Το ρήμα τσιφινάουμαι προέρχεται από το ουσιαστικό τσιφίν(ιν), που είναι η κοινή ονομασία της Αζαλέας της Ποντικής (Azalea Pontica, ή ροδόδενδρον το ωχρόν), φυτό αυτοφυές και θαμνώδες, με κίτρινα άνθη.
Το μέλι που παράγεται από αυτά τα λουλούδια, το γνωστό ζαντόμελον, προκαλεί σε όποιον το καταναλώνει συμπτώματα που προσομοιάζουν με της μέθης, καθότι όλα τα μέρη του φυτού είναι δηλητηριώδη.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, δίνει στο ρήμα τσιφινάουμαι / τσιφινούμαι τους εξής ορισμούς:
1) Επί των ζώων, ζαλίζομαι τρώγων άνθη της Ποντικής αζαλέας.
2) Μεταφορικά: μεθύω.