Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς διαβεβαίωσε εκ νέου σήμερα τους πολίτες ότι η κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να στηρίζει όλους όσοι έχουν ανάγκη ενόψει των νέων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας που ανακοινώθηκαν σήμερα, με την «εισφορά φυσικού αερίου» στα 2,419 σεντς/κιλοβατώρα.
«Οι τιμές θα αυξηθούν. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Οι τιμές της ενέργειας εξακολουθούν να αυξάνονται. Αλλά με 30 δισεκατομμύρια ευρώ ανακουφίζουμε ήδη τους πολίτες. Και ετοιμάζουμε και νέο πακέτο ελάφρυνσης. Δεν θα αφήσουμε κανέναν μόνο του στο υψηλότερο κόστος», δήλωσε ο κ. Σολτς με ανάρτησή του στο Twitter.
Es wird teurer – da gibt es kein drum herumreden. Die Energiepreise steigen weiter. Aber: Mit 30 Milliarden Euro entlasten wir die Bürgerinnen und Bürger bereits. Und wir schnüren ein weiteres Entlastungspaket. Wir lassen niemanden allein mit den höheren Kosten. #Gasumlage
— Bundeskanzler Olaf Scholz (@Bundeskanzler) August 15, 2022
Η σημερινή απόφαση, με την οποία οι εταιρίες παροχής μετακυλίουν στους πελάτες τους το υψηλό κόστος προμήθειας, υπολογίζεται ότι συνεπάγεται επιβάρυνση ύψους 576 ευρώ/έτος για μια τετραμελή οικογένεια και προκαλεί ήδη αντιδράσεις. Ο αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Λαρς Κλινγκμπάιλ ζήτησε από τον καγκελάριο «γρήγορες αποφάσεις» για την ελάφρυνση των πολιτών και τάχθηκε υπέρ της εισαγωγής φόρου στα υπερκέρδη, της εξαίρεσης των προσαυξήσεων του φυσικού αερίου από τον ΦΠΑ και της «περαιτέρω ανάπτυξης» του ενιαίου εισιτηρίου των 9 ευρώ/μήνα για τα μαζικά μέσα μεταφοράς. «Τα χρήματα πρέπει να παραμένουν στους καταναλωτές και όχι να καταλήγουν στο κράτος», είπε χαρακτηριστικά.
Υπέρ της επιβολής φόρου υπερκερδών τοποθετήθηκε και ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι). «Ξέρετε ότι νομίζω ότι είναι σωστό», δήλωσε ο κ. Χάμπεκ, υπενθυμίζοντας όμως ότι οι Φιλελεύθεροι (FDP) αντιτίθενται σε ένα τέτοιο μέτρο.
Αναφερόμενος στην «εισφορά φυσικού αερίου», ο υπουργός Οικονομίας έκανε λόγο για «τη δικαιότερη από τις πιθανές επιλογές», τόνισε ωστόσο ότι η επιπλέον επιβάρυνση «δεν πρέπει να ξεπεράσει το όριο». Εξήγησε επίσης ότι η απαλλαγή της εισφοράς από τον ΦΠΑ προϋποθέτει σχετική έγκριση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την οποία, όπως είπε, εργάζεται η κυβέρνηση.
Περισσότερη βοήθεια για τα χαμηλά εισοδήματα ζητούν και τα συνδικάτα των εργαζομένων. Η Ver.di εξέφρασε την ανησυχία της για «κίνδυνο υπαρξιακών δυσκολιών» για πολλά νοικοκυριά, με τον επικεφαλής της Φρανκ Βέρνεκε να ζητά πάγωμα των τιμών για τους καταναλωτές στο επίπεδο του 2021. Από την Ένωση Πρόνοιας Ισότητας, ο Ούλριχ Σνάιντερ δήλωσε ότι «δεν υπάρχει ανάγκη για πακέτο ελαφρύνσεων, αλλά για ένα μεγάλο πακέτο στήριξης των φτωχότερων».
Σύμφωνα επίσης με τους υπολογισμούς του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου, η εισφορά θα κοστίσει στις βιομηχανικές εταιρίες περίπου 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ, με ιδιαίτερη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις χημικών και μετάλλου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ