Ο σοφός Σόλων προχωρούσε πολύ πιο αργά από όσο θα ήθελε μέσα στον αχανή ναό της Σάιδας, αυτής της λαμπρής πόλης στο δέλτα του ποταμού Νείλου. Ακολουθούσε τον γηραιό Αιγύπτιο ιερέα που τον οδηγούσε από διάδρομο σε διάδρομο, προχωρώντας μπροστά του απελπιστικά αργά. Πριν από λίγη ώρα είχε μείνει έκπληκτος από τις αποκαλύψεις που του έκανε για τους ένδοξους Αθηναίους προγόνους του. Τώρα βιαζόταν να φτάσει, για να δει, για να διαβάσει αυτό που ο Αιγύπτιος του υποσχέθηκε. «Άκου Σόλωνα», του είχε πει πριν από λίγο, «εσείς οι Έλληνες είστε αιωνίως σαν τα παιδιά».1 Κι ύστερα αναφέρθηκε σε εκπληκτικά πράγματα.
Του είπε για τους Αθηναίους ήρωες προγόνους του που νίκησαν τους φοβερούς Άτλαντες που είχαν έρθει ως κατακτητές, για να σκλαβώσουν ολόκληρη την Ευρώπη και την Ασία.
Χαμένος σε σκέψεις και απορίες, χαϊδεύοντας τα γένια του και χαζεύοντας ένα υπέροχο άγαλμα της θεάς Νηίθ στα αριστερά, ξαφνικά σκόνταψε πάνω στον γερο-Αιγύπτιο που στο μεταξύ είχε σταματήσει μπρος του. Γέλασαν αμήχανα κι οι δυο τους. «Φτάσαμε», είπε ο ιερέας. Περνώντας μέσα από έναν στενό διάδρομο στα δεξιά, μπήκαν σε μια μισοσκότεινη αίθουσα. Ο γέρος προχώρησε στο σκοτεινά, άναψε δυο πυρσούς στον τοίχο και έδειξε στον Σόλωνα τρεις μεγάλες πέτρινες πλάκες. «Κατέβασε, διάβασε. Ναι, διάβασε παιδί. Μόνο σου διάβασε! Θα γυρίσω να σε πάρω σε λίγο. Εσύ διάβασε». Το χούφταλο έφυγε σέρνοντας τα πόδια του, χασκογελώντας και μουρμουρίζοντας στη γλώσσα του: «Μα τον Πταχ και τη Νηίθ, είναι παιδιά. Φοβερά παιδιά… Μα τι φοβερά παιδάκια!».
Ο Σόλων, όντως, διάβασε:
«Εγώ ο Αμυμώνας του Αλκείδη, πολεμιστής δευτέρας τάξεως της στρατιάς της άρκτου, επέζησα και κατέγραψα με τη χάρη της μητέρας των Μουσών, της Μνημοσύνης, το λόγο του ανδρείου και καρτερικού Ευρυτίωνα, πολεμιστού πρώτης τάξεως της στρατιάς της άρκτου.
»Με ομάδα τριάντα ανδρών υπό την διοίκηση του Ευρυτίωνα αποβιβαστήκαμε στη δυτική Νάξο και στρατοπεδεύσαμε σε κατάφυτη ρεματιά της ενδοχώρας. Στόχος η καταστροφή μυστικής βάσης των Ατλάντων και της απελευθέρωσης των δούλων εργατών που προορίζονταν για την οικοδόμηση Ατλάντιας πυραμίδας. Την τέταρτη μέρα από την αποβίβαση, μετά την ολοκλήρωση των προετοιμασιών για την έναρξη της επιχείρησης νυκτερινής καταδρομής, ο Ευρυτίωνας μας μάζεψε. Ήταν σούρουπο, και τα θεόρατα πεύκα θρόιζαν απαλά στο στενό ξέφωτο όπου καθίσαμε παρέες-παρέες συζητώντας.
»Ο Ευρυτίωνας ήταν καθισμένος στη ρίζα ενός γιγάντιου πεύκου. Σηκώθηκε κι όλοι σταμάτησαν, δεν άκουγες ανάσα. Ακούμπησε την πλάτη του στον κορμό κι άρχισε να μιλά, με καθάρια φωνή, ήρεμα και σταθερά. Πάντα έτσι μιλούσε πριν από κάθε μάχη. Σαν να μην τρέχει τίποτα, σχεδόν νωχελικά, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: ο θείος λόγος του μας περνούσε κάθε φορά σε εκείνην την άλλη διάσταση. Μας μετασχημάτιζε σε μια γρανιτένια πολεμική μηχανή. Έτσι ένιωθαν όλοι· το είχα συζητήσει και με άλλους. Το Ευρυτιώνειο μυστήριο, όπως το λέγαμε, έκανε τους χυμούς του σώματος να βράζουν, ενώ ο νους παρέμενε ψυχρός και τα μάτια έβλεπαν τα γεγονότα να εξελίσσονται γύρω τους σε αργή κίνηση, ακόμα και μέσα στην αντάρα της μάχης.
»Στο λόγο του εκείνον είπε πάνω-κάτω τα εξής: “Γενναίοι άνδρες της Αθήνας, βλαστάρια της παρθένου Αθηνάς της προμάχου. Βρομερά μου αρκούδια! Απ’ όσες επιχειρήσεις κάναμε μαζί, τούτη εδώ είναι η πιο δύσκολη και η πιο επικίνδυνη. Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι αύριο θα ζούμε για να δούμε την ανατολή. Αλλά μια δύση σίγουρα θα την δούμε από τούτον ή από τον άλλο κόσμο! Ο βρομερός πολιτισμός των Ατλάντων θα δύσει, καθώς θα φύγουν νικημένοι πίσω στη Δύση. Θα πάρουν μαζί τους τους αιμοβόρους δαίμονες που λατρεύουν και θα πάνε από εκεί που ήρθαν τούτοι οι δυσώδεις και βδελυροί ηδονιστές και αιματοπότες και αχόρταγοι λάτρεις του χρυσού. Οι Έλληνες δεν υποδουλώνονται και δεν εξουσιάζονται. Ζουν ελεύθεροι και για να ελευθερώνουν. Ζουν για να συντρίβουν τους τυράννους. Ζουν για την αρετή, το μέτρο, το κάλλος και τη σοφία. Σήμερα το βράδυ με λεπίδα και φωτιά, η αγιόποινος και ατρύτωνος Αθηνά θα τους δώσει το μάθημα που χρειάζονται.
»”Σήμερα το βράδυ γενναίοι μου θυσιαζόμαστε. Όχι για τους προγόνους, όχι μόνο για όλους τους σκλαβωμένους ένθεν των Ηράκλειων στηλών. Κυρίως για τους απογόνους μας. Οι ηρωικές μας πράξεις θα τυπωθούν αοράτως στον αιθέρα και μυστικά θα αγγίζουν τις ψυχές των Ελλήνων μέχρι το τέλος του κόσμου. Ό,τι γράφεται στον αιθέρα δεν σβήνει ούτε με νερό ούτε με φωτιά, ούτε με τη φθορά του χρόνου. Κάθε που γεννιέται Έλλην εις το διηνεκές, το ανδρείο σας φρόνημα μέσω του αιθέρος θα αντιγράφεται στην ψυχή του. Ο Έλλην πέφυκε τέκνον θείον, γόνος δικαιοσύνης και αρετής. Τερατοκτόνος και τυραννοκτόνος, εραστής της ελευθερίας”.
»Έτσι μίλησε ο Ευρυτίων. Ελελεύ! Δεν αφήσαμε Άτλαντα ζωντανό στο νησί εκείνη τη νύχτα. Από εμάς έμεινα μόνον εγώ ζωντανός, για να πω την ιστορία. Ω! Έλλην που την διαβάζεις, γύρνα στον αιθέρα και πες σ’ εκείνους που θυσιάστηκαν εκείνη τη νύχτα: δικαιώθηκε ο Ευρυτίων;».
«Παιδί, καταλαβαίνεις;», ψιθύρισε πίσω του ο Αιγύπτιος. Ο Σόλων γύρισε με μάτια αναμμένα. «Ελελεύ», ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει.
_____
1. Πλάτων, Τίμαιος 22b.