Η νοοτροπία, οι δομές και, γενικότερα, ο όλος τρόπος λειτουργίας του παγκόσμιου ερευνητικού ιστού, τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζει συμπτώματα αρρώστιας που γίνονται όλο και πιο σοβαρά.
Η επιστημονική έρευνα στον κατήφορο που πήρε είχε, όχι απλώς ως συνοδοιπόρους αλλά ως οδηγούς, την πολιτική και τη διανόηση.
Έτσι, θα ήταν αφελές να νομίζει κανείς ότι στην παρούσα συγκυρία η πολιτική και η διανόηση μπορούν να τη θεραπεύσουν. Αντίθετα, αυτές είναι που την οδηγούν στον εκμαυλισμό και στη φθορά. Ο μόνος που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα είναι, τελικά, ο κόσμος, οι πολίτες. Ο λαός, συνήθως, ακόμα κι όταν δεν αντιλαμβάνεται τις τεχνικές λεπτομέρειες και τις εξειδικευμένες παραμέτρους των επιστημονικών ζητημάτων, διαθέτει κάποιου είδους αισθητήριο, για να ψυχανεμίζεται ότι κάτι πάει στραβά.
Ακόμα κι αυτό, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει στην εποχή μας –τουλάχιστον στο βαθμό που απαιτείται. Βλέπετε, απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν να υπήρχε μια κρίσιμη μάζα πολιτών που να διαθέτει κάποια στοιχειώδη ποιότητα ερευνητικού και κριτικού τρόπου σκέψης που καλλιεργείται με την παιδεία. Δεν μιλάω για εξεζητημένα πράγματα. Μιλάω για το επίπεδο του δημοτικού και του γυμνασίου, αν τοποθετήσουμε το ζήτημα στο σχολείο. Μιλάω για τη στοιχειώδη πρόσβαση του λαού σε μια ποιοτική και ψυχωφελή εκλαϊκευμένη επιστημολογική διαπαιδαγώγηση μέσα από την παράδοση, τον πολιτισμό και τη φύση.
Και κάπως έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στην κατάσταση όπου ο κόσμος –συμπεριλαμβανομένων και σπουδαγμένων επιστημόνων– εν πολλοίς δεν διαθέτει τα στοιχειώδη, ώστε να αντιληφθεί τους κινδύνους κάποιων κρίσιμων επιδράσεων της επιστημονικής έρευνας. Αυτές, μέσω πολιτικών αποφάσεων, γίνονται τελικά ζητήματα ζωής και θανάτου για την ανθρωπότητα, καθώς απειλούν την υγεία και την ίδια τη ζωή. Από την αρχή της αρθρογραφίας μου, αλλά και στη συνέχεια, από τη φιλόξενη αυτή στήλη, μέσα σε διάφορα κείμενά μου, υπάρχουν εκλαϊκευμένες πληροφορίες για το τι είναι, στην ουσία της, η επιστημονική έρευνα. Την αντίληψη αυτών των απλών, βασικών πραγμάτων τη θεωρούσα ως αυτονόητο και εύκολα επιτεύξιμο στόχο της σχολικής εκπαίδευσης. Έκανα λάθος.
Καθαρίστε το μυαλό σας από τη θολούρα που επιτηδευμένα σας προκαλούν, με την εστίαση στην τεχνολογία και τις μεθόδους της επιστημονικής έρευνας.
Είναι αδύνατο, ατελέσφορο και αχρείαστο να ασχοληθεί ο μη ειδικός με αυτά. Αυτά, όσο εξελιγμένα, εντυπωσιακά και χρήσιμα, είναι απλώς τα εργαλεία της ερευνητικής διαδικασίας. Αντίθετα, είναι ζωτικό να επικεντρωθούμε στις βασικές νοητικές αρχές. Επιστημονικό ερώτημα-υπόθεση, πείραμα-δοκιμή, καταγραφή αποτελεσμάτων, εξαγωγή συμπεράσματος.
Αναγνωρίζοντας την κρισιμότατη αναγκαιότητα της εποχής, θα προσπαθήσω και πάλι να εξηγήσω το άλφα στο αλφαβητάρι της έρευνας με πολύ απλό τρόπο.
Η έρευνα πάνω σε πράγματα τα οποία δεν γνωρίζει ο άνθρωπος και θέλει να τα μάθει, είναι μια απλή λογική επεξεργασία. Είναι, ουσιαστικά, μια εμπειρική μέθοδος δοκιμής και αποτελέσματος. Η βασική της αρχή δεν είναι εξεζητημένη. Είναι μάλλον απλούστατη και εφαρμόζεται αυθόρμητα από την πρώτη περπατησιά του ανθρώπου πάνω στη γη.
Έρευνα, ας πούμε, έκανε μια ομάδα πρωτόγονων ανθρώπων που ζούσε στο δάσος, σχετικά με το αν μια ρίζα τρωγόταν ή όχι. Αν τη μάζευαν και την έτρωγε ένας και τον έπιανε κόψιμο, τότε υπήρχε η ένδειξη κι η καταγραφή ενός συμβάντος, μια παρατήρηση. Αναρωτώμενοι «βρε μπας κι ήταν τυχαίο;», καμιά δεκαριά τολμηροί δοκίμαζαν κι αυτοί. Απ’ αυτούς ο ένας πέθαινε, οι τρεις πάθαιναν κόψιμο, οι πέντε είχαν κοιλόπονο σε διάφορες διαβαθμίσεις κι ένας δεν καταλάβαινε τίποτα –το ζώον! Γύρω από τη φωτιά, οι πρόγονοί μας κοιτάζονταν αναμεταξύ τους και με βάση τα δεδομένα που είχαν στα χέρια τους, κατέληγαν: «σχετικά μ’ αυτήν την ρίζα (ας είναι τρυφερή και νόστιμη)… βρώμα η δουλειά».
Τρεις που έλειπαν για κυνήγι εκείνες τις μέρες των δοκιμών, γυρίζοντας στον καταυλισμό μετά από κανέναν μήνα, έφαγαν από τη ρίζα (πριν προλάβει να τους ενημερώσει κανείς). Ο ένας τα κακάρωσε, ο άλλος διάρροια –άστα να πάνε– κι άλλος δεν έπαθε τίποτα. Τότε πια το συμπέρασμα βγήκε για τα καλά: «δεν τρώμε από αυτήν τη ρίζα». Η συνάντηση στο δάσος μιας γυναίκας της ομάδας με μια άλλη άγνωστη γυναίκα που έμενε σε άλλον καταυλισμό χιλιόμετρα μακριά και η ανταλλαγή εμπειριών («όχι… όχι… αυτή η ρίζα δεν τρώγεται»), οδήγησε στο τελικό επιστημονικό συμπέρασμα. Το βράδυ γύρω από τη φωτιά, έγινε η σχετική ανακοίνωση.
Επομένως, οι πρωτόγονοι φίλοι μας πειραματίστηκαν, κατέγραψαν τα αποτελέσματα επαναλαμβανόμενων δοκιμών σε διαφορετικό χρόνο, διασταύρωσαν το εύρημά τους με τα αποτελέσματα άλλων, δημοσίευσαν το συμπέρασμά τους και το παρέδωσαν ως συλλογική εμπειρία και γνώση στην επόμενη γενιά: «αυτή η ρίζα δεν τρώγεται». Κλειδί στην όλη διαδικασία το ότι άνοιξαν καλά-καλά τα μάτια τους και κατέγραψαν το πόσοι έπαθαν και τι, αφού κατανάλωσαν τη ρίζα.
Τι θα λέγατε, όμως, αν δεν νοιάζονταν καθόλου για παρατηρήσεις και καταγραφές; Τι θα λέγατε αν έβλεπαν τις επιπτώσεις, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο συνέχιζαν να μην τις καταγράφουν, να τις αγνοούν; Αν έλεγαν αυθαίρετα κι εθελοτυφλώντας: «δεν φταίει η ρίζα»; Θα ήταν άφρονες, ανόητοι· σωστά;
Κοιτάξτε τώρα στον καθρέφτη. Κοιτάξτε με θάρρος! Ας αναρωτηθούμε: ποιοι, πώς και γιατί μας κατάντησαν σε διανοητικό επίπεδο χειρότερα κι από τους πρωτόγονους;