Ανέτρεψε τα πάντα με την παρουσία της. Άλλαξε τους κανόνες ακόμα και στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Στον αντίποδα της εμφάνισής της, έζησε μια ήρεμη οικογενειακή ζωή.
Βίωσε την αποθέωση, την απαξίωση αλλά και τη φυλακή. Και σήμερα γίνεται 88 ετών.
Γυναικεία υπόθεση
Το 1934 η Ρομίλντα, ανύπαντρη μητέρα και δασκάλα πιάνου στο επάγγελμα, φέρνει στο κόσμο την πρωτότοκη κόρη της, Σοφία. Ο πατέρας της Ρικάρντο αναλαμβάνει μεν τις ευθύνες του, αλλά ούτε λόγος για γάμο. Και όταν το 1938 γεννήθηκε το δεύτερο κορίτσι, η Μαρία, ο Ρικάρντο όχι μόνο αρνήθηκε να παντρευτεί τη Ρομίλντα, αλλά άφησε και την οικογένειά του χωρίς οικονομική υποστήριξη.
Οι τρεις γυναίκες λοιπόν φεύγουν από τη Ρώμη και πάνε να μείνουν στο Ποτσουόλι, μια μικρή πόλη κοντά στη Νάπολη και γενέτειρα της μητέρας, όπου και μεγάλωσαν με τη βοήθεια της γιαγιάς τους. Τα πράγματα όμως έμελλε να χειροτερέψουν, αφού κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η μικρή πόλη έπεφτε συχνά θύμα βομβαρδισμών.
Για άλλη μια φορά η Ρομίλντα και οι κόρες της είναι στους δρόμους. Μένουν πλέον στη Νάπολη, μέχρι το τέλος του πολέμου. Είναι η εποχή που η Ιταλία μαζεύει τα κομμάτια της και προσπαθεί να σταθεί εκ νέου στα πόδια της. Οι Αμερικανοί έχουν καταλύσει τη Νάπολη και το Ποτσουόλι, όπου γύρισαν η μάνα με τις κόρες της και άνοιξαν μπαρ.
Καλλιστεία και έρωτας
Στα 15 της, η Σοφία λαμβάνει μέρος σε καλλιστεία. Δεν βγαίνει πρώτη, αλλά κερδίζει μια σύντομη εμφάνιση στο Quo vadis. Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο κέρδος της. Ανάμεσα στα μέλη της κριτικής επιτροπής ήταν και ο 37χρονος παραγωγός Κάρλο Πόντι. Kαι προκύπτει έρωτας με πολλά εμπόδια. Πρώτα απ’ όλα η διαφορά ηλικίας, δεύτερον η αλλαγή ονόματος: από Σοφία Σικολόνε, γίνεται Σοφία Λόρεν. Τρίτον, εκείνος την ετοιμάζει για σταρ και δη διεθνούς εμβέλειας. Όμως οι κακοήθειες αρχίζουν αμέσως. «Τον εκμεταλλεύεται για να κάνει καριέρα, θα μπορούσε να ήταν κόρη του, γρήγορα θα βρει άλλον εκείνη», τα κλασικά…
Οι δυο τους στην αρχή δυσκολεύτηκαν να παντρευτούν. Ο Κάρλο Πόντι ήταν ήδη παντρεμένος με την Τζουλιάνα Φιάστρι, και λόγω των ιταλικών νόμων, που δεν επέτρεπαν το διαζύγιο, δεν μπορούσε να την χωρίσει. Τελικά, διαζύγιο και γάμος με την Λόρεν γίνεται. Ο γάμος τους έγινε στο Μεξικό το 1957, κατακεραυνώθηκε όμως από το ιταλικό κράτος και την Εκκλησία, και το 1962 ακυρώθηκε. Ο Πόντι εμφανιζόταν στα χαρτιά ως δίγαμος.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, και αυτός αλλά κι η Λόρεν κινδύνεψαν με αφορισμό μέχρι να βρεθεί η οριστική λύση.
Τελικά, όταν απέκτησαν τη γαλλική υπηκοότητα, ο Πόντι κατάφερε να να παντρευτεί νόμιμα τη Σοφία Λόρεν. Όσο για τους καλοθελητές; Το ζευγάρι έμεινε μαζί μέχρι το 2007, που πέθανε εκείνος. Η Λόρεν δεν ξαναπαντρεύτηκε, ούτε τίποτε άλλο σε εξωσυζυγικό σκίασε τη ζωή τους. Σχεδόν, γιατί πολλά είχαν ακουστεί για σχέσεις με τον Κάρι Γκραντ ή τον Πίτερ Σέλερς – όχι όμως για τον Μάρλον Μπράντο. Οι δυο τους πρωταγωνίστησαν στη Βασίλισσα του Χονγκ Κονγκ, που έμελλε να είναι η τελευταία –και αποτυχημένη– ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν.
Για τον Μπράντο, η Λόρεν είχε γράψει στην αυτοβιογραφία της: «Ξαφνικά έβαλε τα χέρια του πάνω μου. Γύρισα με ηρεμία και κοίταξα το πρόσωπό του, σαν μια γάτα που την χάιδεψαν με λάθος τρόπο, και του είπα: “Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό. Ποτέ ξανά!”. Όπως τον σκότωνα με το βλέμμα μου, μου φάνηκε μικρός, ανυπεράσπιστος, σχεδόν ένα θύμα της ίδιας της φήμης του. Δεν το έκανε ποτέ ξανά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να συνεργαστώ μαζί του μετά από αυτό».
Η πρωτοπόρα των Όσκαρ
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Κάρλο Πόντι με τη νεαρή Σοφία, ήταν να την βάλει να μάθει αγγλικά, αφού την πήγαινε για διεθνή καριέρα. Ανάμεσα στα φιλμ που γύρισε για το Χόλιγουντ ήταν και Το παιδί και το δελφίνι, η πρώτη ξένη ταινία που γυρίστηκε στη χώρα μας, και συγκεκριμένα στην Ύδρα, αλλά και το Houseboat δίπλα στον Κάρι Γκραντ που πολλοί μίλησαν για ειδύλλιο ανάμεσα στους δυο τους.
Το Όσκαρ όμως ήρθε από αλλού. Από την Ιταλία. Το 1962 the Oskar goes to Sophia Loren. Για την Ατιμασμένη.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που μη αγγλόφωνη ηθοποιός κέρδιζε Όσκαρ, ήταν όμως η πρώτη φορά που κέρδιζε για μη αγγλόφωνη ταινία. Το σκηνικό επαναλήφθηκε το 1999 πάλι με Ιταλό, τον Ρομπέρτο Μπενίνι για το Η ζωή είναι ωραία, που του το έδωσε η Λόρεν.
Για να καταλάβετε πόσο δύσκολο ήταν αυτό να συμβεί, έναν χρόνο πριν, όταν η Μελίνα Μερκούρη ήταν υποψήφια για Όσκαρ για το Ποτέ την Κυριακή, άκουσε τα εξ αμάξης για την υποψηφιότητά της, από παρακινηματογραφικές «πένες». Το ίδιο και η Λόρεν. Γιατί ήταν «ξένες», και η αμερικανική κοινωνία της εποχής δεν τις κοίταζε με καλό μάτι.
Για την ιστορία, η Λόρεν ήταν υποψήφια το 1965, πάλι για ιταλική ταινία, το Γάμος αλά ιταλικά, και κέρδισε και τιμητικό Όσκαρ το 1991.
Η πτώση και η φυλακή
Ο πλανήτης στα τέλη του ’60 άλλαζε. Μαζί με αυτόν, άλλαζε και ο κινηματογράφος. Νέα ονόματα έβγαιναν, ενώ τα παλαιότερα και καθιερωμένα τελούσαν υπό καθήλωση. Όπως έγινε π.χ. στη Γαλλία με την Μπριζίτ Μπαρντό. Το ίδιο σχεδόν συνέβη με τη Σοφία Λόρεν. Χωρίς να φταίει η ίδια, αλλά οι ρόλοι και οι ταινίες που της έδιναν.
Όταν βγήκε στις αίθουσες το συγκινητικό Ηλιοτρόπιο, οι κριτικοί το έκαναν με τα κρεμμυδάκια. Και η μπάλα πήρε και την Λόρεν. Σιγά-σιγά άρχισε να παίζει σε μέτριες ταινίες, αν και το 1977 με το Μια ξεχωριστή μέρα πήρε τα πάνω της. Ακολούθησε η σκληρή Εκδίκηση της Λίνας Βερτμίλερ, που πιστώθηκε σαν προσωπική της επιτυχία, και μετά το χάος.
Αλλά το 1980 ήρθαν τα χειρότερα. Εξαιτίας μιας παλαιότερης υπόθεσης με χρέη προς την εφορία, βρέθηκε στη φυλακή. Νά πώς περιγράφει η ίδια εκείνη την περίοδο:
Για εμένα όμως, η πιο τραυματική εμπειρία ήταν η φυλάκισή μου, όταν καταδικάστηκα ερήμην για φοροδιαφυγή. Έκανα έφεση, αλλά το 1980 καταδικάστηκα σε 30 ημέρες φυλάκισης. Είχα δύο επιλογές, να πάω στη φυλακή ή να μην έχω ποτέ ξανά το δικαίωμα να γυρίσω στην πατρίδα μου. Τότε ζούσα στο Παρίσι, αλλά ένιωθα ακόμη Ιταλίδα. Ήθελα ακόμη να μπορώ ελεύθερα να πάω στο σπίτι μου, στους φίλους και τους συγγενείς μου. Οι γιοι μου ήταν τότε 14 και 9 ετών.
Όταν έφτασα στη Ρώμη, ένα περιπολικό με πήγε σε μια μικρή φυλακή στην Κασέρτα, όπου μοναχές φύλαγαν τις κρατούμενες. Ήμουν η κρατούμενη νούμερο 24. Παρά την παρουσία της αδερφής μου Μαρίας, που περνούσε κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό μου για να μου κάνει παρέα, ένιωθα τρομερή απομόνωση. Τίποτα δεν είναι πιο εξευτελιστικό από τη στέρηση της ελευθερίας.
Στις 5 Ιουνίου έφυγα από τη φυλακή για να εκτίσω την υπόλοιπη ποινή μου σε κατ’ οίκον περιορισμό, στο σπίτι της μητέρας μου, στη Ρώμη. Ήμουν αδυνατισμένη, απογοητευμένη και πιο σοφή.