Στη χρήση των θρησκευτικών μνημείων ως προσωρινής στέγης των προσφύγων, αλλά και στη μεταφορά και διάσωση από τις προσφυγικές οικογένειες, πολλών κειμηλίων από τις περιοχές προέλευσής τους, (Ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Μικρά Ασία) εστιάζει η έκθεση «Θεσσαλονίκη 1922: Μνημεία και Πρόσφυγες», που εγκαινίασε απόψε στη Ροτόντα, ο γενικός γραμματέας Πολιτισμού Γιώργος Διδασκάλου.
Εκπροσωπώντας την υπουργό Πολιτισμού, Λ. Μενδώνη, και διαβάζοντας ομιλία της, ο κ. Διδασκάλου παρατήρησε πως οι μήνες που έρχονται στο μυαλό μας για εκείνη την περίοδο, είναι ιδιαίτερα έντονες και συγκινητικές. «Η περιοχή της Μακεδονίας, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς αποδέκτες του προσφυγικού κύματος. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πολυπολιτισμική, πολυεθνική και πολυθρησκευτική πόλη με κατοίκους Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους, ένα κράμα Δύσης και Ανατολής» ανέφερε μεταξύ άλλων.
Η έκθεση διοργανώνεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπό τον γενικό συντονισμό της προϊσταμένης της Εφορείας, Ελισάβετ Τσιγαρίδα, σε επιμέλεια Φλώρας Καραγιάννη.
Μέσα από αρχειακό και εικονογραφικό υλικό, αναδεικνύονται οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης από τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας 1912-1922, στη διάρκεια της οποίας, πολλά μνημεία έγιναν τόποι εγκατάστασης προσφύγων. Παρουσιάζεται επίσης το δράμα που ακολούθησε τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ιδιαίτερα το ταξίδι της προσφυγιάς από τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολική Θράκη προς τη Θεσσαλονίκη, όταν οι προσφυγικές οικογένειες έφεραν μαζί τους τα προσωπικά και εκκλησιαστικά τους κειμήλια – κυρίως φορητές εικόνες – από τους τόπους προέλευσής τους.
Στη Ροτόντα, ένα μνημείο που επί 16 αιώνες ορθώνεται στην καρδιά της πόλης και παρακολουθεί βήμα προς βήμα όλη την ιστορία της, όπως τόνισε η κ. Τσιγαρίδα, εκτίθενται τριάντα έξι από τα κειμήλια αυτά: φορητές εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και παλαίτυπα.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022.
ΑΠΕ-ΜΠΕ