Η Μεταμόρφωση είναι ένα μικρό χωριό του νομού Κιλκίς με μεγάλη ιστορία. Οι κάτοικοι προέρχονται από το Κιουλαπέρτ του ρωσικού Κυβερνείου του Καρς, το οποίο με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1917 ξαναέγινε τουρκική επαρχία.
Μετά τις σφαγές των Αρμενίων το 1918-1919 στο Αρνταχάν, και μέσα στη γενικότερη αναταραχή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Νίκο Καζαντζάκη για να ετοιμάσει την αποχώρηση των Ποντίων από τις πανάρχαιες εστίες τους.
Μεταξύ των προσφύγων και κάτοικοι των 78 χωριών του Καρς· του Κάρς της διανόησης και της αντίστασης, το οποίο ανήκε έως τότε στη Ρωσία και μετά τη Συνθήκη παραχωρήθηκε στην Τουρκία.
Έτσι μέσα σε κλίμα συγκίνησης και προσμονής οι κάτοικοι του χωριού Κιουλαπέρτ, της ακμαίας κωμόπολης των 2.500 κατοίκων που ήταν χτισμένη σε υψόμετρο 1.800 μ., εγκατέλειψαν τις πατρογονικές και μητρογονικές τους εστίες και κατέβηκαν στο πλησιέστερο λιμάνι του Βατούμ για να επιβιβαστούν στα πλοία, αφήνοντας πίσω τις περιουσίες τους, τα σπίτια τους, τα ζώα τους, τη γη τους, τους τάφους των προγόνων τους.
Πήραν όμως μαζί τις εικόνες από την εκκλησία τους, το ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Έφτασαν στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης και παρότι ταλαιπωρημένοι μπήκαν σε «καραντίνα» για 6 ολόκληρους μήνες, σε συνθήκες απάνθρωπες, σε πρόχειρα παραπήγματα δίπλα στην θάλασσα, στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς. Η ελονοσία θέριζε. Άνθρωποι που επέζησαν από την τουρκική θηριωδία λύγιζαν από τις ασθένειες και τις κακουχίες. Το γεγονός αυτό τους έκανε μετά το πέρας της καραντίνας να «πάρουν τα βουνά» και να ψάξουν μέρη που να τους θυμίζουν κάτι από τον τόπο που γεννήθηκαν, τα χωριά τους στον Πόντο.
Έτσι λοιπόν 70 οικογένειες προσφύγων από το Κιουλαπέρτ κατευθύνθηκαν βόρεια· η αντιπροσωπεία τους βρήκε τον παλιό εγκαταλελειμμένο τουρκικό οικισμό με την ονομασία Τσιτεπλή, τον οποίο διατρέχει ορμητικό ποταμάκι και τον δροσίζουν υπεραιωνόβια πλατάνια, καρυδιές και μουριές που θα τους ήταν χρήσιμες για σηροτροφία. Ονόμασαν το χωριό τους Μεταμόρφωση, σαν την εκκλησιά που άφησαν πίσω τους στον τόπο όπου γεννήθηκαν.
Το μέρος, έχοντας υπόψη τις δυσκολίες που πέρασαν, φαινόταν ειδυλλιακό. Μόνη παραφωνία στο τοπίο ένας παλιός μουσουλμανικός μιναρές που απέμεινε από την παρουσία των Τούρκων. Αυτός ο μιναρές με τη μυτερή του απόληξη που ορθώνονταν στον καινούργιο ουρανό τους έξυνε τα τραύματά τους. Ήθελαν να κάνουν νέα αρχή και δεν χωρούσε κανένα στοιχείο που τους θύμιζε το έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον τους. Η πρώτη πράξη που έκαναν λοιπόν για να βάλουν τα θεμέλια τους καινούργιου τους χωριού ήταν ν’ ανατινάξουν το μιναρέ.
Κατά τις διδαχές του φωτισμένου Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, έχτισαν πρώτα το σχολείο τους και μετά την εκκλησία τους, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, σε ανάμνηση του ναού που άφησαν πίσω τους. Σιγά-σιγά άρχισαν να χτίζουν και τα νοικοκυριά τους βάσει του εθίμου της αργατείας.
Το 1930 όταν δημιουργήθηκε η Eπιτροπή Aποκατάστασης Προσφύγων¹, με πρόεδρο της Κοινότητας Ευζώνων τον αείμνηστο ευπατρίδη δάσκαλο με καταγωγή από το Μερτινίκ του Καρς Αλέξιο Ιωαννίδη, οι κάτοικοι οργανώθηκαν, έχτισαν εκ νέου την εκκλησία και το σχολείο τους με σχέδια μηχανικών, απέκτησαν κλήρο, άρα και ρίζες στον καινούργιο τους τόπο. Η κοινότητα Ευζώνων τότε αποτελούνταν από 6 χωριά, τα εξής:
- Τους Εύζωνους (παλιά ονομασία Ματσίκοβο),
- τη Μεταμόρφωση (παλιά ονομασία Τσιτεμπλί),
- το Μικρό Δάσος (παλιά ονομασία Σμολ),
- την Ποντοηράκλεια (παλιά ονομασία Ερεσελί),
- την Πλατανιά (παλιά ονομασία Πάελτσα), και
- την Κορώνα (παλιά ονομασία Κράσταλι).
Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν οι Μεταμορφωσιώτες έστειλαν τα παιδιά τους στο Αλβανικό μέτωπο και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πολλοί ως αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα.
Στον αδελφοκτόνο Εμφύλιο –το μεγαλύτερο κακό της πρόσφατης ιστορίας μας–, ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας της Μεταμόρφωσης (66 άτομα) ξεκληρίστηκε και ένα άλλο αναγκάστηκε να φύγει εξόριστο από την πατρίδα. Οικογένειες διαμελίστηκαν. Σπίτια άδειασαν. Γέροντες έμειναν χωρίς στήριγμα στα υστερνά τους. Παιδιά ορφάνεψαν ή μεγάλωσαν χωρίς τη γονεϊκή αγάπη. Ο ανθός της Μεταμόρφωσης είτε είχε χαθεί για πάντα είτε είχε εξοριστεί.
Η «βαριά» ιστορία της Μεταμόρφωσης, που αντικατοπτρίζει την ιστορία ολόκληρης της Ελλάδας, ώθησε τον νεαρό τότε φοιτητή της Ανωτάτης Βιομηχανικής Θεσσαλονίκης, τον Μεταμορφωσιώτη Πέτρο Σιδηρόπουλο, να θέσει έναν στόχο: τη διάσωση της τοπικής ιστορίας και παράδοσης και τη μετάδοσή της στις επόμενες γενιές, όπως την άκουσε από τους γονείς και τους παππούδες του και όπως την κατέγραψε ως ερευνητής.
Στην αρχή με το δημοσιογραφικό του κασετοφωνάκι, μετά με την κάμερα του, αποτύπωνε μία-μία τις μαρτυρίες και συνέλεγε ένα-ένα τα εκθέματα του μουσείου. Η έρευνά του έφτασε μέχρι και το χωριό των προγόνων του, το Κιουλαπέρτ στην Τουρκία, όπου βάσει των περιγραφών του πατέρα του βρήκε το σπίτι του. Μάλιστα κατόπιν συνεννόησης με τον καινούργιο ιδιοκτήτη πήρε φεύγοντας τον νταβλά, το μικρό ξύλινο χαμηλό τραπέζι όπου πάνω έτρωγαν οι δικοί του, ίσως το πιο πολύτιμο γι’ αυτόν έκθεμα.
Πήρε όμως μαζί με τους συγχωριανούς του και κάτι ακόμα από την πατρίδα: γη και ύδωρ που τα τοποθέτησαν ευλαβικά μαζί με τον Νίκο Αμοιρίδη σε περίοπτη θέση μέσα στο μουσείο. Το νερό είναι από το πεγαδομάτ’ που τροφοδοτούσε το χωριό με πόσιμο νερό, ενώ το χώμα μαζεύτηκε μέσα από το εγκαταλελειμμένο πια ταχυδρομείο όπου υπηρετούσε ως ταχυδρόμος ο προπάππους του Νίκου Αμοιρίδη.
Έτσι σταδιακά ο Πέτρος Σιδηρόπουλος, με πολλή προσωπική εργασία, με εργασία της οικογένειάς του (η γραφίστρια κόρη του Μαρία επιμελήθηκε τις γραφιστικές απεικονίσεις και επεξηγήσεις του μουσείου), αλλά και με τη βοήθεια των συγχωριανών του, κατόρθωσε να δημιουργήσει μια μικρή κιβωτό που διέσωσε την παράδοση και την ιστορία των ανθρώπων που τους έλαχε από τη μοίρα να περάσουν διά πυρός και σιδήρου.
Η διάσωση της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου του, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι ένας φόρος τιμής που αποδίδει σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν ζουν πια κοντά μας, αλλά που ο αγώνας τους, ο αγώνας πρωτίστως για μια αξιοπρεπή ζωή, δεν πήγε χαμένος.
Αλεξία Ιωαννίδου