«Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταράχτε, / Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ’ ’ς σην Γην καταχωμένον, / Ποίσον μ’, αν θέλ’τς, μικρόν λιθάρ’, αν θέλ’τς, ποίσον με χώμαν. / Θεέ μ’… ποίσον με ίντιαν θέλ’τς… Μόνον ’ς σον τόπο μ’ άφ’ς με!».
Το πρώτο ανατρίχιασμα, το πρώτο ρίγος από τον ήχο της «Καμπάνας του Πόντου»…
Και πιο κάτω: «Τα δάκρυα τουν ενώθανε, κι εγέντανε ποτάμι… / κι εποταμίγαν ’ς σο ποτάμ’, ’ς σην δακροχαλαρδίαν…».
Κι αλλού: «…εβγάτεν α σα μνήματα, εβγάτ’ α σα ταφία… / Εβγάτεν οι αποθαμέν’… Οι ζωντανοί θ’ εμπαίνε…». Το ρίγος γίνεται λυγμός.
Εικόνες ολοζώντανες που χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά, γλώσσα που για να την περιγράψεις αναγκαστικά καταφεύγεις στην κοινοτοπία «γλαφυρή», με πλήρη επίγνωση ότι δεν αποδίδεις ούτε το ένα χιλιοστό αυτού που θες να πεις.
Ο λόγος και ο ρυθμός σε παρασέρνουν, είτε ξέρεις τη διάλεκτο είτε όχι.
Όλα τα χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, τα σχήματα –το συμβατικό πρόσωπο (το μαύρο πουλί), οι επαναλήψεις, οι προσωποποιήσεις–, το μέτρο, όλα όσα έχουν κάνει αθάνατα το «Γεφύρι της Άρτας», τον «Μικροκωνσταντίνο», το «Θάνατο του νεκρού αδερφού», κτλ., ο Φίλων Κτενίδης τα έχει ενσωματώσει για να συνθέσει ένα έπος απαράμιλλο.
Ο μαύρος Δεκαπενταύγουστος που μαρτυρεί το «μαύρο πουλί» είναι ο Δεκαπενταύγουστος του 1461, ημέρα της πτώσης της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Τότε που «’Πέμναν τα πόρτας ανοιχτά, το Παλάτ’, δίχως θρόνον / και δίχως τοι παλατιανούς, και χωρίς Βασιλέαν / …κι ο Κάστρεν ο θεόρατον εγέντον κοιμητήρι».
Τεσσερισήμισι αιώνες αργότερα, το ίδιο μαύρο πουλί γίνεται μάρτυρας του ξεριζωμού… Μπροστά από τα μάτια του περνούν οι πόλεις και τα χωριά του Πόντου, μπροστά του λυγίζουν τα βουνά και ξεχερσώνονται ολόκληρες περιοχές. Κι οι ζωντανοί παρακαλούν να γίνουν πέτρες, σπηλιές και χώμα – αρκεί να μείνουν στη γη τους.
Ακόμα κι αν είναι να βγουν οι νεκροί από τους τάφους τους, για να μπουν εκείνοι – αρκεί να μείνουν στη γη τους!
Ξεκίνησα να προετοιμάζω την «Καμπάνα του Πόντου» στο πρωτότυπο για να την εντάξουμε στην ενότητα της Ποντιακής Διαλέκτου. Λίγες στροφές αργότερα, όμως, με είχε συνεπάρει τόσο πολύ που ένιωσα την ανάγκη να μπω πιο βαθιά στις εικόνες της, στη γλώσσα της, στο ρυθμό της. Επέλεξα να επικεντρωθώ στα συναισθήματα που μου προκάλεσαν, γιατί το να αποδώσω το κείμενο λέξη προς λέξη αφενός μου φάνηκε κόπος μάταιος, αφετέρου φοβήθηκα ότι προσκολλώμενη στις λέξεις θα έχανα τη μαγεία της ροής. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε, για την απόδοση των λέξεων, παρατίθεται και το γλωσσάρι στο τέλος του πρωτότυπου κειμένου.
Για χαιρετιστήριο μήνυμα στον τόπο όπου γεννηθήκαμε· για ευλαβικό μνημόσυνο στους νεκρούς που μείνανε σ’ τα άγια εκείνα χώματα· για ύμνο στη δόξα και την αθανασία του Πόντου μας· αλλά και
Για αγιασμό και προσευχή πάνω στον θεμέλιο λίθο του Πνευματικού αυτού Οικοδομήματος, της Ποντιακής Εστίας που δημιουργείται για να βρουν ένα «ιερό» όσοι θέλουν να διακονεύουν στην ακατάλυτη Ποντιακή Εκκλησία,
παραδίδω εις όλους που υπερηφανεύονται για την Πατρίδα την Ελληνική, την «Καμπάνα του Πόντου», που γράφηκε με νοσταλγικά δάκρυα πόνου και αγάπης, αλλά και με την υπερηφάνεια και την πίστη στα πεπρωμένα του Έθνους.
Με αυτά τα λόγια προλόγιζε το 1950 ο Φίλων Κτενίδης το πρώτο τεύχος της Ποντιακής Εστίας, αλλά και το ανυπέρβλητο δημιούργημά του, την «Καμπάνα του Πόντου», το οποίο αγκαλιάστηκε θερμότατα από τους αναγνώστες της ΠΕ:
Το 1955, με αφορμή την είσοδο του περιοδικού «εις το έκτον έτος της εκδόσεώς του», η «Καμπάνα» αναδημοσιεύτηκε με κάποιες διορθώσεις, με πλούσιο γλωσσάρι, αλλά και με εξαιρετική εικονογράφηση του Σταύρου Καλεβρά. Αυτήν την εκδοχή, ως πιο εμπλουτισμένη, επέλεξε να παρουσιάσει το pontosnews.gr:
I
Ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε ολόγυρα στο κάστρο,
στο κάστρο, στα καστρότειχα της μαύρης Τραπεζούντας,
που ’χει τις ρίζες στο γιαλό και την κορφή στ’ αστέρια,
που ’χε δέκα καστρόπορτες κι όλες χαλκοδεμένες,
κι απ’ έξω απ’ τις καστρόπορτες ρυάκια και ποτάμια,
που τα ’δεναν και τα ’λυναν γεφύρια σιδερένια…
Όλο το κάστρο έλαμπε, έλαμπε σαν τον Ήλιο,
και το παλάτι έλαμπε – διαμάντι στο φεγγάρι,
του βασιλιά τ’ ανάκτορο, φωλιά των Κομνηνών,
που ήταν τρανό και θαυμαστό, κάστρο πάνω στο κάστρο.
Κάποτε έγινε σεισμός κι όλη η Γη εσείσθη,
κι έναν Δεκαπενταύγουστο, και μια μαύρην ημέρα,
το κάστρο εγκρεμίστηκε, παρθήκαν τα κλειδιά του…
Μείνανε πόρτες ανοιχτές, παλάτι δίχως θρόνο,
και δίχως τους παλατιανούς, και δίχως βασιλέα,
…και το θεόρατο καστρί έγινε κοιμητήρι.
Χρόνια ήρθαν και φύγανε, καιροί ήρθαν και πάνε…
…Ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε γύρω στα καστροπόδια,
που μείναν έρμα κι άκληρα, γεμάτα από σαύρες…
Ολονυχτίς τριγύριζε, με τα φτερά ανοιγμένα,
και την αυγή απόκαμε κι έκατσε σε μιαν άκρη
μονάκριβου παρασταριού χωρίς το πανωθύρι,
ερείπιο του παλατιού γεμάτο από τσουκνίδες.
Πάνω κοιτά, κάτω κοιτά, κοιτάζει μπρος και πίσω…
τεντώνεται, καλοκοιτά σ’ Ανατολή και Δύση,
[κι αρχίζει να οδύρεται όπως χτυπιέται η χήρα,]
κι αρχίζει να μοιρολογά μ’ ανθρώπινη λαλιά…
II
«Εσείς κοτρόνες έρημες, μάρμαρα ερειπωμένα,
με μονοκέφαλους αετούς και μίτρες βασιλιάδων,
μ’ εγκόλπια Πατριαρχών, σταυρούς απόδεσπότες,
με τα σπαθιά των στρατηγών, σημαίες καπετάνιων.
Μάρμαρα που σκεπάζετε ολόκληρο ένα έθνος,
αποκαλύψτε ευλαβικά τους τάφους τους ιερούς.
Το χώμα θα απομακρυνθεί απ’ το ελαφρύ αεράκι
που βγαίνει απ’ τα αναφιλητά κι από το μαύρο κλάμα,
οι πεθαμένοι έξω να βγουν, οι ζωντανοί να μπαίνουν…
»Οι ζωντανοί που φύγανε απ’ όπου γεννηθήκαν,
και φορτωθήκαν τις στενές τις νεκρικές κασέλες
και φόρεσαν τα σάβανα, και πήρανε το δρόμο,
το δρόμο τον αγύριστο, που πάει και δεν γυρίζει!
»Ο ουρανός συννέφιασε και παραχαμηλώνει,
ο αέρας παραπύκνωσε κι έγινε σαν ομίχλη.
Οι ράχες εγεμίσανε, οι κάμποι, τα ρυάκια,
τα ακρογιάλια τα υγρά και τα ξερά λοφάκια
καπνό απ’ το θυμίαμα, οσμές απ’ το λιβάνι,
βοή κατάρας και βοή προς τον Θεό ικεσίας.
»Αλίμονο, κοντεύουνε… Αλίμονο, φανήκαν!…
Μπροστά πάν’ οι οικοδέσποινες, μπροστά και οι νυφάδες,
μοιρολογούνε οι κυρές και κλαίνε τα κορίτσια,
κι ακολουθούν οι νεαροί, οι γέροι, τα παιδιά.
»Κι εκεί που κλαίνε και βογκούν, κι εκεί που καταριούνται,
οι ράχες που αντιβοούν, οι κάμποι που ακούνε
θαρρείς κι αργοσαλεύουνε, θαρρείς κι ανακινούνται,
θαρρείς και ξεκινήσανε κι εκείνα και σιμώνουν…
»Αλίμονο, αλίμονο τα μάτια μου τι βλέπουν!…
»Πώς περπατούνε οι νεκροί και κάνουν λιτανεία,
με τ’ άγια τα εξαπτέρυγα, με τα κεριά αναμμένα,
με τους σταυρούς τους ξύλινους που βγάλαν απ’ τους τάφους,
μεγάλους… μαύρους… και μακρείς… ψηλούς σαν κυπαρίσσια».
III
Ποιοι είν’ αυτοί που γέμισαν της Ζύγανας τη στράτα
και έγινε σαν ποταμός απ’ τα πολλά τα δάκρυα;
Τα έλατα ήπιαν τα δάκρυα κι έγιναν κυπαρίσσια,
και γονατίζει η Ζύγανα απ’ του καημού το βάρος…
Σαν γέροντας χιλιόχρονος, το Καν το ασημένιο
πάει μπροστά κι ακολουθούν η Χάκαξα κι η Άτρα,
η Χάρσερα, η Χερίανα, η Άρδασα, η Χόπσα,
με τα χωριά τους τα μικρά, με τα κεφαλοχώρια,
με τις πολλές τις εκκλησιές και με τα μοναστήρια.
Ανθρώποι βγαίνουν στο Αεσέρ’ και στο Γουλάτ’ σκιές,
το μαύρο το Καράκαπαν μαυρίζει ακόμα κι άλλο.
Μπροστά πηγαίνει το Σταυρίν, η Μούζαινα ξωπίσω,
με το Παρτίν, τη Βαρενού και το Λυκάστ’ αντάμα,
η Μασούρα και του Ζαντού τ’ Αϊ-Γιώργη το χωριό,
τα κάστρα όλα και οι τόποι ολόγυρα που ήταν.
IV
Ο Κασκαμπάς εβούιξε και το Μετζίτ εσείσθη,
και τ’ Αϊ-Παύλου η πλαγιά μεγάλη μπόρα βγάζει·
φουσκώσαν και ταράχτηκαν της Λίμνης τα νερά,
χυθήκαν έξω, γέμισαν μαύρο νερό τον τόπο…
Μες στην ομίχλη έκλαιγε ο Άγιος Ζαχαρίας,
σαν του φιδιού το σύριγμα και κόλασης αέρας
το κλάμα του· γεμίσανε τριγύρω τα ρυάκια…
Τρόμαξε απ’ το σύριγμα η ομίχλη, κι εσηκώθη…
Θεέ μου! Ποιοι φανήκανε και μπήκανε στη στράτα;
Η Κρώμνη, της χαράς πουλί, του τραγουδιού η μάνα,
μωρού κασέλα έφτιαξε από το ξύλο λύρας,
έκανε φορτοδέματα της κεμεντζέ τα τέλια,
φορτώθηκε η έρημη την ίδια την ψυχή της…
Και άρχισε τα κλάματα και τη θρηνολογία…
Ο Άγιος Παύλος έγειρε, ο Ταύρος γονατίζει,
ο Κασκαμπάς χαμήλωσε και το Μετζίτ κυρτώνει,
και τα Καμένα τα έρημα στέκουνε και ακούνε…
Ακούνε κι όλο θλίβονται, και κλαίνε όλοι αντάμα…
«Τη δύναμή σου δείξε Θεέ!… Χριστέ μου, κάν’ το θαύμα!
Κάνε με πέτρινο γκρεμό όπως τ’ Αλογοστάρια,
ή ένα λιβάδι πράσινο όπως είναι τα Λειβάδια –
κάνε με ασάλευτη πλαγιά όπως ο Αϊ-Παύλος.
»Να μην μπορώ να περπατώ, στον τόπο μου να μείνω…
»Έχω περβόλια απότιστα, αθέριστα χωράφια…
Έχω πρόβατ’ ανάρμεχτα, και γίδια να αρμέγω.
Τα ζώα μου θέλουν τροφή, βυζί θέλουν τ’ αρνιά μου!
Οι σκύλοι μου ουρλιάζουνε, ζητούνε το φαΐ τους…
Άφησα πόρτες ανοιχτές, πόρτες και παραθύρια,
θα μπαίνει αέρας κι άνεμος, θα σβήνει την καντήλα.
»Τη δύναμή σου δείξε Θεέ!… Χριστέ μου, κάν’ το θαύμα!
Κάνε με ποταμόπετρα βαριά του καταρράχτη,
κατώφλι κάνε με σπηλιάς, στη γη καταχωμένο,
κάνε με πέτρα αν θες μικρή, κάνε με αν θέλεις χώμα.
Θεέ μου… κάνε με ό,τι θες… Μόνο στον τόπο μου άσ’ με!
»Άσε με εδώ για να ταφώ στον τόπο που μ’ εγέννα,
στο μνήμα όπου έθαψα την μάνα και τον κύρη μ’…».
Κι ως έλεγε, κι ως έκλαιγε, και ως βαρυγκομούσε,
ήρθε να της παρασταθεί η καλοαδελφή της,
η Ίμερα η νοικοκυρά απ’ τα κορακοφώλια,
απ’ τον Αϊ-Γιάννη π’ αρχινούν και φτάνουν στη Σαράντων…
Τα δάκρυα τους ενώθηκαν και γίνανε ποτάμι…
και το ποτάμι τις τραβά στη δακρυοπλημμύρα…
V
Πλημμύρα που ξεχέρσωσε ολόκληρη Ματσούκα,
επήρε τη Λαραχανή, στην Κουσπιδή εξεχύθη…
Εσείσθη το Καπίκιοϊ, η Λιβερά χαλάει,
γκρεμίζεται η Δανίαχα και όλα τα χωριά
που βρίσκονταν δεξά-ζερβά στα δύο τα ποτάμια
…Ήρθε εκεί κι η Σουμελά, κι ο Αϊ-Γιάννης Βαζελώνας.
Στη Ζύγανα όσοι βρίσκονταν και στο Κουλάτ όσοι ήταν,
ήρθαν και κοντοστάθηκαν κι ενώθηκαν μαζί τους,
ενώθηκαν τα κλάματα και οι θρηνολογίες,
και σκέπασαν του ποταμού το άγριο βουητό.
Από ένα-ένα σείονται, από ένα-ένα πέφτουν
οι εκκλησίες των χωριών και τα καμπαναριά.
Καμπάνες εραγίζονται και σήμαντρα τσακίζουν…
…Και ηχούνε χίλια σήμαντρα και μύριες οι καμπάνες…
Αγκαλιαστήκαν οι πλαγιές στον τελευταίο ήχο
που άφησαν τα σήμαντρα, που αφήσαν οι καμπάνες,
και κάθε χτύπο έκρυψαν μες σε βαθιές σπηλιές,
σήμαντρα να ηχούνε «του Χριστού», και τη Λαμπρή καμπάνα.
Ήλιος ν’ ανάβει το κερί, φεγγάρι τα καντήλια,
και τ’ άστρα κι ο Αυγερινός ν’ ανάβουν τα μανουάλια…
να λειτουργούνται και οι νιοι, κι οι γέροι οι κουρασμένοι,
και οι γυναίκες, τα μωρά που μείναν και ταφήκαν,
κι όλοι εκείνοι στου χαμού τη στράτα που χαθήκαν…
VI
Ενώθηκαν τα κλάματα με τις θρηνολογίες,
όλοι ενωθήκαν… πήρανε του ποταμού το δρόμο…
Η στράτα παραστένευε – οι διαβάτες δεν χωρούσαν.
Σε κάθε βήμα έρχονταν κι άλλοι να ενωθούνε,
απ’ τα χωριά τους τα μικρά και τα κεφαλοχώρια,
απ’ τα ψηλά, απ’ τα χαμηλά, κι από τ’ ακροποτάμια…
Η Σάντα η περήφανη, η ομιχλοποτισμένη,
ξωπίσ’ απ’ τη Γαλίανα μοιρολογά και φτάνει·
αντάμωσαν την Όλασσα στης Τρίχας το γεφύρι,
περάσανε τον ποταμό και μ’ όλους ενωθήκαν…
Θρήνος ’σηκώθη κι οδυρμός την ώρα π’ ανταμώσαν…
Τα δέντρα χαμηλώσανε, χτυπούσαν τα κλαδιά τους,
οι πέτρες αναστέναζαν κι έκλαιγαν τα ποτάμια,
κι η Σουμελά, κι ο Βαζελών κι ο Περιστερεώτας
πάνε μπροστά και ευλογούν, πίσω πάνε και κλαίνε.
…Τους τόπους κλαίν’ που πέθαναν, τους δύστυχους ανθρώπους.
Έφτασαν πάνω στο ύψωμα κι η θάλασσα εφάνη…
Απ’ το ύψωμα ως τη γέφυρα εγέμισε ο τόπος
σταυρούς και εξαπτέρυγα χρυσά και ασημένια…
Δεν ήταν μοναχά χρυσά, ήτανε και ξυλένια,
μαύρα όπως ο θάνατος, μεγάλα σαν τον Χάρο.
Τους αντικρίζει η θάλασσα κι αναριγάει το κύμα.
Πίσσα γινήκαν οι αφροί, και το νερό κατράμι…
Και το γιαλό σκεπάσανε καΐκια και καράβια,
τ’ ακρογιαλιού τα βότσαλα και του γιαλού οι πέτρες
όλα ανθρώποι γίνανε, χυθήκαν στη Δαφνούντα,
στον Αϊ-Γρηγόρη χύθηκαν και στην Αγια-Μαρίνα,
κι ακόμα στην Υπαπαντή και στον παλιό το μόλο.
Η θάλασσα στα Εξώτειχα άλλα κουνάει καράβια,
άλλα καΐκια άραξαν στον έρημο γιαλό της…
Και το φαρδύ και το πλατύ εκείνο περιγιάλι
δεν φαίνονταν απ’ τις ψυχές που ξέβρασε το κύμα…
Εκεί αράζει η Σινάπ, των καραβιών η μάνα,
εκεί αράζει η Σαμψόν η θαλασσοδαρμένη·
μπροστά έχει την Αμάσεια και πίσω είν’ η Μπάφρα,
με όλα τα αρχοντικά του κάμπου τα χωριά της.
Η Όρντου η πεντάμορφη, η χρυσονοικοκύρα,
η Ούνγια το θαλασσοπούλι, η Ούνγια η μικρούλα,
η Κερασούντα η χλοερή και η φουντουκομάνα,
η Τρίπολη από ψηλά, της θάλασσας αφέντρα,
η Ελεβή το ήσυχο, μικρό θαλασσοχώρι,
τα Πλάτανα με το τρανό και ξακουστό λιμάνι…
Όλα αυτά τ’ ατίμητα, τ’ άξια χρυσοπούλια,
σαν τα κοράκια που έδιωξαν ο λίβας κι η φουρτούνα
έφυγαν, ήρθαν, κάτσανε στα Εξώτειχα, στη στράτα,
στη στράτα της καστρόπορτας, στην είσοδο του κάστρου.
VII
Ο Αϊ-Σάββας κρυφοκλαίει, κι ο Αϊ-Φίλιππος στενάζει
σαν βλέπουν να σιμώνουνε τα δύσμοιρα καράβια
που είχαν πανιά ολόμαυρα, φιδίσια τα σκοινιά τους,
που είχαν κατάρτια σαν σταυρούς, μαύρα κι αραχνιασμένα,
που ’ρθαν απ’ την Ανατολή με λάβαρο θανάτου.
Η Όφι μ’ όλα χωριά, με τα όμορφα λαγκάδια,
τα κρύα ποταμόνερα, τα ήμερα ακρογιάλια,
που είχε τζαμιά που έκρυβαν εικόνες αγιασμένες,
που είχε μουλάδες χριστιανούς, χοτζάδες βαφτισμένους,
εκλείδωσε τις εκκλησιές και πήρε τα κλειδιά τους,
πήρε απ’ το μαυρόχωμα κι από την άσπρη πέτρα,
κι ήρθε με τη φελούκα της κι άραξε στη Δαφνούντα!
Το πορτοκαλολίβαδο, το πράσινο Ριζαίον,
άφησε τα νεράντζια του, τα χρυσοπορτοκάλια,
τυλίχτηκε τα φύλλα τους, σάβανα μυρωμένα,
κι ένα με όλους έγινε στο μαύρο τ’ ακρογιάλι.
Ήρθανε και τα Σούρμενα με τα πολλά καΐκια,
με τους ξενιτεμένους τους, με τους καλούς ψαλτάδες,
ήρθανε και ξεχύθηκαν, γεμίσανε τις στράτες,
και με τους άλλους που ’ρθανε απ’ τις πλαγιές εσμίξαν…
Αλίμονο, αλίμονο, τι είν’ αυτά που βλέπω!…
Όλοι αφήσαν το γιαλό κι ερμώσανε τους λόφους·
αυτοί που φέρνει η Ανατολή κι αυτοί που φέρνει η Δύση,
αυτοί που ’ρθαν απ’ τα ψηλά κι εκείνοι απ’ τα παράλια,
κι από τους γειτονότοπους, κι από τα κοντοχώρια,
ενώθηκαν και στάθηκαν γύρω απ’ την Τραπεζούντα…
VIII
Η Τραπεζούντα η κυρά, βασίλισσα κι αφέντρα,
χιλιόχρονη νοικοκυρά και πάντα νέα νύφη,
μέσα στη δόξα, ξακουστή, ελεύθερη είτε σκλάβα,
τα μάτια της θολώσανε, ασπρίσαν τα μαλλιά της
την ώρα που αντίκρισε τόσους πικροκαημούς…
Μαύρα τα ρούχα που φορά, μαύρο και το μαντίλι,
μαύρο και το ζωνάρι της, κόκκινα τα σανδάλια…
Όλους τους παίρνει αγκαλιά με την ψυχή, τα μάτια,
κι αμίλητοι όλοι μαζί στα κάστρα ανηφορίζουν.
Ανοίξαν χώρο, μέριασαν, Εκείνη μπρος να πάει,
ψηλή, λιγνή, περήφανη, Λαραχανής ελάτη…
IX
Απ’ τον Θεό αρχίνησαν να κρούουν οι καμπάνες –
χωρίς Δεσπότη διαταγή και τη βοήθεια Διάκου…
Ο Αϊ-Γιώργης, η Θεοσκέπαστος και η Αγια-Μαρίνα
αρχίνησαν με τις μικρές, τις ελαφρές καμπάνες,
με τις βαριές, με τις τρανές στα Εξώτειχα ο Αϊ-Γιάννης,
ο Αϊ-Γρηγόρης βρόντηξε, βοά ο Αϊ-Βασίλης,
η Υπαπαντή και ο Χριστός, κι ο Αϊ-Γιάννης της Δαφνούντας…
Ο τρούλος της Αγια-Σοφιάς θεϊκή έβγαλε λάμψη,
κι ο Άγιος Ευγένιος έλαμψε σαν τον Ήλιο,
αστράφτ’ η Χρυσοκέφαλος, το κάστρο αντιφεγγίζει,
ο Αϊ-Φίλιππος λαμποκοπά κι η θάλασσα ασημίζει…
Της Ελεούσας οι νεκροί ανάψαν τα κεριά τους,
και τ’ Αϊ-Σάββα φώτισε η καντήλα η μεγάλη…
Τα ερημοκλήσια τα μικρά, κι όλα τα παρεκκλήσια
φωτοβολούσαν κι έλαμπαν… στη Γη άστρα γινήκαν…
Μικρές καμπάνες και τρανές, όλες ένα γινήκαν.
Και μια καμπάνα κρεμαστή στου ουρανού τη μέση
αργοσαλεύει κι αργοκρούει πάνω απ’ την Τραπεζούντα…
τον ήλιο κρύβει από τη Γη, το κάστρο από τον ήλιο.
Κλαίει το καμπανοχτύπημα και αντηχούν τα κάστρα
το μοιρολόι που ηχεί να κλαίει την Τραπεζούντα.
Πάνω σε τέτοιο λείψανο, τέτοια ηχεί καμπάνα…
X
Ήταν καταμεσήμερο, κι έπεσε το σκοτάδι.
Όλα μαύρα γινήκανε σε Γη και σε Ουρανό,
σβήσαν της νύχτας τ’ άστρια και τ’ άστρια της ημέρας,
και οι άνθρωποι φαινόντουσαν φαντάσματα και σκιές,
κι ούτε ομιλία άκουγες, κι ούτε ζωής ανάσα…
Έφτασαν στο καστρότειχο… Αρχίνησαν να μπαίνουν…
Τρανή φωνή, τρανή βοή γέμισε ο αέρας:
Πρώτα όπως μουγκρίζουνε τα βόδια στην ομίχλη,
ύστερα σαν της θάλασσας βουητό και σαν φουρτούνα…
Σαν τα βουνά που στο σεισμό σπάζουνε και κυλούνε…
Σαν χίλια αστραπόβροντα και σαν χίλιες πλημμύρες.
Τρανή φωνή… Τρανή βοή… Οργή… Και παρακάλια…
«Ανοίξτε νέα μνήματα και τάφοι παλαιοί,
ανοίξτε σιδερόπορτες του Άδη αραχνιασμένες,
ανοίξτε κλειστά στόματα, δίχως γλώσσα και χείλια,
ανοίξτε χέρια άκληρα και οστέινες αγκαλιές…
έρχεται το αίμα το ζεστό που αφήσατε στον κόσμο…
»Ο θάνατος και η ζωή, αγκαλιασμένοι ας κείνται…
»Μανάδες που αφήσατε πόρτες μανταλωμένες,
πατέρες που σας καρτερούν ακόμα τα ορφανά,
αδέλφια που σας κλαίγουνε αδέλφια κι αδελφάδες,
παιδιά που αφήσατε άκληρους και μάνα και πατέρα…
Άντρα που τη γυναίκα σου άφησες δίχως χαρά και χήρα,
νοικοκυρά που άφησες τον άντρα σου στους ξένους…
»Όλοι που μπήκατε στη γη, και μπήκατε στο χώμα,
στο χώμα που ανήκει σας από καιρούς και χρόνια,
πάππου προς πάππον, ελαφρύ, πατέρα προς πατέρα…
κληρονομιά από τον Θεό κι από τα γονικά σας,
το χώμα που σας δέχτηκε, κι εμάς μας περιμένει…
»Σκώστε το με την κεφαλή, με τα οστά των ώμων,
σείστε το με τα γόνατα, τα κόκαλα απ’ τα χέρια
και βγείτε από τα μνήματα, βγείτε από τους τάφους…
Βγείτε από μέσα οι νεκροί… Οι ζωντανοί θα μπούνε…
»Εγίνηκε Συντέλεια, Δευτέρα Παρουσία…
ξηλώθηκαν, γκρεμίστηκαν τα δέντρα από τις ρίζες·
η ρίζα έγινε κορφή, και η κορφή στο χώμα…
Τα πάνω κάτω γύρισαν οι ράχες και οι κάμποι…
Και τα ποτάμια εγύρισαν, ρέουν προς τις πηγές τους.
»Διώχνουν ανθρώπους απ’ τα σπίτια τους κι άγιους απ’ τους ναούς τους,
κι ούτε στα σπήλια αφήνουν μας ούτε και στις χαράδρες,
ούτε στα ήμερα ομαλά ούτε και στ’ άγρια δάση.
»Μας ξέχασε ο ουρανός, η μαύρη γη μάς διώχνει…
θάλασσα μας απόμεινε, πέλαγος μας προσμένει…
»Μα υγρή είναι η θάλασσα, ο βυθός δεν έχει χώμα,
εκεί τάφος δεν φτιάχνεται και μνήμα δεν στεριώνει,
κερί εκεί δεν ανάβεται, θυμίαμα δεν καίει,
μνημόσυνο δεν γίνεται, σταυρό πού να καρφώσεις…
»Το χώμα που σας έκλεισε, κι εμάς να μας σκεπάσει…
του ουρανού μας η βροχή κι εμάς να μας δροσίζει…
ο ήλιος απ’ τα όρη μας κι εμάς να μας ζεσταίνει,
οι τάφοι να χλοΐζουνε, να ευωδιά το χώμα,
νάρκισσοι μες στην άνοιξη, αγριόχορτα το θέρος,
μάραντα το φθινόπωρο, λιβάνι το χειμώνα…
»Λυπηθείτε μας Εσείς, λυπηθείτε μας… Αίμα σας είμαστε…
Αρχιερείς και βασιλείς, όσιοι κι αγιασμένοι,
κάνετε τόπο και για μας, να μπούμε να ταφούμε…
Γιά βγείτε και αφήστε μας τους τάφους αδειανούς.
»Ελάτε έξω οι νεκροί… Οι ζωντανοί να μπούμε…».
XI
Προτού σιωπήσει η φωνή και η βοή σιγήσει,
άστραψε και εβρόντηξε και σείστηκαν τα κάστρα…
Επάνω απ’ το καστρότειχο κι επάνω απ’ το Παλάτι
απλώθηκε της Παναγιάς το εφτάχρωμο ζωνάρι
και έλαμψε η θάλασσα, η γη και τα ουράνια.
Μέσα και πάν’ στα χώματα, στη μέση εκεί της λάμψης
εφάνη η Χρυσοκέφαλος με τον Χριστό στα χέρια.
Μαργαριτάρια έλαμπαν στην άκρη των ματιών της
που γύριζαν και ολουνούς τούς κοίταζαν θλιμμένα
κι ολόγυρα πετούσανε χίλιοι-μύριοι αγγέλοι.
Πέσαν όλοι στα γόνατα και κάνανε μετάνοιες.
Εψάλλανε το «Ωσαννά» και το «Τη Υπερμάχω…».
Μαζί ψέλναν κι οι άγγελοι. Και πάλι ηχούν καμπάνες…
…Κι ακούγεται από ψηλά, ψηλά από τα Ουράνια,
μία φωνή, τρανή φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα.
«Όλοι οι νεκροί θα μείνουν δω, εδώ όπου ταφήκαν,
χιλιάδες χρόνια φύλακες, και μέρες μυριάδες…
και άλλα τόσα κι αν συμβούν, εδώ θα περιμένουν,
θα αναμένουν τη Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη…
Θα καρτερούν το γυρισμό και τους ξενιτεμένους.
»Εσάς αλλού θα πέμψω σας, σας προσκαλεί άλλο χώμα…
άλλο γραμμένο έχετε, κι η Μοίρα σας είν’ άλλη.
»Με την ευχή μου πέμπω σας και με την ευλογία
να ’ναι καλός ο δρόμος σας, όλα μέλι και γάλα…
Ο δρόμος που ευλόγησα, η στράτα της ευχής μου
Θα είναι στράτα και γυρισμού κι ευχή ξενιτεμένου».
ΧΙΙ
Από Θεού ξανάρχισαν να κρούουν οι καμπάνες,
χωρίς Δεσπότη διαταγή και τη βοήθεια Διάκου.
Μικρές καμπάνες και τρανές κρούουν δοξολογία.
Η μία κρούει και τραγουδά, η άλλη κρούει και κλαίει,
κι απ’ όλες η τρανότερη βαριά αναστενάζει
γιατί άνθρωπος δεν την ακούει, παπάς δεν προσκυνάει.
Χρόνια ήρθαν και πέρασαν, καιροί ήρθαν και πάνε,
και η καμπάνα η τρανή προσμένει, δίχως γλώσσα…
Μπαίνει αέρας και βοά, άνεμος και μουγκρίζει,
μπαίνουν ευχές και τραγουδά, μπαίνουν κατάρες, κλαίει…
Μπαίνουν και τα φαντάσματα της μέρας και της νύχτας,
και κρούει… και κλαίει… και τραγουδά, και θλίβεται ο κόσμος…