Στις λογοτεχνικές μου αναζητήσεις, τον τελευταίο καιρό, συνεχώς εμφανίζεται μπροστά μου και μ’ απασχολεί γόνιμα το ζήτημα της σχέσης που έχει η μορφή (η τεχνική) με την ουσία (το νόημα) στη λογοτεχνία, αλλά και στην τέχνη γενικότερα. Αφορμή στάθηκε η εμπειρία που αποκόμισα από την προσπάθειά μου να αποδώσω ποιητικά τους ύμνους του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού. Στο εισαγωγικό σημείωμα της πρόσφατης έκδοσης αυτού του εγχειρήματος,1 εξηγώ γιατί η μορφή στην οποία κατέληξα («ένας δεκαπεντασύλλαβος με σπασίματα και ύφος που παραπέμπει στη δημοτική, τη λαϊκή μας παράδοση»), προσφέρει στο να ζωντανέψει ποιητικά την απαράμιλλη τέχνη του Αγίου Ρωμανού στη σύγχρονη εκδοχή της γλώσσας μας.
Προσφάτως, χρειάστηκε να ετοιμάσω τη σύντομη τοποθέτησή μου για την παρουσίαση δύο βιβλίων2,3 του φίλου λογοτέχνη Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, που θα γίνει μεθαύριο Πέμπτη στις 19:30 στην αυλή της Αγιορείτικης Εστίας (όσοι είστε στη Θεσσαλονίκη, αξίζει τον κόπο να έρθετε).
Το ένα από τα δύο βιβλία που θα παρουσιαστούν δεν είναι καινούργιο. Τιτλοφορείται Ο πιο σύντομος δρόμος, και είναι επανέκδοση (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1999).
Καθώς κατατριβόμουν με την παρουσίαση, λοιπόν, συνειδητοποίησα το πόσο εμφανής γίνεται στο συγκεκριμένο έργο μια υποδειγματικά άρρηκτη σχέση μορφής και ουσίας. Δηλαδή, υπάρχει η κατάλληλη επιλογή των στοιχείων εκείνων της συγγραφικής τεχνικής που δένουν απόλυτα και υπηρετούν το όλο νόημα του έργου. Το στοιχείο αυτό που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία στα καλύτερά της, είναι πολύ χαρακτηριστικό και σε ένα ακόμα βιβλίο του Αλέξανδρου, με τίτλο Ο αγρός του αίματος.4
Το πράγμα, όμως, δεν σταμάτησε εκεί· τα θετικά πρότυπα συνέχισαν να εμφανίζονται μπροστά μου. Ο Ισίδωρος Παπαδάμου, καλός φίλος του Αλέξανδρου, είναι φιλόλογος, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και του τζουρά, τραγουδοποιός, αλλά και γνωστός οργανοποιός εγχόρδων. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τη φωνή και το μπουζούκι του στο συγκρότημα των Χειμερινών Κολυμβητών, τη δεκαετία του ’80 και του ’90. Ο Ισίδωρος είναι ωραίος και αυθεντικός καλλιτέχνης. Οι στίχοι του περιέχουν στιγμές υψηλής ποιητικής δημιουργίας. Δείτε μία που καταγράφει στο βιβλίο Ο πιο σύντομος δρόμος3 ο Κοσματόπουλος:
Τα βράδια που ζήσαμε τα ονειρικά
μέσα σ’ ιδέες τυλιγμένοι
με μαζεμένα κι απλωμένα τα φτερά
κι ενώ μιλούσαμε απαλά
η καρδιά μας ήτανε σχισμένη.
Αλλά και η μουσική του, ενώ συνδυάζει στοιχεία του παραδοσιακού και του ρεμπέτικου, απομακρύνεται συχνά απ’ αυτά και τα υπερβαίνει ελεύθερα και ιδιόρρυθμα, αλλά πάντοτε αρμονικά. Έτσι, ως σύγχρονη δημιουργία με χαρακτηριστικό προσωπικό ύφος, διαλέγεται γνήσια με την παράδοση και τη συνέχεια της ελληνικής μουσικής ανά τους αιώνες. Αυτό στις μέρες μας σπανίζει. Αλληγορικά μιλώντας: αν ζούσε ο Στράτος Παγιουμτζής, θα έβλεπε πιο πολλά στοιχεία της καλλιτεχνικής του ψυχής μέσα σ’ ένα τραγούδι του Ισίδωρου, παρά σ’ ένα τραγούδι δικό του παιγμένο από μια σύγχρονη λαϊκή ορχήστρα. Πώς γίνεται αυτό; Και πώς γίνεται ν’ ακούς Παπαδάμου και να νιώθεις (όχι ν’ αντιλαμβάνεσαι, να νιώθεις) μια συνάφεια με τη βυζαντινή λαϊκή μουσική, όσο μπορούμε να την γνωρίζουμε από τις προσπάθειες του μεγάλου συνθέτη και μουσικολόγου μας Χριστόδουλου Χάλαρη;
Γίνεται, καθώς το γράφει ο Γιώργος Σεφέρης για ανάλογο ζήτημα που αφορά το λογοτεχνικό ύφος και τη γλώσσα.
Μιλάει για την «ατόφια ελληνική φωνή» στα δημοτικά τραγούδια και στα γραπτά του Μακρυγιάννη, θέτοντάς τα ως παραδοσιακό θεμέλιο και λέει: «Αυτή είναι η φύση της γλώσσας μας. Το στοιχείο που μας καθαρίζει και μας οδηγεί, και που, δουλεύοντας την έκφρασή μας, θα πρέπει να μιμηθούμε, όχι εξωτερικά καθώς έγινε κάποτε ως την κατάχρηση, αλλά στην εσωτερική του λειτουργία…».5
Μετά απ’ αυτά τα θετικά πρότυπα, η συγκυρία μού ’φερε και το αρνητικό. Όλα πήγαιναν καλά στον Όρθρο. Σαν ξεκίνησε όμως η Θεία Λειτουργία, αντί για τους ψάλτες ανέλαβε δράση μια χορωδία ανδρών με ύφος κανταδόρικο. Ανακατεύτηκε η ψυχή μου. «Αυτή τη μουσική παράδοση, την ιερή και πανάρχαιη, αγωνίζονται να διασπάσουν, να παραποιήσουν οι διάφοροι ανόσιοι και άμουσοι κανταδόροι, που ακούγονται, δυστυχώς ακόμα να παρεμβάλλουν τις φωνητικές επιδεικτιάσεις τους ανάμεσα στους σεμνούς ύμνους της λειτουργίας…», έγραφε ο Μυριβήλης.6
Ο Κόντογλου έγραψε, βέβαια, τα περισσότερα γι’ αυτούς που θέλουν «να ντύσουν “τα αμάραντα μνημεία” της υμνολογίας, με άλλο μουσικό φόρεμα της εποχής μας, ήγουν με την ανθισμένην αμυγδαλιά, με βαρκαρόλες, και τα παρόμοια».7
«Ποιος Έλληνας μπορεί να πει πως νιώθει κατάνυξη από τα μουσικά αυτά μασκαραλίκια…», γράφει αλλού.8
Πόσο ακαλαίσθητη, παράταιρη και φτηνή μπορεί να γίνει η τέχνη, όταν η μορφή απάδει προς την ουσία… Κρίμα στις Μητροπόλεις που σχετίζονται επισήμως με τέτοια φαινόμενα.