Ο Νίκος Σωματαρίδης είναι ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στη διαφύλαξη της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς και συνδέθηκε όσο κανείς άλλος της γενιάς του –ή μεταγενέστερος– με το χορό Σέρρα, τον ποντιακό Πυρρίχιο.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, με βαθιά αγάπη για την ποντιακή παράδοση, υπηρέτησε για πολλά χρόνια το χορό, το θέατρο και τον πολιτισμό γενικότερα, ενώ παράλληλα το ερευνητικό του πνεύμα έσκαβε καθημερινά με τη σκαπάνη του και αποθησαύριζε όλα εκείνα τα πολιτιστικά αγαθά που συγκροτούν την ποντιακή μας ταυτότητα.
Επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο «Ράδιο Ακρίτες» μοιραζόταν αφειδώλευτα αυτόν τον πλούτο σε εβδομαδιαίες εκπομπές με το πιστό ραδιοφωνικό κοινό του. Αριστοφανικός χαρακτήρας, δεν σταματάει ποτέ να αυτοσαρκάζεται, και να λέει πως αν ζούσε στην Αρχαιότητα δεν θα του επέτρεπαν να χορέψει τον αγαπημένο του χορό –τον Πυρρίχιο–, λόγω του ότι είναι μικρός το δέμας.
Ακόμα και δίκιο να έχει, είμαστε ευγνώμονες που ζει στην εποχή μας και πρόσφερε τόσο πολλά στον πιο εμβληματικό χορό μας και στον πολιτισμό μας γενικότερα! Πάμε να τον γνωρίσουμε.
Από πού έλκετε την καταγωγή σας από Ελλάδα και Πόντο, και ποιες είναι οι πρώτες θύμησες που έχετε από την παιδική σας ηλικία;
Από την Ελλάδα, είμαστε από το νομό Ξάνθης. Τα χωριά μας στην Πατρίδα ήταν από τον δυτικό Πόντο. Η περιοχή της Σαμψούντας, από όπου καταγόμαστε, ήταν καπνοπαραγωγική. Το ίδιο και τα χωριά του Νέστου, όπου εγκαταστάθηκαν οι δικοί μας όταν ήρθανε στην Ελλάδα. Βέβαια μπορεί ανάμεσα στους Σαμψούντιους να υπήρχαν και κάποιοι λίγοι από άλλες περιοχές του Πόντου, αλλά η επικρατούσα ομάδα και η νοοτροπία ήταν της Σαμψούντας.
Εκείνο όμως αγαπητή μου που διαπίστωσα, είναι πως και από τον Πόντο ακόμα, ακόμα και εκεί ήταν από διάφορα χωριά και είχαν διαφορές μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται στη διασπορά των Ποντίων με την παύση λειτουργίας των μεταλλείων της Αργυρούπολης, στις αρχές του 18ου αι. Οι περισσότεροι πήγαν στο Καρς, αλλά υπήρχαν και άλλοι που ήρθαν δυτικά, σ’ εμάς στην Σαμψούντα, στην Ορντού (Κοτύωρα) –που έχουμε πολλά κοινά–, και άλλοι πήγαν ακόμα πιο δυτικά, στη Νικομήδεια. Γιατί έγινε αυτό; Γιατί λόγω των καταστάσεων υπήρχαν συνεχείς μετεγκαταστάσεις του ελληνικού-χριστιανικού πληθυσμού.
Ο πατέρας μου, ο Σταύρος Σωματαρίδης, ήταν από ένα χωριό που οι κάτοικοί του είχαν έντονα τα χαρακτηριστικά της Ματσούκας, ήταν δηλαδή φιλόμουσοι και αγαπούσαν τις διασκεδάσεις, τους χορούς, τα όργανα. Άλλοι ήταν βραδυκίνητοι, αποστασιοποιημένοι, έπρεπε κάποιος να τους τραβάει για να γλεντήσουν.
Ο πατέρας μου έφτασε στο Άργος Ορεστικό και από εκεί τον πήρε ο αδελφός του για να πάνε να βρούνε άλλους Σαμψούντιους στη Δράμα και μετά στην Ξάνθη. Δεν ήταν άνθρωπος της γεωργίας, περισσότερο ήταν άνθρωπος της κτηνοτροφίας. Πάντα διακρινόταν για την αγάπη του στην παράδοση, και την πίστη του στα ήθη και τα έθιμά μας. Αυτό το διαπίστωνα καθημερινά, σε κάθε ευκαιρία. Π.χ. τα Χριστούγεννα αναλάμβανε να κάνει όλα τα έθιμα, έπρεπε να πάει να ευλογήσει τα ζώα και τους στάβλους με έναν ειδικό τελετουργικό τρόπο, ήταν ένα είδος μαθήματος-διδασκαλίας για εμάς τα παιδιά.
Όταν ερχόταν το Πάσχα έβρισκε πάντα τα πιο δυνατά αυγά, οργάνωνε ομάδες και πήγαινε σε διπλανά χωριά για αυγομαχίες. Ατό άλλ’ αγούρ’ ας σο χωρίον ’κί εποίναν ατο [αυτό άλλοι άνδρες από το χωριό δεν το έκαναν]. Επιπλέον έπαιρνε μέρος στους αθλητικούς αγώνες. Στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, παρόλο που ήταν μικρόσωμος, έβγαινε πολλές φορές νικητής «πεχλιβάνος» [παλαιστής]. Ήταν άνθρωπος έξω καρδιά, έπαιζε λύρα, τραγουδούσε, χόρευε καλά, και ήταν και πρακτικός… γιατρός. Χρησιμοποιούσε το ξυράφι για να κάνει κάποιες μικροεπεμβάσεις, και είχε μια τανάλια που έβγαζε όποιο δόντι συγχωριανού του πονούσε, βέβαια εκείνη την εποχή… πονάει δόντι – βγάζει δόντι.
Ακόμα θυμάμαι πως έπλεκε καλάθια και ψάρευε με αυτά ποταμίσια ψάρια στον Νέστο. Δεν στερούμασταν ποτέ ούτε από ψάρια αλλά ούτε από κρέας, καθότι ήταν και κυνηγός.
Έκαναν με την μάνα μας έξι αγόρια (εγώ είμαι ο τέταρτος) και μια κόρη, και όλοι μας προσπαθούσαμε να τον ακολουθήσουμε, να τον μιμηθούμε. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του πατέρα μας που ήρθε εκδιωκόμενος από τον Πόντο λόγω του ότι ήταν χριστιανός και Έλληνας, διασχίζοντας όλη την Ανατολία με τα πόδια. Είναι τα χαρακτηριστικά ενός γνήσιου Ποντίου!
Πότε και πώς μάθατε να χορεύετε τον ποντιακό Πυρρίχιο;
Ο πατέρας μου δεν ήξερε να τον χορεύει, αλλά ήξερε πολλές κινήσεις του χορού. Τον έβλεπα να τις κάνει παρόλο που δεν χόρευε ολοκληρωμένα το χορό, και από μικρή ηλικία ένιωθα πως κάτι με έλκυε σε αυτόν το χορό. Μικρό αγόρι έτυχε να δω χορευτές του διπλανού χωριού Κομνηνά, οι οποίοι κατάγονταν από την περιοχή της Τραπεζούντας και της Κερασούντας, που χόρευαν ωραία τη Σέρρα. Όχι βέβαια τόσο καλά σαν εκείνους της Πτολεμαΐδας και του Ανατολικού Πτολεμαΐδας, εκείνοι πετούσαν! Ούτε του Διπόταμου Καβάλας. Και εκείνοι ήταν Ματσουκάτ’, όπως οι προηγούμενοι.
Για μένα οι καλύτεροι χορευτές Σέρρα είναι από τη Ματσούκα, και μάλιστα από την Κάτω Ματσούκα, τη Γαλίαινα. Όμως και οι χορευτές των Κομνηνών ήταν καλοί.
Παρακολουθούσα σε κάθε ευκαιρία – σε γάμους, σε πανηγύρια, σε κάθε εκδήλωση που είχε χορό. Όταν είχαμε γάμο σε άλλο χωριό, παίρναμε ή δίναμε νύφη ή γαμπρό, εμένα το μυαλό μου ήταν στο χορό. Όχι μόνο στον Σέρρα, και σε άλλους χορούς. Π.χ. ο χορός Τρυγώνα έχει αυτές τις κινήσεις [και κουνάει τα χέρια], ο χορός Χεριανίτσα [Σερενίτσα] έχει αυτές τις κινήσεις [κουνάει πάλι τα χέρια].
Όταν δε γίνονταν θεατρικές παραστάσεις, εγώ έβρισκα ευκαιρία και έτρεχα στην πρώτη θέση για να βλέπω καλύτερα τον Σέρρα χορό, προσπαθούσα να εντυπώσω στη μνήμη μου τις κινήσεις και μετά έκανα προσπάθεια να τις αντιγράψω. Πράγματι με αυτόν τον τρόπο μετέφερα στο χωριό μου τον Σέρρα χορό και παρακαλούσα τον λυράρη να μου παίζει για να χορεύω με τους άλλους που τους μάθαινα το χορό, γιατί εμείς στο χωριό μου δεν χορεύαμε τον Σέρρα αλλά χορεύαμε το «Τρομαχτόν», το τρομαχτό το τίκ’ που λέμε.
Αυτά ήταν τα πρώτα μου βήματα. Όταν κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, γνώρισα ένα παιδί από τον Διπόταμο Καβάλας. Χρήστος Τσιλφίδης λεγόταν, ήταν φοιτητής κι αυτός της Θεολογίας. Μου είπε: «Νίκο, θα προσπαθήσω να σου μεταφέρω τις δικές μου εμπειρίες, έτσι όπως μας έμαθαν οι παλιοί να χορεύουμε τον Σέρρα χορό στο χωριό μου, αν τους έβλεπες θα τρελαινόσουν».
Το 1961, που έγιναν οι πρώτες ποντιακές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Καβάλα και στους Φιλίππους, εκεί τους είδα πρώτη φορά και έπαθα κατάπληξη. Τόσο ωραία χορεύανε, όχι καραγκιοζλίκια! Έτσι εμπλούτισα τις γνώσεις μου για τον Σέρρα χορό, και όλα αυτά που μου έδειξε ο Τσιλφίδης τα ενσωμάτωσα στον Σέρρα που χόρευα.
Από τους πρώτους που αγωνίστηκαν και πρωταγωνίστησαν για να γίνει η Ένωση Ποντίων Φοιτητών ήμουν κι εγώ! Εγώ ήμουν αυτός πίσω από τις χορευτικές και τις θεατρικές παραστάσεις.
Όταν έγιναν λοιπόν αυτές οι πρώτες ποντιακές εκδηλώσεις στην Καβάλα, αντιπροσώπευσα την Ένωση Ποντίων Φοιτητών και την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης γιατί και εκεί στο τμήμα της νεολαίας πρωταγωνίστησα και στην οργάνωση και στο χορευτικό.
Στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης είχα την ευτυχία να γνωρίσω κι άλλους καλούς χορευτές που προέρχονταν και από διαφορετικές περιοχές, όπως για παράδειγμα τον Νικόλαο Καλούση, ακαταμάχητο χορευτή που ζούσε στο Ωραιόκαστρο. Αυτός γεννήθηκε στα περίχωρα της Τραπεζούντας, συγκεκριμένα στα Αμπέλια, που χόρευαν αριστοτεχνικά τον Πυρρίχιο. Σέρρα χορός λέγεται άλλωστε γιατί, όπως μας λέει κι ο Παπαμιχαλόπουλος, χορευόταν άριστα από τους χορευτές των Πλατάνων και των άλλων χωριών δίπλα στον ποταμό Σέρα. Τον είδε μάλιστα με τα μάτια του όταν έκανε περιοδείες σε όλες τις κοιτίδες του ελληνισμού ως υπουργός πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, και εντυπωσιάστηκε. Και οι δικοί μας αυτό παραδέχονταν, ότι ο Σέρρα ονομάστηκε έτσι γιατί τα χωριά που ήταν δίπλα στον Σέρα ποταμό τον χόρευαν απροσμάχητα.
Αυτό αγαπητή μου το διαπίστωσα όχι μόνο στους Πόντιους αλλά ας πούμε και σε άλλους: να ονομάζουν έναν χορό από τον τόπο όπου αναδείχθηκε, είτε αυτό ήταν όνομα περιοχής είτε –πιο περιορισμένα– όνομα χωριού. Κι άλλοι χοροί δικοί μας ονομάστηκαν με αυτό το σκεπτικό. Ας πούμε ο χορός Γέμουρα, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά σε αργό ρυθμό ο χορός Χεριανίτσα [Σερενίτσα], αλλά επειδή στο χωριό Γέμουρα κοντά στην Τραπεζούντα τον χόρευαν έτσι αργά, τον ονόμασαν Γέμουρα.
Εκεί στην Καβάλα λοιπόν, για να κλείσουμε και την παρένθεση, είχαμε πάρει το πρώτο βραβείο χορού, βέβαια μας συνόδευε και ο άπιαστος, ο ακαταμάχητος λυράρης ο Γώγος ο Πετρίδης, και ήταν επάξια η βράβευσή μας.
Ο Γώγος Πετρίδης ήταν μεγάλη μουσική διάνοια. Από μωρό μεγάλωσε με το άκουσμα της λύρας του πατέρα του Σταύρη και τη μελωδική φωνή της Κρωμνέτσας [από την Κρώμνη] μάνας του Κίτσας, μετά εταράεν [ανακατεύτηκε] ανάμεσα στους Καρσλήδες της Καλαμαριάς, από παντού «τύπωνε» και έγινε αυτός ο σπουδαίος που έγινε. Ήταν ρεμπέτης, μπουζούκι του Τσιτσάνη, από εκεί εισήγαγε τις «πενιές» στη λύρα, κι έβαλε εισαγωγές στους ποντιακούς σκοπούς.
Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή μου που φιλοξενούσα τον μαθητή του Παναγιώτη Ασλανίδη, τον ρώτησα γιατί ο Γώγος ασχολήθηκε τόσο πολύ με τα Καρσλήδικα. Τα Καρσλήδικα τραγούδια χαρακτηρίζονται από το στίχο τους που είναι πονεμένος, άλλωστε οι Καρσλήδες φημίζονται για την ποιητικότητά τους. Απάντησε λοιπόν ο Γώγος στον Ασλανίδη με την βαριά φωνή του: «Φτωχά ήταν βρε παιδί μου, φτωχά. Χρειαζόταν να τα στολίσω» να συνοδεύσει δηλαδή τους ωραίους στίχους που είχαν με μια εξίσου ωραία μελωδία, όχι αυτήν την απλή που είχαν [οι περισσότεροι καρσλήδικοι σκοποί παίζονται με μονοχορδία, όπως παίζει η κρητική λύρα, ενώ τα υπόλοιπα ποντιακά παίζονται πάντα με διχορδία, με την συνοδεία δηλαδή ίσου]. Μακάρι να γεννιόταν και δεύτερος Γώγος!
Τα ίδια παιδιά που εγώ είχα εκπαιδεύσει με πρωταγωνιστή τον Νίκο Παλασίδη πήραν μέρος μετά από χρόνια, το 1965, στις ίδιες εκδηλώσεις, και αναδείχθηκαν και αυτοί πρώτοι. Το 1969, όταν πρωταγωνιστούσαμε με τον Μιχάλη Καραβέλα πάλι στις ίδιες εκδηλώσεις, αποσπάσαμε το πρώτο βραβείο χορού, το πρώτο βραβείο τραγουδιού, το πρώτο βραβείο λύρας – που ήμουν εγώ ο βραβευμένος, το δεύτερο ήταν ο Παναγιώτης Ασλανίδης. Η ζωή μου και ολόκληρη η ύπαρξή μου, χωρίς αυτά που σου περιέγραψα, δεν υπάρχουν.
Πείτε μας για το περιστατικό στην Λέσχη Αξιωματικών στην Κρήτη, την περίοδο που υπηρετούσατε ως έφεδρος αξιωματικός.
Θα σου πω πρώτα για το Κέντρο Κορίνθου όπου ήμασταν νεοσύλλεκτοι. Ανάμεσα στους 2.500 νεοσύλλεκτους, ήμασταν γύρω στους 150 Πόντιοι. Εκεί βρήκα και τον φίλο μου τον Χρήστο Χαραλαμπίδη τον Οφλή, από τη Νέα Τραπεζούντα της Κατερίνης. Τους βάζαμε λοιπόν όλους στον κύκλο, και αφού δεν είχα τη λύρα μου μαζί, τραγουδούσα το σκοπό του Σέρρα μιμούμενος τον ήχο της λύρας και χορεύαμε. Εκεί είχαμε διοικητή τον συνταγματάρχη Ηλία Γερακίνη που χειροκροτούσε ενθουσιασμένος όταν μας έβλεπε να χορεύουμε. Μετά που μου έστειλαν οι δικοί μου τη λύρα, έγινε ακόμα καλύτερο. Θέλω να πω, πως από όπου κι αν πέρασα δεν σταμάτησα ποτέ αυτήν την αποστολή μου και πιστεύω πως κάτι με προόριζε γι αυτό.
Χόρευα τον Σέρρα χορό και μάθαινα μέσα από το χορό μου στους άλλους την ιστορία μας, και αυτοί την σέβονταν και την τιμούσαν.
Πήγα στρατό το ’63, μετά που τελείωσα το πανεπιστήμιο και ήμουν ώριμο παλικάρι πια. Ήδη κάναμε με τον Μιχάλη [εννοεί τον Καραβέλα] εκπομπές με το «Ράδιο της Ευξείνου Λέσχης» στη Θεσσαλονίκη, που φιλοξενούνταν στο «Ράδιο Ενόπλων Δυνάμεων». Εκεί καταγράψαμε και αναλύσαμε όλους τους ποντιακούς χορούς, μάλιστα σε μερικές εκπομπές συμμετείχε και ο Πατριάρχης της λύρας, ο Γώγος ο Πετρίδης, που έπαιζε το σκοπό και μετά εμείς μιλούσαμε για το χορό. Αυτές οι εκπομπές έγιναν όπως λέτε και εσείς οι νέοι viral, είχαν πολύ μεγάλη ακροαματικότητα, τις άκουγε όλη η Θεσσαλονίκη, όλη η βόρεια Ελλάδα, όμως… δεν διασώθηκαν, δυστυχώς. Δεν ήταν τίποτα για τη Λέσχη να αγοράσει κι άλλη μπομπίνα εγγραφής, αλλά εμείς αναγκαζόμασταν να γράφουμε και να σβήνουμε για να ξαναγράψουμε στην ίδια… Κρίμα. Τέτοια δουλειά και να μην κρατηθεί αρχείο! Μετά το στρατό έκανα εκπομπές στο «Ράδιο Ακρίτες» αλλά και στο «Λελέβω σε» με επίκεντρο τη διδασκαλία της γλώσσας, την ιστορία και θέματα πολιτισμού (χορό, μουσική, θέατρο, λαογραφία).
Να σου πω τώρα και την ιστορία που σου αρέσει: Όταν ήμουν έφεδρος αξιωματικός στο Ηράκλειο Κρήτης, ο διοικητής ζήτησε τη συνδρομή όποιου είχε κάτι να προσφέρει για την ψυχαγωγία του στρατεύματος, για να κάνουμε ένα τρόπον τινά πολιτιστικό πρόγραμμα. Ήρθε ο καιρός να προσφέρω κι εγώ ενώπιον 600 περίπου συστρατιωτών μου και αξιωματικών στην αίθουσα ΚΨΜ του στρατοπέδου μαζί με έναν Ορφανίδη που γνώρισα από τη Βέροια, ο οποίος έπαιζε λύρα, και με τον Γιώργο Αλεξανδρίδη που ήμασταν μαζί από τη Θεσσαλονίκη που χορεύαμε. Παρουσιάσαμε τον Σέρρα χορό [φωτ. δεξιά], κι επειδή δεν είχαμε ζίπκες μαζί μας, πήραμε από τους Κρητικούς τη φορεσιά τους, που είναι πολύ ωραία σαν τη δική μας, και ταιριάζει και στον Πυρρίχιο.
Χορέψαμε Σέρρα με την κρητική ενδυμασία!
Θυμάμαι μετά που τελειώσαμε, ο ταξίαρχος Γρηγόριος Παναγιωτάκος, Μανιάτης στην καταγωγή, σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα που καθόταν και τινάχτηκαν όλοι επάνω τρομαγμένοι, αξιωματικοί και φαντάροι, νομίζοντας ότι κάτι τον ενόχλησε… είχε τη φήμη του πολύ αυστηρού στρατιωτικού. Αυτός κατευθύνθηκε αμίλητος προς τη σκηνή, εγώ έκανα να κατεβώ από την πλαϊνή σκάλα από σέβας (γιατί ο στρατός έχει πειθαρχία, δεν γίνεται να στέκεσαι πιο ψηλά από τον διοικητή σου), αλλά μου έγνεψε να κάτσω πάνω στη σκηνή, μου έδωσε το χέρι του και είπε: «Πάντα άκουγα για τους Πόντιους, για τη λεβεντιά τους και τον πολιτισμό τους. Σήμερα είχα την ευκαιρία να το εξακριβώσω ιδίοις όμμασι. Συγχαρητήρια». Αυτό εγώ το εξέλαβα ως μεγάλη τιμή και μέγιστο γεγονός, όχι καταξίωση στο πρόσωπό μου αλλά στον Σέρρα χορό.
Διαβάστε ΕΔΩ το Β’ Μέρος της συνέντευξης.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου