Πάνω από ένας αιώνας έχει περάσει από το μαύρο 1922, τη χρονιά που σήμανε το τέλος της ισχυρής ελληνικής παρουσίας στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι πρόσφυγες, και αργότερα οι ανταλλαγέντες, ανάμεσα στα όσα μετέφεραν στις νέα πατρίδα ήταν ιερά κειμήλια.
Έτσι έκαναν και οι Αρτακηνοί, που κατάφεραν και διέσωσαν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που χρονολογείται στον 1ο αιώνα.
Σήμερα φυλάσσεται στο αριστερό κλίτος του πατριαρχικού ναού στο Φανάρι. Πιστεύεται ότι είναι έργο του Απόστολου Λουκά· παριστάνει τη Θεοτόκο ως Οδηγήτρια να κρατάει στην αγκαλιά της τον Χριστό.
Η εικόνα προέρχεται από τη Μονή της Φανερωμένης Κυζίκου, η οποία πανηγύριζε στις 23 Αυγούστου, στα Εννιάμερα της Παναγίας. Το 2021 το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε εξασφαλίσει την 7η άδεια από τις τουρκικές Αρχές για την τέλεση Θείας Λειτουργίας στο ερειπωμένο πλέον μοναστήρι μεταξύ Αρτάκης και Περάμου.
Το 2015 ήταν η πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή που τελέστηκε Θεία Λειτουργία, χωρίς την παρουσία πιστών. Εκείνη ήταν μια χρονιά ορόσημο, καθώς, όπως είχε πει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, το γεγονός κινητοποίησε τους απογόνους των Αρτακηνών, «και άναψε τη μεγάλη φλόγα του πόθου και της λαχτάρας για ένα ξαναζωντάνεμα της μονής, που ήτο το ιερό παλλάδιον της κυζικηνής θρησκευτικότητας».
Στην Τουρκία η μονή είναι γνωστή ως Kirazlı Manastırı. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε επί του αυτοκράτορα Ζήνωνα. Βρίσκεται σε μια υπέροχη τοποθεσία, μέσα σε κοιλάδα με πλατάνια στην υψηλότερη κορυφή του Δινδύμου Όρους στο κέντρο περίπου της χερσονήσου της Κυζίκου.
Εικάζεται ότι στο ίδιο σημείο που υπήρχε ναός της Ρέας ή της Κυβέλης που είχαν ιδρύσει οι Αργοναύτες τον 7ο αιώνα π.Χ.
Η Μονή Φανερωμένης ήταν ανδρική λειτουργούσε χωρίς διακοπή από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι και το 1922 – μάλιστα με φιρμάνι που εκδόθηκε μετά την Άλωση, είχε δοθεί απαλλαγή από τη φορολογία.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το μοναστικό συγκρότημα αποτελούνταν από το καθολικό και μερικά ξύλινα δωμάτια. Η μεγάλη ακμή ξεκίνησε το 1895 και κράτησε σχεδόν τρεις σχεδόν δεκαετίες. Χτίστηκαν 99 κελιά σε δύο ορόφους περιμετρικά της λαμπρής λιθόκτιστης εκκλησίας η οποία ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Η πανήγυρη συγκέντρωνε προσκυνητές από την περιοχή της Κυζίκου, αλλά και από την Κωνσταντινούπολη, τα χωριά της Προποντίδας, του Ελλήσποντου και της Μυσίας.
Μετά την ανακαίνισή της η μονή είχε σημαντικά έσοδα τόσο από την πανήγυρη, όσο και από την αξιοποίηση και καλλιέργεια των κτημάτων της που απέφερε περίπου 1.000 χρυσές λίρες το χρόνο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει αντιδικία για την κυριότητα ανάμεσα στους κατοίκους της Περάμου και αυτούς της Αρτάκης.
Το 1899 η δημογεροντία της Περάμου ζήτησε από το Πατριαρχείο να έχει τον έλεγχο των μοναστηριακών εσόδων προκειμένου να χρηματοδοτεί τη λειτουργία των σχολείων της πόλης. Όμως, οι Αρτακηνοί με το επικεφαλής τον μητροπολίτη Κυζίκου Νικόδημο ήταν αντίθετοι.
Στη διαμάχη έβαλε τέλος το 1903 ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής, καθιστώντας τη Μονή σταυροπηγιακή και αποφασίζοντας να διαμοιράζει τα έσοδά της κατά 60% στην Πέραμο και 40% στην Αρτάκη και τα γύρω χωριά.