Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπως είπαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου, όσον αφορά το διοικητικό σύστημα –και ιδιαιτέρως τη διοίκηση του στρατού– αποτελούσε συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και όσον αφορά τις εσωτερικές δομές της, αποτελούσε συνέχεια των ελληνιστικών κρατών. Τι συνέβαινε όμως στην καθημερινή ζωή; Σε ποιες γλώσσες επικοινωνούσαν οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας και σε ποια συναλλάσσονταν με το κράτος;
Ήταν τα ελληνικά ξανά η «κοινή» ομιλούμενη, και πότε ο πολίτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ταυτίστηκε με την ελληνική πολιτιστική ταυτότητα;
Ελληνική γλώσσα
Η λατινική γλώσσα από τα μέσα του 5ου αιώνα σταδιακά υποβαθμίζεται. Αρωγός στην υποχώρησή της έναντι της ελληνικής είναι το γεγονός της απώλειας του μεγαλύτερου τμήματος της αυτοκρατορίας στη Δύση. Έτσι, ο 7ος αιώνας βρίσκει την αυτοκρατορία να μιλάει ελληνικά σε όλες τις πτυχές της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Ωστόσο, η βυζαντινή κοινωνία δεν έπαψε ποτέ να χαρακτηρίζεται από φυλετική πολυμορφία και πολυγλωσσία. Πολλοί από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας μιλούσαν και έγραφαν σε άλλες γλώσσες, ενώ στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, εκτός από την επίσημη γλώσσα, τα ελληνικά, μπορούσε να ακούσει κάποιος και λατινικά, αρμενικά, γεωργιανά, συριακά, σλαβικά, αραβικά, και μετά τον 11ο αιώνα –εποχή της φραγκοκρατίας– ιταλικά, γαλλικά και άλλες Δυτικές γλώσσες.
Κατά τη χιλιετή διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η ελληνική γλώσσα υπέστη πολλές αλλαγές. Η αρχαιοελληνική προσωδιακή προφορά αντικαταστάθηκε με την τονική, δηλαδή εξαφανίστηκε η ποιότητα των φωνηέντων (μακρών και βραχέων) χάριν της απλοποίησης της γλώσσας, γεγονός που φέρνει τη γλώσσα που ομιλούνταν στην αυτοκρατορία πιο κοντά στη νεοελληνική παρά στην αρχαιοελληνική. Παράλληλα όμως με την απλή καθομιλουμένη της καθημερινότητας, διατηρήθηκαν και μερικά γλωσσικά ιδιώματα της Αρχαιότητας, όπως η αττική διάλεκτος. Η αττική ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι λόγιοι, αυτοί που ετύγχαναν ανώτερης παιδείας και γενικά όσοι ανήκαν στην πνευματική ελίτ του Βυζαντίου, όπως η Άννα Κομνηνή που έγραψε σε αυτήν το εγκώμιο του πατέρα της Αλεξίου, στο έργο της Αλεξιάς.
Λόγω του ολιγάριθμου κοινού στο οποίο μπορούσε να γίνει αντιληπτή, αλλά και της αρνητικής στάσης της εκκλησίας προς αυτήν (την χαρακτήρισε γλώσσα επιτηδευμένη που μοιάζει «με το μέλι που στάζει από το στόμα μιας πόρνης»), η αττική δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο Βυζάντιο και η χρήση της ήταν περιορισμένη.
Μετά την επέλαση των σταυροφόρων, ο ελληνισμός –περικυκλωμένος και απειλούμενος από εχθρικούς λαούς– έχει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του ως ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτιστικής οντότητας. Η ελληνικότητα προβάλλεται με παρρησία και υπερηφάνεια από τους λογίους της εποχής, που θεωρούν τα έργα τους ως συνέχεια της ελληνικής κληρονομιάς. Η ονομασία «Έλλην» ανακτά τη διττή της σημασία που αφορά το εθνολογικό και το πολιτιστικό της περιεχόμενο. Έλληνας ονομάζεται όποιος μετέχει της ελληνικής παιδείας και όποιος έλκει την καταγωγή του από ελληνική γενιά.
Για δεύτερη φορά στην ιστορία οι Βυζαντινοί λόγιοι, μετά τους προγόνους τους αρχαίους Έλληνες, διακρίνουν τους ανθρώπους σε Έλληνες και… βαρβάρους. Ο Νικήτας Χωνιάτης, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός που περιγράφει τις θηριωδίες των Δυτικών κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, γράφει: «Πώς αν είην εγώ το βέλτιστον χρήμα, την ιστορίαν, το κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων, βαρβαρικαίς καθ’ Ελλήνων πράξεσι χαριζόμενος;», δηλαδή: «πώς μπορώ το λαμπρό εφεύρημα των Ελλήνων, την ιστορία, να την λερώσω με τις βαρβαρικές πράξεις;».
Κατά τη βυζαντινολόγο Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν υπήρξε ποτέ –κατ’ αναλογία του Δυτικού Μεσαίωνα– ο ελληνικός Μεσαίωνας, κι αυτό γιατί ούτε τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του Δυτικού Μεσαίωνα είχε (δεν υπήρχαν φέουδα στην Ανατολή) ούτε και τα οικονομικά (δεν υπήρχε ανταλλακτικό εμπόριο, αλλά από τη γένεσή της είχε δικό της νόμισμα). Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως ούτε τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της Δύσης είχε ποτέ το Βυζάντιο, σε όποια παρακμή κι αν έπεφτε (δεν έκαιγε ποτέ μάγισσες και απαγορευόταν η θανατική ποινή).
Τουναντίον, οι Βυζαντινοί λόγιοι και καλλιτέχνες προκάλεσαν την αναγέννηση την οποία οικειοποιήθηκαν οι κάτοικοι της Δυτικής Ευρώπης, όταν πια ο ελληνισμός είχε υποδουλωθεί στον οθωμανικό ζυγό και ζούσε τη μεγαλύτερη οπισθοδρόμησή του. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία για τους Δυτικούς του καθολικού δόγματος, την ώρα που έβγαιναν από τα σκοτάδια του Μεσαίωνά τους και αποκτούσαν συλλογική ευρωπαϊκή συνείδηση, να «αποτελειώσουν» τους Ρωμιούς «σχισματικούς αδελφούς» τους, ενώ παράλληλα αναπτύσσονταν χρησιμοποιώντας τα θεμέλια που οι τελευταίοι έκτιζαν για δύο χιλιάδες χρόνια.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως όταν μιλάμε για Βυζάντιο μιλάμε για ελληνικότητα, και οι πηγές που αναφέρουν τη σχέση μεταξύ τους είναι πάμπολες:
- Ο Ιωάννης Βατάτζης, ο δεύτερος αυτοκράτορας της Νίκαιας (χρόνος βασιλείας: 1222-1254), αναφέρει: «Εν τω γένει των Ελλήνων ημών, η σοφία βασιλεύει».
- Ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 12ο αι. μ.Χ., έχοντας λάβει υψηλή θεολογική αλλά και φιλοσοφική μόρφωση λέει στην ομιλία του για την Αγία Τεσσερακοστή: «Εις τε τον καθ’ ημάς Έλληνα και εις Βάρβαρον».
- Ο ηγεμόνας Μιχαήλ της δυναστείας των Αγγέλων αποκαλεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου: «Της Ελλάδος».
- Ο Βυζαντινός λόγιος του 15ου αι. μ.Χ. Ιωάννης Αργυρόπουλος αποκαλεί τον Ιωάννη Ε΄ τον Παλαιολόγο: «Ω της Ελλάδος ήλιε βασιλεύ».
- Ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η΄, κατά τον 13ο αι. μ.Χ. υπερηφανεύεται γιατί οι υπήκοοί του: «Ου μιξοβάρβαρου λαού το φθέγμα φύρδην προϊεμένου» μιλούν, αλλά «Την Ελληνίδα γλώτταν την ορθορρήμονα».
- Ο λόγιος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, στο Περί την βασίλειον τάξιν αναφέρει πως η ελληνική παιδεία και η ελληνική μουσική δεν ήταν αντίθετες προς την παιδεία και μουσική των χριστιανών, αλλά προς αυτές των βαρβάρων.
- Ο τελευταίος αυτοκράτορας (και αγαπημένος των Ελλήνων για τη στάση του) Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, σε μια από τις τελευταίες εκκλήσεις του προς τους συναγωνιστές υπηκόους του για αντίσταση κατά των στιφών των βαρβάρων, χαρακτηρίζει την πόλη τους «Ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων».
- Τέλος, ο Ακάθιστος Ύμνος, το ύψιστης τεχνικής αλλά και δογματικής ποίημα για την Υπεραγία Θεοτόκο Στρατηγό, υπερασπιστή και πολιούχο της Κωνσταντινούπολης, που αποδίδεται στον Ρωμανό τον Μελωδό τον 6ο αι. μ.Χ., δέχεται επιρροές (σε μερικά σημεία) από αρχαιοελληνικό ύμνο:
Χαίρε κλίμαξ επουράνιε
Ακάθιστος Ύμνος
Χαίρε δε και κλίμαξ ποτί ουρανόν αστερόεντα
Ορφικός Ύμνος προς την υψίστην θεά
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων