Ο πατήρ Θωμάς Σταμπουλίδης ήταν παπαδάσκαλος και λειτουργούσε στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Αργυρουπόλεως. Η οικογένεια του απαθανατίζεται, μεταξύ 1910-1915 στην Αργυρούπολη του Πόντου, με σκοπό να στείλει τη φωτογραφία ως ενθύμιο στη μεγαλύτερη κόρη, τη Λίζα (Ελισάβετ), που λείπει από το ενσταντανέ γιατί είχε παντρευτεί τον δάσκαλο Αλέξη Ιωαννίδη από το Μερτινίκ του Καρς. Εκτός από τον πατέρα Θωμά και οκτώ από τα παιδιά του, στη φωτογραφία απεικονίζονται η σύζυγός του πρεσβυτέρα Ολυμπία και ο πεθερός του πατήρ Αλέξανδρος Δεμουρτζίδης από την Τσάλκα. Ο πατήρ Αλέξανδρος ήταν κι αυτός πολύτεκνος και είχε σπουδάσει και τους τρεις γιους του δασκάλους στην Ακαδημία του Αλεξανδρουπόλ.
Ο πρωτοπρεσβύτερος Θωμάς είχε τεράστια αδυναμία στην πρωτότοκή του Λίζα, στο «πρωτικάρ-ν-ατ».
Όταν η Λίζα διένυε την εφηβική ηλικία της και αφού η οικογένεια είχε αρκετά μεγάλη οικονομική επιφάνεια για να ζουν άνετα, της είχε αγοράσει ως δώρο ένα άλογο με το οποίο τον συνόδευε πολλές φορές στις κοντινές του μετακινήσεις που ήταν αρκετές, καθώς ο παπά-Θωμάς ήταν επιβαρυμένος και με τον ρόλο του ληξίαρχου της περιοχής. Μάλιστα συνήθιζε να αποκαλεί την κόρη του Λίζα «κοζάκο» γιατί είχε εξελιχθεί σε δεινή ιππέα, σαν αμαζόνα. Κατά τους χειμερινούς μήνες όταν πάγωναν οι λίμνες, η Λίζα έκανε πατινάζ με τα ρωσικά παγοπέδιλα που της είχε χαρίσει ο πατέρας της. Κανείς δεν υποψιαζόταν πόσο δύσκολα χρόνια θα ακολουθούσαν.
Ο παπά-Θωμάς είχε έντονη πατριωτική δράση. Μαζί με τον γαμπρό του Αλέξη τον οποίο ήθελε να κάνει κι αυτόν παπά-δάσκαλο γιατί «το έθνος μας χρειάζεται παπάδες και δασκάλους» όπως του έλεγε, έκαναν τακτικά συμβούλιο στο σπίτι τους στο Μερτινίκ με την συμμετοχή κι άλλων δραστήριων Καυκάσιων, με σκοπό την τόνωση του ηθικού του λαού αλλά και τη λήψη μέτρων για να αποτραπεί η καταστροφή που διέβλεπαν πως ερχόταν. Όταν περνούσε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί συνάντηση, ο μικρός εγγονός του Κόλιας (Νικόλας) ρωτούσε τους γονείς του: «πάππα-μάμα πότε θα εφτάμε σχότ»; (σχοτ: συμβούλιο στα ρώσικα) γιατί ήταν κοινωνικό παιδάκι και του άρεσε να κάθετε στα πόδια του πατέρα του όταν μιλούσαν για σοβαρά ζητήματα οι μεγάλοι άνδρες. Με αυτόν τον τρόπο ένιωθε να συμμετέχει και ο ίδιος σε εκείνα τα «πολύ σημαντικά» που συζητούσαν κωδικοποιημένα οι μεγάλοι.
Ο πατήρ Θωμάς μπαίνει στο στόχαστρο των Τούρκων και εξυφαίνεται σχέδιο εξόντωσής του. Σε ένα συνηθισμένο του ταξίδι στο δρόμο για το Μερτινίκ,
Τσέτες του στήνουν ενέδρα, τον κατεβάζουν από το άλογό του, του ξεριζώνουν τα γένια του τραβώντας τα και τον ξυλοκοπούν σε σημείο να πάθει τυμπανισμό και να καταλήξει τις επόμενες ημέρες από εσωτερική αιμορραγία.
«Ο μαρτυρικός θάνατος του ιερωμένου είναι και η τελείωσή του ως ομοληγητού», θα πει μετά από χρόνια η εγγονή του, κόρη της Λίζας και του Αλέξη, Μοναχή Εισοδία η Ορμυλιώτισσα.
Η φαμίλια του μετά το θάνατό του και ενώ διαδραματίζονταν τα γεγονότα της Γενοκτονίας, αντιμετωπίζει κι άλλα πλήγματα της μοίρας. Αναγκάζονται να δώσουν τον Βενιαμίν της οικογένειας Θόδωρο (που τον κρατάει η μητέρα του στην αγκαλιά της στην φωτογραφία) σε ζευγάρι μυλωνάδων ώστε να μην πεινάσει, αλλά αυτοί εξαφανίζονται μυστηριωδώς, και μαθαίνουν πως ο Θόδωρος είχε δηλητηριαστεί και πεθάνει, ενώ οι μυλωνάδες έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ο Κόλιας τραυματίζεται στο παιχνίδι του με ένα τροχήλατο κάρο που του είχε φτιάξει ο θείος του και μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα του και το τραύμα του κακοφορμίζει. Μια σοφή γυναίκα που είχε το προορατικό χάρισμα ονόματι Παρέσα λέει στην μητέρα του Λίζα πως αν θα κάτσει στον τόπο της το αγοράκι της θα συνέλθει, εάν θα φύγει τότε θα τον χάσει. Η Λίζα όμως δεν πίστευε στις «δοξασίες», δεν την είχε μεγαλώσει έτσι ο πατέρας της, εξάλλου δεν είχε και το περιθώριο της επιλογής. Έπρεπε να φύγουν γιατί αλλιώς ήταν σίγουρο πως θα είχαν όλοι μαρτυρικό τέλος.
Παίρνει λοιπόν τη μητέρα της Ολυμπία και τις μικρές της αδελφές υπό την προστασία της. Η αμέσως μικρότερη αδελφή από αυτήν η Ευτυχία (ανάμεσα στον πατέρα της και στον παππού της στην φωτογραφία), είχε αρραβωνιαστεί εντωμεταξύ και θα έφευγε στη Γεωργία με την οικογένεια του αρραβωνιαστικού της. Έκλαιγε πίσω από το κάρο όταν έφευγε η πατρική της οικογένειά, παρακαλώντας να την πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα, αλλά… είχαν δώσει τον λόγο τους στον γαμπρό και ο λόγος τους ήταν συμβόλαιο, ακόμα κι αν μάτωνε η καρδιά τους. Οι δύο αδελφές Λίζα και Ευτυχία δεν συναντήθηκαν ποτέ από τότε, επικοινωνούσαν μόνο μέσω αλληλογραφίας. Οι προσπάθειες που έκαναν για να συναντηθούν ήταν τελικά άκαρπες γιατί η Ευτυχία ήταν πολίτης της ΕΣΣΔ και δεν μπορούσε να πάρει βίζα από την Ελλάδα για να επισκεφτεί την αδελφή της παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις της οικογένειας.
Tα μεγαλύτερα αγόρια, οι αδελφοί της Λίζας Βλαδίμηρος και Δωρόθεος, είχαν φύγει στη Ρωσία μετά το θάνατο του πατέρα τους, έμπλεξαν και οι δύο με τους μπολσεβίκους και δολοφονήθηκαν, όπως μαθεύτηκε μετά.
Κατευθύνονται με το καράβι από το Βατούμ στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης. Το πλοίο είχε προσαράξει στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης επί αρκετές ημέρες λόγω ενός «ατυχήματος», του βομβαρδισμού του από συμμαχικό πολεμικό πλοίο… Ο μικρότερος αδελφός του Αλέξη, ο δεκαοχτάχρονος Πέτρος, ένα δυνατό παλικάρι που υπηρετούσε στην πολιτοφυλακή και προστάτευε τους συμπατριώτες του στην πατρίδα, πεθαίνει από τύφο που κόλλησε πάνω στο πλοίο με τις απαράδεκτες υγειονομικές συνθήκες και οι δικοί του αναγκάζονται να τον «πετάξουν» στην θάλασσα. Ο αδελφός του Αλέξης του κλείνει τα μάτια και του υπόσχεται να συναντηθούν ξανά «όταν η θάλασσα αποδώσει τους νεκρούς της» ([…] και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο Άδης, έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών), (Αποκάλυψη Ιωάννου 20-13).
Η τραγική ιστορία της μάνας που πέταξε το μωρό της στη θάλασσα
Στη διάρκεια του ταξιδιού τους ο πλοίαρχος ανακοινώνει στους επιβαίνοντες πως επειδή το πλοίο είναι υπέρβαρο θα έπρεπε να πετάξουν τα πράγματά τους στην θάλασσα για να διευκολυνθούν. Τότε η Λίζα βλέπει μια εικόνα που δεν θα ξεχάσει ποτέ όσο ζούσε. Μια ταλαιπωρημένη γυναίκα είχε δύο μπόγους. Στον έναν είχε το μωρό της, στον άλλο τα λιγοστά υπάρχοντά της. Η γυναίκα ήταν μόνη της, πιθανόν να έχασε τον άνδρα της στα αμελέ ταμπουρού. Μπερδεμένη και αποκαμωμένη με όλα αυτά που τράβηξε, αντί να πετάξει τον σάκο με τα ρούχα, πέταξε το μωρό της στην θάλασσα. Μόλις το κατάλαβε άρχισε να σχίζει την σάρκα της με τα νύχια της και να βγάζει άναρθρες κραυγές όμως ήταν αργά, ο μπόγος με το μωρό είχε βουλιάξει και κανένας δεν μπορούσε να βοηθήσει.
Η Λίζα κρατάει τον γιό της Νικόλα σφιχτά στην αγκαλιά της καθώς εκείνος ανέβαζε υψηλό πυρετό. Το τραύμα του είχε μολυνθεί. Από τον πόνο και την ταλαιπωρία του δαγκώνει και παραμορφώνει με τον κυνόδοντά του την χρυσή καρφίτσα που η μάνα του φορούσε στο πέτο, οικογενειακό κειμήλιο, δώρο του παππού του παπά-Θωμά στη γιαγιά του Ολυμπία.
Ο μικρός Νικόλας πεθαίνει τελικά μόλις φτάνουν στην Καλαμαριά, μετά από δεκαεφτά ολόκληρες ημέρες επάνω στο πλοίο. Με το που κατεβαίνουν στο Καραμπουρνάκι ακούνε Ελλαδίτες φαντάρους να βρίζουν τα Θεία προσπαθώντας να διαχειριστούν το πλήθος των προσφύγων, που αποκαμωμένο πατούσε στεριά μετά από τόσο καιρό. Το σοκ τους ήταν μεγάλο! Μερικοί μονολογούσαν ότι ήθελαν να φύγουν πίσω και ας τους έσφαζαν οι Τούρκοι, δεν μπορούσαν να ανεχτούν τέτοιες προσβολές για την Παναγία και τον Υιό Της και μάλιστα από τα στόματα χριστιανών.
Η πρεσβυτέρα Ολυμπία μην αντέχοντας άλλο τις κακουχίες και τη στεναχώρια της, αφήνει το πνεύμα της στα απολυμαντήρια της Καλαμαριάς.
«Τσολ κι έρημον Καραμπουρούν, τριγύλ-τριγύλ ταφεία, ανοίξτε και τερέστε τα, όλα Καρσί παιδία» (Πανέρημο Καραμπουρνού, περιτριγυρισμένο με τάφους, ανοίξτε τους και δείτε, όλα παιδιά από το Καρς). Θάβεται όπως-όπως σε ομαδικό τάφο-τάφρο όπως θάφτηκε νωρίτερα κι ο μικρός Νικόλας, ο μοναδικός και χαϊδεμένος της εγγονός.
Μετά από έξι μήνες τελειώνει η ανυπόφορη και εξευτελιστική για τους Έλληνες του Πόντου και της Μ. Ασίας καραντίνα και η Λίζα με τον Αλέξη με όσα μέλη της οικογένειας διασώθηκαν ανεβαίνουν πάνω σε μακριά εβραϊκά κάρα και κατευθύνονται βόρεια για να γλιτώσουν από την ελονοσία που θέριζε δίπλα στην θάλασσα. Του Αϊ Σπυριδή (του Αγίου Σπυρίδωνος- 13 Δεκεμβρίου) στην καρδιά του βαρύ χειμώνα του 1920, ξεκινούν αποδεκατισμένοι μεν ψυχικά και σωματικά, αλλά αποφασισμένοι για την καινούργια τους ζωή, κάνοντας πράξη τα λόγια του Αποστόλου Παύλου «μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζημοί»!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων