Οι ταινίες του είχαν τεράστια εισπρακτική επιτυχία, αλλά ξεχάστηκαν γρήγορα. Ο ίδιος είχε χαρακτηριστεί πολύ… «Αμερικανός», αλλά οι Ευρωπαίοι τον τίμησαν. Ο Τζέρι Λιούις, που έφυγε σαν σήμερα στα 91 του, το 2017, βίωσε το αμερικάνικο όνειρο σε όλες τις παραμέτρους.
Δεν το λες και άσχημο, για ένα παιδί μεταναστών που μεγάλωσε σε… γραφείο τελετών.
Από το γραφείο τελετών, στο γάμο
Ο Λιούις γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1926 στο Νιου Τζέρσεϊ από Ρωσοεβραίους γονείς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζερόμ Τζόζεφ Λέβιτς, η μητέρα του Ρέιτσελ έπαιζε πιάνο σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ενώ ο πατέρας του, Ντάνιελ, είχε γραφείο τελετών· στον ελεύθερο χρόνο του έκανε σόου με το καλλιτεχνικό όνομα Ντάνι Λιούις.
Σκεφτείτε ότι ο μικρός Τζερόμ άρχισε από 5 χρόνων να παίρνει μαθήματα πιάνου –λόγω της μητέρας–, και έχετε το προφίλ ενός φέρελπι νεαρού καλλιτέχνη. Αρχικά χρησιμοποίησε το επαγγελματικό όνομα Τζόι Λιούις, αλλά γρήγορα το άλλαξε σε Τζέρι Λιούις για να αποφύγει την σύγχυση με τον κωμικό ηθοποιό Τζόι Ε. Λιούις και τον πρωταθλητή βαρέων βαρών Τζόι Λιούις.
Στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο νεαρός Τζέρι εγκαταλείπει το σχολείο και προσπαθεί να εισχωρήσει στο χώρο του θεάματος. Βγάζει στη σκηνή το πειραχτήρι της γειτονιάς –που ήταν–, και το εξελίσσει.
Είναι βέβαια τα χρόνια άγρια λόγω πολέμου, αλλά ένας έφηβος με όραμα δεν σταματά πουθενά. Ούτε στην δημιουργία ούτε στον έρωτα. Έτσι στα 18 του, το 1944, παντρεύεται την Πάτι Πάλμερ και μένουν μαζί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ο γάμος τους κράτησε 39 χρόνια και απέκτησαν έξι παιδιά. Για την ιστορία, το διαζύγιό τους βγήκε 27 Ιανουαρίου 1983, και στις 13 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου (διαφορά 17 ημέρες) παντρευόταν τη δεύτερη σύζυγό του, τη Σάντι Πίτνικ, με την οποία έμειναν μαζί μέχρι το θάνατό του και απέκτησαν ένα παιδί.
Σούμα για τον Τζέρι Λιούις: 2 γάμοι, 7 παιδιά. Μόνο που με το θάνατό του, το 2017, τα έξι πρώτα τα περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: «Έχω ηθελημένα εξαιρέσει τους Gary Lewis, Ronald Lewis, Anthony Joseph Lewis, Christopher Joseph Lewis, Scott Anthony Lewis, Joseph Christopher Lewis και τους απογόνους τους από κληρονόμους της περιουσίας μου, και είναι επιθυμία μου να μην επωφεληθούν με κανέναν τρόπο από αυτήν», σημειώνεται στη διαθήκη, την οποία φέρεται να συνέταξε το 2012.
Το ντουέτο-φωτιά
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 αρχίζει η άνοδος στην κορυφή, μέσα από ένα ντουέτο. Σε ένα νυχτερινό κέντρο, ο Λιούις γνωρίζεται με τον Ντιν Μάρτιν και μαζί δημιουργούν το ντουέτο Μάρτιν και Λιούις, που γνώρισε επιτυχία αρχικά στα κλαμπ και την τηλεόραση.
Το 1949 γυρίζουν την πρώτη τους ταινία, Η φίλη μου η Ίρμα. Ακολούθησαν μια σειρά επιτυχημένες κωμωδίες, από διάφορους σκηνοθέτες, και η τεράστια επιτυχία τους κράτησε μέχρι το 1956.
Η επιτυχία του ντουέτου Μάρτιν και Λιούις βασίστηκε στους δύο αντίθετους χαρακτήρες που ερμήνευαν οι ηθοποιοί. Ο Τζέρι Λιούις υποδυόταν τον αιώνιο έφηβο που αρνείται να μεγαλώσει, ενώ ο Ντιν Μάρτιν τον όμορφο, ώριμο και ρομαντικό εραστή.
Αυτά στην οθόνη. Γιατί στα παρασκήνια, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους χτυπούσε κόκκινο. Ο Μάρτιν κατηγορούσε τον Λιούις για συνεχή παρέμβαση στις ταινίες. Ο χωρισμός υπήρξε σκληρός – και όχι αναίμακτος.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που σε συνεντεύξεις τους άφηναν μπηχτές ο ένας για τον άλλον. Πάντως 20 χρόνια μετά, το 1976, εμφανίστηκαν στην τηλεοπτική εκπομπή «Muscular Dystrophy Telethon» που διοργάνωσε ο Φρανκ Σινάτρα. Η ατμόσφαιρα ήταν αμήχανη, ενώ δεν ήταν λίγοι οι κριτικοί που τους χρέωσαν διαφημιστικά κίνητρα, γιατί η καριέρα τους είχε πάρει την κατιούσα.
Το δίδυμο τελικά συμφιλιώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 μετά το θάνατο του γιου του Μάρτιν, Ντιν Πολ Μάρτιν, το 1987.
Οι δυο άνδρες εμφανίστηκαν μαζί στην σκηνή για τελευταία φορά όταν ο Μάρτιν έκανε την τελευταία του ζωντανή παράσταση στο Bally’s Hotel and Casino στο Λας Βέγκας, το 1989. Ο Λιούις έφερε μια τούρτα για τα 72α γενέθλια του Μάρτιν, τραγουδώντας του το τραγούδι των γενεθλίων αστειευόμενος: «Γιατί χωρίσαμε, ποτέ δεν θα το μάθω».
Σόλο περιπέτειες
Η σόλο καριέρα του Λιούις άρχισε με ανορθόδοξο τρόπο. Ενώ βρισκόταν στο Λας Βέγκας, έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον φίλο του Σιντ Λουφτ, που ήταν σύζυγος της Τζούντι Γκάρλαντ. Ο Λουφτ δεν μπορούσε να εμφανιστεί εκείνη την νύχτα στο Λας Βέγκας εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας, και ζήτησε από τον Λιούις να τον αντικαταστήσει.
«Τελευταία φορά που είχα τραγουδήσει μπροστά στο κοινό, ήμουν 5 χρόνων. Όταν τελείωσα το τραγούδι, ο χώρος εξερράγη. Κατέβηκα από την σκηνή γνωρίζοντας ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω μόνος μου.»
Όλη αυτή η εμπειρία τού άνοιξε τις πόρτες όχι μόνο για το Λας Βέγκας, αλλά και για τη δισκογραφία. Παρά τις διαμαρτυρίες της συζύγου του, ο Λιούις χρησιμοποίησε δικά του χρήματα για να ηχογραφήσει τα τραγούδια σε δίσκο. Η εταιρεία Capitol Records άκουσε τα τραγούδια του και επέμεινε να του κάνει δίσκο. Το άλμπουμ αυτό ονομάστηκε Jerry Lewis Just Sings, έφτασε στο νούμερο 3 του αμερικανικού chart και πούλησε 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα.
Παράλληλα συνέχισε την πορεία του και στον κινηματογράφο, με μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα σε μια από τις ταινίες του, το Δάσκαλος για κλάματα, πολλοί υποστήριξαν ότι το σενάριο έκρυβε μπηχτές για τη συνεργασία του με τον Ντιν Μάρτιν.
Σιγά-σιγά άρχισε και να σκηνοθετεί ο ίδιος τα φιλμ του.
Μόνο που οι εποχές αλλάζουν, νέα ονόματα και δημιουργοί εμφανίζονται και αλλάζουν το παιχνίδι. Η δεκαετία του ’70 υπήρξε σχεδόν καταστροφική για τον ηθοποιό. Οι όποιες προσπάθειές του να ξεφύγει από το στυλ των ταινιών που τον είχαν καθιερώσει δεν απέδωσαν, μια ταινία του, το The Day the Clown Cried, του 1972, έμεινε στα συρτάρια της εταιρείας παραγωγής, ο γάμος του τελείωνε όχι με ιδιαίτερα ήρεμο τρόπο, ενώ η αλυσίδα κινηματογράφων Jerry Lewis Cinemas, που αριθμούσε 200 αίθουσες στις ΗΠΑ, εγκαινιάστηκε το 1971 και έκλεισε το 1974.
https://www.youtube.com/watch?v=MH8ZGTKJLOY
Βασιλιάς γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Ένας ελαφρώς ψυχωτικός άντρας κάνει τα αδύνατα δυνατά για να εμφανιστεί στο σόου του αγαπημένου του παρουσιαστή. Φτάνει δε στο σημείο να τον απαγάγει. Όχι, δεν είναι ο Τζόκερ του 2019 που χάρισε το Όσκαρ στον Χοακίν Φίνιξ, αλλά ο Βασιλιάς της κωμωδίας του 1982, του Μάρτιν Σκορσέζε.
Ο σκηνοθέτης, μετά το Οργισμένο είδωλο και το Όσκαρ που κέρδισε ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ετοίμαζε τον Βασιλιά, δίνοντας το ρόλο του παρουσιαστή στον Τζέρι Λιούις. Πριν βγει το φιλμ, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκαναν λόγο για ένα αριστούργημα που μέχρι και θα έπαιρνε Όσκαρ ο Λιούις. Όμως το φιλμ ήταν μια καλλιτεχνική και εμπορική μετριότητα. Ασχέτως αν μετά από χρόνια αρκετοί κριτικοί και θεωρητικοί έκαναν λόγο για ένα ξεχασμένο αριστούργημα – που δεν ήταν.
Γενικώς οι θεωρητικοί του σινεμά άρχισαν από τη δεκαετία του ’80 να μνημονεύουν τον Τζέρι Λιούις. Και δη οι Ευρωπαίοι, γεγονός ολίγον περίεργο καθώς το στυλ των ταινιών ήταν πολύ αμερικάνικο.
O Τζέρι Λιούις δεν προτάθηκε ποτέ για Όσκαρ, ούτε για κάποιο σημαντικό διαγωνιστικό κινηματογραφικό βραβείο. Τιμήθηκε όμως για το σύνολο του έργου του από τα Φεστιβάλ Βενετίας (1999) και Καννών (2013), ενώ το 2006 ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ τον έχρισε Ιππότη της Τιμής.
Το 1996, στη διάρκεια ενός τηλεοπτικού μαραθωνίου υπέρ των ατόμων με μυοπαθητικές ασθένειες, δεσμεύτηκε στον αγώνα για την αντιμετώπιση της μυϊκής δυστροφίας. Γι’ αυτόν το λόγο προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης.
Στην άλλη πλευρά βέβαια του μύθου, εκτός από τα έξι παιδιά που αποκλήρωσε, υπάρχει και η Susan Lewis: Η κόρη που απέκτησε ο ηθοποιός από το μοντέλο Lynn Dixon, με την οποία ο κωμικός ηθοποιός είχε παράνομο δεσμό για τρία χρόνια, ενώ ήταν παράλληλα παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο.
Ο Λιούις δεν την αναγνώρισε ποτέ, και η γυναίκα, ακόμα και σήμερα, ζει ως άστεγη στη Φιλαδέλφεια.