Την έλεγαν κουσκουβάρα, κουσκουτούρα, κουσκουτζούρα, κουτζκουτζούρα, κουσκουκούρα ή χουσκουκούρα.
Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό kuş korku, που θα πει «σκιάχτρο για τα πουλιά». Σύμφωνα με το έθιμο, όταν τους θερινούς μήνες τους βασάνιζε η ξηρασία, οι Πόντιοι επιχειρούσαν με την… ομοιοπαθητική μαγεία να προκαλέσουν τη βροχή. Έτσι έπαιρναν δυο κοριτσάκια, τα έντυναν με κουρελιασμένα ρούχα και τα περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το δίστιχο:
– Κουσκουβάρα νε ιστέρ;
– Αλλαχτάν γιαμούρ ιστέρ!
[–Τι θέλει η κουσκουβάρα; –Θέλει βροχή από τον Θεό!]
Σε κάθε σπίτι η νοικοκυρά έριχνε πάνω στα κοριτσάκια συμβολικά λίγο νερό, ενώ παράλληλα τα φιλοδωρούσε με αυγά ή και χρήματα.
Άλλες φορές έφτιαχναν μια κούκλα (σκιάχτρο) από πανιά, κουρέλια και παλιά ρούχα, την οποία περιέφεραν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι.