Παρότι τα… γρανάζια της πιο σκληρής φάσης της Γενοκτονίας των Ποντίων να είχαν ήδη τεθεί σε κίνηση από τη 19η Μαΐου 1919 και την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, στον ελληνικό πληθυσμό παρέμενε ακέραιη η ελπίδα ότι είχε φτάσει η ώρα για την ένωση με τη μητέρα πατρίδα.
Σε ένα τηλεγράφημα που υπάρχει στο αρχείο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», και έχει ημερομηνία 18 Αυγούστου 1919, ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Ευθύμιος Κανελλόπουλος ενημέρωνε την Αθήνα ότι είχε λάβει εμπιστευτικό τηλεγράφημα από την Τιφλίδα, από τον συνταγματάρχη Ιωάννη Σταυριδάκη.
Το περιεχόμενο είναι μια επιστολή με υπογράφοντα τον Ιωαννίδη, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Ποντίων. Μέσω αυτής γινόταν γνωστό στην κυβέρνηση Βενιζέλου ότι εξελέγη εκτελεστικό συμβούλιο μετά από διαδικασία στην οποία συμμετείχαν αποστολές Ελλήνων που είτε είχαν καταφύγει στη Ρωσία, είτε είχαν παραμείνει «υπό τουρκικόν ζυγόν».
Το όργανο αυτό, σύμφωνα με τον Ιωαννίδη, «εψήφισε ήδη ευχήν ενώσεως Ποντίας χώρας μετά μητρός Ελλάδος επαφιεμένη εις υπέροχον προσπάθειαν υμών εν συνεργασία μετά αντιπροσώπων Ποντίων εν Παρισίοις προς καθορισμόν και επίτευξιν καλλιτέρας δυνατής λύσεως».
Επίσης, μέσω της επιστολής ζητείται η αποστολή χρηματικής βοήθειας τόσο για τη διάσωση και την εν καιρώ παλιννόστηση των Ποντίων, όσο και για την «οργάνωσιν αμύνης και σωτηρίας αυτών από αμεσωτάτου κινδύνου εξολοθρεύσεως».