Μέσα στην Παναγία τους –που είχε εγκαινιαστεί το 1833 αφότου είχαν καταφέρει να λάβουν άδεια από τον σουλτάνο, υπό την προϋπόθεση να μην ξεπερνά σε ύψος το τζαμί–, γράφτηκε ο τραγικός επίλογος της παρουσίας των Αλατσατιανών στη μικρασιατική γη. Τον μαύρο Σεπτέμβρη του 1922 για δέκα ημέρες τα γυναικόπαιδα βρήκαν καταφύγιο στο ναό, προτού πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς. Στο δε πηγάδι του λέγεται ότι έπνιξαν τα νιάτα τους πολλές όμορφες, για να μην πέσουν στα χέρια των τσετών.
Η Παναγία Αλατσατιανή, αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, είναι ένα από τα χριστιανικά μνημεία που έμειναν όρθια κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με την προσθήκη μιναρέ το 1923 έγινε το τζαμί Παζάρ Γερί.
Στις 28 Μαΐου 2011, μετά από 89 χρόνια, τελέστηκε και πάλι ακολουθία, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στον αναστηλωμένο πλέον ναό που χαρακτηρίστηκε μνημείο.
Μεταξύ άλλων αναπαλαιώθηκε το εξαίρετο μαρμάρινο τέμπλο, ένα από τα ομορφότερα σε όλη τη Μικρά Ασία, σε ρυθμό νεοκλασικό. Φιλοτεχνήθηκε σε τηνιακό μάρμαρο το 1873-74 από τον Ιωάννη Χαλαπά, πατέρα του περίφημου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, και στοίχισε 750 χρυσές λίρες. Οι Χαλεπάδες με το συνεργείο τους είχαν δουλέψει σε πολλές εκκλησίες τις Ερυθραίας και της Ιωνίας, μα αυτό είναι το μόνο άρτια σωζόμενο έργο τους.
Εκκλησιαστικό, κοινοτικό και εθνικό κέντρο
Ο ναός που αφιερώθηκε στην Παναγία ήταν ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους των Αλατσάτων.
Πρόκειται για μια πολύ χαρακτηριστική εκκλησία της ύστερης Τουρκοκρατίας, κατασκευασμένη από τον Σμυρνιοτηνιακό μάστορα Στράτο Καλονάρη, ο οποίος εργάστηκε μαζί με τον γιο του Μανόλη στις Κυκλάδες και στην περιοχή της Σμύρνης, χτίζοντας πολλούς ναούς (Παναγία της Τήνου, Βαγγελίστρα του Τσεσμέ, Παναγιά της Κάτω Παναγιάς, Παναγιά Βουρλιώτισσα, κ.ά.).
Το σχέδιο είναι τρίκλιτη βασιλική μεγάλων διαστάσεων, με υπερυψωμένο το κεντρικό τμήμα της στέγης και πολλά παράθυρα.
Ο ιστορικός-ερευνητής Θοδωρής Κοντάρας έχει μεταφέρει μαρτυρίες από Αλατσατιανές της Νέας Ερυθραίας: Τις κολόνες του ναού, είχε πει η Ευανθία Τζανή, τις ηύρανε στον πάτο της θάλασσας, πολύ μακριά από τα Αλάτσατα, κοντά στα Ντεμερτζιλιά, και τις έβγαλαν νησιώτες βουτηχτάδες. Ήταν πανάλαφρες σαν μπαμπάκι, γιατί βοηθούσε η Παναγιά στην ανέλκυση και τη μεταφορά τους. Επίσης άλλα μάρμαρα έφεραν από τις αρχαιότητες του Λυθριού και τα μουλάρια, λέει, πήγαιναν μοναχά τους στον τόπο για το φόρτωμα, χωρίς ν’ αγκομαχούνε με το βαρύτατο φορτίο τους.
Ο ναός κατέστη το εκκλησιαστικό, κοινοτικό και εθνικό κέντρο της ερυθραιώτικης πόλης. Το πανηγύρι της Μεσοσπορίτισσας (21 Νοεμβρίου) συγκέντρωνε χιλιάδες προσκυνητές από ολόκληρη την Ερυθραία, τη Χίο και από τα χωριά της Σμύρνης ακόμη.
Ο καπετάνιος που άλλαξε τις διαστάσεις
Από την κτιτορική επιγραφή, που αποκαλύφθηκε ακέραιη στη θέση της κατά τις εργασίες αναστήλωσης, μαθαίνουμε ότι η Παναγία Αλατσατιανή χτίστηκε υπό την επιτροπεία των χατζη-Τζανή Ντιλμπόη, χατζη-Δημήτρη Σπανούδη και χατζη-Δημήτρη Μιχαήλου.
Το σουλτανικό φιρμάνι της ανέγερσης εξασφάλισε ο Τσεσμελής καπτάν-Νικολής Λιας (ή Ηλιάδης ή Τουρκολιάς), που είχε καλές σχέσεις με υψηλόβαθμους Τούρκους αξιωματούχους. Το υπέρογκο για την εποχή κόστος κάλυψε ο λαός των Αλατσάτων, ο οποίος έβαλε και προσωπική εργασία, ενώ ο επίσκοπος Κρήνης Μακάριος έδωσε μονάχα… τις ευχές του.
Ο γεννημένος στα Αλάτσατα το 1901 Γεώργιος Γαλατιανός είχε αφηγηθεί*:
«Τα χρόνια εκείνα ο τουρκικός νόμος δεν επέτρεπε εκκλησιά, μόνο εκεί που είναι σήμερα η Παναγιά ήτανε ένα κτίσμα πρόχειρα φτιαγμένο, κάτι σαν παράγκα, με ένα εικόνισμα μέσα. Εκεί μέσα σε αυτό το παράπηγμα επέτρεπε ο Μεμής Αγάς να διαβάζουνε χριστιανικά όποιον είχε πεθάνει ή και να βαφτίσουν όποιον ήθελε γεννηθεί στα μέρη μας. Κάναμε βέβαια και γάμους, σχεδόν όχι νόμιμα γιατί μέχρι τότε ο Σουλτάνος δεν έδινε την άδεια να λειτουργούν εκκλησιές.
»Οι χριστιανοί όμως με τα χρόνια, τη δουλειά τους και τους κόπους τους παίρνανε συνέχεια περιουσίες και προχώρησαν πέρα πολύ μακριά από τον πρώτο συνοικισμό. Κάποτε μάλιστα δόθηκε η άδεια να κάμουνε και εκκλησιές. Ο Σουλτάνος έδωκε τη διαταγή αλλά έπρεπε να πάμε στην Κωνσταντινούπολη να πάρουμε το φιρμάνι και τα μέτρα για την εκκλησιά μας. Η χριστιανική εκκλησιά δεν έπρεπε να είναι πιο ψηλή από το τζαμί τους συνοικισμού μας. Βρέθηκε λοιπόν ένα καλός χριστιανός, καπετάνιος, ο καπετάν Λιας με το όνομα, και με το καΐκι του πήγε την Πόλη και πήρε την άδεια για τη εκκλησιά του Αλατσάτου, αλλά μαζί με αυτήν και του Τσεσμέ, του Αγίου Χαραλάμπου. Με δικά του έξοδα πήγε, με δικά του πάλι γύρισε.
»Τότες βέβαια δεν είχε μέτρα παρά του δώσανε τρία κομμάτια σκοινί για τη δική μας εκκλησιά και άλλα τρία για την εκκλησιά του Τσεσμέ. Το μάκρος, το φάρδος και το ύψος. Το κάθε σκοινί και τα χαρτιά, τις άδειες δηλαδή, όλα σφραγισμένα με βούλα, ένα πουλί ανάγλυφο πάνω στο βουλοκέρι. Στο δρόμο που γύριζε ο καπετάνιος κατάλαβε πως τα μέτρα ήτανε κοντά γι’ αυτό και θέλησε να τα μακρύνει. Άνοιξε με τέχνη τη βούλα, έκοψε το σκοινί στη μέση για να μην πειράξει τις άκρες και σαν καλός ναυτικός που ήτανε μάτισε από ένα κομμάτι σκοινί σε κάθε μέτρημα που του είχανε δοσμένο. Κατάφερε έτσι να βάλει δυο και τρία μέτρα στο καθένα.
»Η εκκλησιά μας γίνηκε μεγάλη, όσο την έκανε ο καπετάνιος με το μάτισμα και όχι όσο την είχανε υπολογίσει από την Πόλη.
»Σαν έφερε ο καπετάν Λιάς ή Τουρκολιάς το παρανόμι του, τα μέτρα και την άδεια στα Αλάτσατα μηνύσανε στη Σμύρνη και ήρθε μηχανικός, αρχιτέκτονας, και ανάλαβε τα σχέδια της εκκλησιάς. Κατόπιν καλέσανε και ένα εργολάβο. Ήρθε ο εργολάβος στα Αλάτσατα και λέει: Θέλω ένα κάρτο λίρες για αυτή τη δουλειά. Κάρτο τότες ήτανε όλα τα πράγματα, η σταφίδα, τα γεννήματα, τα κριθάρια, τα σιτάρια, τα αμύγδαλα και το γλυκάνισο. Ήτανε ένας κουβάς στρογγυλός, ο ίδιος σε όλη την επικράτεια στο μέγεθος. “Ένα κάρτο χρυσές λίρες, ένα κάρτο θα σου δόκουμε”, είπαμε όλοι εμείς. Όλα τα υλικά δικά του μέχρι να μας παραδώσει την εκκλησιά τελειωμένη.
»Έρχεται λοιπόν η Κυριακή και βάνουνε ένα τελάλη να φωνάζει για την εκκλησιά που θα γινότανε και να μαζευτούμε και να δόκουμε όλοι, να κάμουμε έρανο και να συγκεντρώσουμε το ποσό που ήθελε ο εργολάβος για να μας κάμει την εκκλησιά μας, ένα κάρτο χρυσές λίρες εκείνης της εποχής. Φέρανε και παπά και έκαμε αγιασμό και κατόπιν στρώσανε ένα άσπρο σεντόνι και πήγαινε όλοι από τη μια μεριά και από εκεί περνούσανε ένας-ένας και έριχνε στο σεντόνι όσα ήθελε. Ένας ενθουσιασμός άλλο πράγμα. Ενθουσιάστηκε όλο το χωριό να κάμουνε την εκκλησιά τους στη Μικρά Ασία. Νά λίρες ο ένας, νά λίρες ο άλλος. Ο εργολάβος τρελάθηκε! Γέμισε το κάρτο και περισσέψανε να κάμουνε και τη διακόσμηση μέσα στην εκκλησία μας.
»Τη μέρα που ήθελε να αρχίσει ο εργολάβος τα θεμέλια μαζεύτηκε όλο το χωριό να σκάψει για να κατεβάσουνε το χώμα. Η εκκλησία έγινε χαμηλά γιατί δεν έπρεπε να ξεπεράσει στο ύψος το τζαμί. Είχε έξι-εφτά σκαλιά για να τα κατέβεις και να μπεις μέσα και ένα γύρω είχε αυλότοιχο δυόμισι με τρία μέτρα ψηλός. Είχε και δυο αυλόπορτες μια από τα βόρεια και μια από το νοτιά. Γύρω-γύρω στον τοίχο ήτανε κυπαρίσσια θεόρατα και στην αυλή της ήταν πέτρες της θάλασσας, βολάκια, που κάνανε πολλά σχέδια σε μεγάλα κομμάτια του περίβολου. Από την κεντρική πόρτα κατέβαινες τα σκαλιά και έμπαινες μέσα στη εκκλησία. Μπροστά ήτανε ο Νάρθηκας με κολόνες και τόξα.
»Στα θεμέλια λοιπόν κατέβηκε όλο το χωριό με τα γαϊδούρια, με τσάπες και φτυάρια και πιάσανε το σκάψιμο. Σε ένα-δυο μέρες κατεβάσανε το χώμα και ισοπεδώσανε. Ο εργολάβος θαύμαξε, γιατί ποτέ δεν περίμενε αυτή την εργασία από εμάς. Σε τρία χρόνια περίπου εγκαινιάστηκε η εκκλησία· ήταν τότες το 1833».