Οι μυημένοι την ήξεραν από τα παλιά. Ειδικά όταν ο γιος της, ο Γιώργης Παπάζογλου, κυκλοφόρησε το βιβλίο Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης, που στην ουσία ήταν αφηγήσεις της μητέρας του, Αγγέλας Παπάζογλου. Και το 1999, η Άννα Βαγενά βασίστηκε σε αυτό το βιβλίο και παρουσίασε έναν μονόλογο που παίχτηκε για πολλά χρόνια.
Και νά τα παιχνίδια της ζωής: Η Αγγέλα Παπάζογλου μεγαλούργησε –έστω και για λίγο– στο πάλκο, και έγινε γνωστή στις νεότερες γενιές από το θεατρικό σανίδι.
Η Αγγελίτσα η Σμυρνιά
Λίγο πριν μπει ο 20ός αιώνας, και συγκεκριμένα στις 8 Νοεμβρίου 1899, έρχεται στον κόσμο η Αγγελική. Κόρη ενός ξακουστού μουσικού, του Δημήτριου Μαρωνίτη (ή Χιωτάκη). Ο πατέρας έπαιζε βιολί και σαντούρι, και όπως καταλαβαίνει κανείς, η μικρή μεγαλώνει μέσα στο τραγούδι και τη μουσική. Έτσι, δεν ήταν έκπληξη όταν ανέβηκε στο πάλκο σε ηλικία 11 ετών, δίπλα στον πατέρα της.
Τραγούδησε σε ηλικία 16-17 ετών στην μπίρα Μέλης, που ήταν και κινηματογράφος και θέατρο μαζί. Τραγούδησε επίσης στα κέντρα του Αράπογλου, του Τζίζικα, του Αυταρά, και στη Σκάλα του Κορδελιού. Και αν και στο σπίτι την φώναζαν Αγγέλα, στο πάλκο έγινε Αγγελίτσα για να την ξεχωρίζουν από μια άλλη ονομαστή τραγουδίστρια, την Αγγελάρα.
Όσον αφορά το ρεπερτόριο, η ίδια περιγράφει στο βιβλίο της: «Στη Σμύρνη παίζαμε από ρεμπέτικα μέχρι όλα τα ευρωπαϊκά. Δημοτικά, κλέφτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κονσέρτα με καβαλαρίες, με χορούς του Μπραμς, με σερενάτες… Όλα τα παίζαμε. Και από όπερες κάτι μέρη. Ξέραμε αναγκαστικά κι από ένα τραγούδι από κάθε μελέτι (φυλή) για να ευχαριστούμε τσι πελάτες. Κι εβραίικο παίζαμε και αρμένικο και αράπικο. Ήμαστε κοσμοπολίτες εμείς. Αγαπούσαμε όλο τον κόσμο και μας αγαπούσανε. Δεν είχε συμφέροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χόρευες, ήσουνα λεύτερος να κάνεις ό,τι θέλει η καρδιά σου και η σειρά σου…».
Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι την τραγωδία του 1922.
Καινούργια πατρίδα, καινούργια ζωή
Η Αγγέλα ζει την οδύνη του ξεριζωμού. Προσπαθεί να σώσει πρωτίστως τη ζωή τη δική της και των δικών της ανθρώπων, και σε ένα καράβι στοιβάζει ελπίδες αλλά και φόβο και πικρία για όλα όσα έγιναν, 100 χρόνια πριν.
«Γιά σκέψου», έλεγε η Αγγελική Παπάζογλου στο βιβλίο της, «από τρεις πιάτσες καφενεία οργανοπαίχτες που είχε η Σμύρνη κι ήτανε σα μυρμηγκοφωλιές, σαν τα μελίσσια όλη μέρα, πόσοι γλιτώσανε νομίζεις από τη σφαγή και την καταστροφή; Όποιον και να θυμηθώ χαμένος είναι, σφαγμένος είναι, όμηρος πέθανε, αιχμάλωτος ‘πόμεινε και δεν τον ξανάδε πια κανείς. Μονάχα από τσι παιχνιδιατόροι γλίτωσε ο ένας στους πενήντα!… Όλοι αυτοί ύστερα μαζευτήκανε στην Κοκκινιά. Όλα τ’ άλλα τα ‘χαμε χάσει, το τραγούδι είχε γλιτώσει μέσα μας. Δεν έπρεπε να το αφήσουμε να πάει χαμένο, να χαθεί κι αυτό…».
Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά και συνέχισε να τραγουδάει. Οι πρόσφυγες έφεραν άλλο αέρα στη χώρα, ακόμα και στην μουσική. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι οι τραγουδιστές και μουσικοί που ήρθαν από τη Σμύρνη, μετέφεραν τον αρχαίο ιωνικό πολιτισμό στην Ελλάδα. Και άλλαξαν την ελληνική μουσική.
Το 1924, γνωρίστηκε με τον ρεμπέτη Ευάγγελο Παπάζογλου (ή Αγγούρη), και τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν. Ο Παπάζογλου ήταν ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Παρόλο που ήταν από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες του ρεμπέτικου, δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη το επάγγελμά του, ούτε μπορούσε τον κόσμο της νύχτας. Κι αφού δεν ήθελε ο ίδιος, για τον εαυτό του, να ζει σε αυτό το περιβάλλον, την ίδια άποψη είχε και για τη σύζυγό του.
Τα δράματα της ζωής
Ο Παπάζογλου ζήτησε από τη γυναίκα του να σταματήσει το τραγούδι, όπως κι έγινε. Λίγο αργότερα η μοίρα δείχνει για άλλη μια φορά το σκληρό της πρόσωπο στην Αγγέλα. Συγκεκριμένα, το 1929 εξαιτίας μιας χρόνιας ασθένειας χάνει το φως της. Παρατάει πλέον και επίσημα το τραγούδι, και κλείνεται στο σπίτι της.
Το 1936 η μεταξική χούντα επιβάλει κανόνες και λογοκρισία ακόμα και στο τραγούδι. Ο Ευάγγελος Παπάζογλου αρνείται να συμμορφωθεί, και σταματάει να ηχογραφεί. Το 1940 εγκαταλείπει οριστικά κάθε σχέση με το τραγούδι, και το 1943 πεθαίνει. Τέσσερις δεκαετίες μετά, το 1983, μια μέρα σαν την σημερινή, 17 Αυγούστου, η Αγγέλα Παπάζογλου απεβίωσε. Είχε αφήσει παρακαταθήκη τις έξι ηχογραφήσεις της και φυσικά το βιβλίο της.
«Ο μεγάλος ο καμός είναι να σε φλοΐζουνε, να σε τσιτσιρίζουνε, να σε σφάζουνε, να σε καταστρέφουνε, κι όταν ξαναγεννηθείς και σε ρωτήσουνε: “Τι θες να γένεις;”. Εσύ ν’ απαντήσεις: “Πάλι Ρωμιά… πάλι Σμυρνιά… πάλι Αγγελική Παπάζογλου… κι όταν ξαναπεθάνω, ξαναβάλτε μου πικροδάφνη στο στόμα…”».
Η δικαίωση επί σκηνής
«Όταν τον Σεπτέμβριο του 1999 έπαιξα για πρώτη φορά τον συγκλονιστικό μονόλογο Αγγέλα Παπάζογλου για τη Σμύρνη και την προσφυγιά, στον ιστορικό τόπο της Μάντρας της Κοκκινιάς, δεν μπορούσα ούτε η ίδια να φανταστώ αυτό που θα ακολουθούσε» έχει δηλώσει σε συνέντευξη της η Άννα Βαγενά.
Και συνεχίζει: «Χιλιάδες παραστάσεις με την Αγγέλα (Ελλάδα, Κύπρος, Βαλκάνια, Βρυξέλλες, Νότια Ιταλία, Βελιγράδι, Γερμανία και Σουηδία), εκατοντάδες χιλιάδες θεατές (δεν θα ήταν υπερβολή να πω ίσως και εκατομμύριο). Απίστευτη συγκίνηση και αστείρευτη πηγή εθνικής υπερηφάνειας και αγνού πατριωτικού αισθήματος για εμένα και όλους αυτούς τους θεατές. Συγκλονιστικές κριτικές, διθύραμβοι από τους δημοσιογράφους, αλλά και τους θεατές….».
Όντως η Αγγέλα είναι από τις κορυφαίες ερμηνείες της ηθοποιού. Και όχι μόνο, αλλά σηματοδότησε και το είδος βιογραφία στο θέατρο, κάτι που ως τότε είχε ξεχαστεί. Ξέχωρα όμως από μόδες και τάσεις, η παράσταση έμαθε στη νέα γενιά την πορεία μιας σημαντικής γυναίκας που θα ήταν άδικο να χανόταν στη λήθη.