων» της Πτολεμαΐδας.
Η Σοφία Καλμανίδου και η Πένυ Καζαντζίδου μιλούν για το πρόγραμμα