Στις 27 Ιουλίου 1950 στη μακρινή Κιργιζία γεννήθηκε ο Γεώργιος Κανακίδης του Ηλία (Γκεόργκι Ιλίτς), για τον οποίον αργότερα θα δήλωναν περήφανοι οι συμπατριώτες του διαφόρων εθνικοτήτων, από την Κεντρική Ασία μέχρι την παρευξείνια περιοχή του Καυκάσου.
Αφότου κατάφερε να πάρει στα χέρια του το μέλλον της οικογένειας του, βοήθησε τους συγγενείς και τους συμπατριώτες του και ήταν δίπλα στους κατοίκους του Νοβοροσίσκ, οι οποίοι τον συνόδευσαν στο κοιμητήριο της πόλης τους μετά το θάνατό του στην Ελλάδα στις 19 Οκτωβρίου 2017.
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος της ιστορίας του (εδώ το πρώτο), και θα ακολουθήσει ένα ακόμα.
Τα παιδικά χρόνια στην Κιργιζία
Ο Γεώργιος Κανακίδης μεγάλωνε σε συνθήκες γνώριμες για πολλούς Έλληνες του Πόντου που έζησαν στην Ασία – ο Μαυροθαλασσίτες δεν είχαν δυνατότητα πλέον να αντικρίζουν τον θαλάσσιο ορίζοντα και τα κύματα του Εύξεινου Πόντου.
Οι συμπατριώτες του έμεναν στην Κιργιζία από το 1942. Η φύση εκεί ήταν σκληρή και οδυνηρά απλή. Εκείνα τα σκληρά μεταπολεμικά χρόνια, πάνω από τους σκονισμένους δρόμους του Ταμπακσοβχόζ (σοβιετικό αγρόκτημα παραγωγής καπνού) στην περιοχή Ποκρόβσκι της ΣΣΔ Κιργιζίας άρχισαν να υψώνονται καλύβες από λάσπη, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από πλίθινα σπίτια.
Τα σπίτια από πλίθα (σαμάν) είναι γνωστά εδώ και πάνω από 1.000 χρόνια. Τα ωμά πήλινα τούβλα με την προσθήκη ψιλοκομμένου άχυρου ανέκαθεν βοηθούσαν τους κατοίκους της Ασίας στην ανοικοδόμηση πολλών περιοχών, από την Κίνα μέχρι τον Καύκασο.
Στο σοβχόζ (σοβιετικό αγρόκτημα) εκτός από τους Κιργίζιους και τους Έλληνες ζούσαν και άλλοι εξορισμένοι: Τσετσένιοι, Ιγκούσιοι, Καρατσάοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι, Κούρδοι-Γεζίντι και τσιγγάνοι. Τα παιδιά διαφόρων εθνικοτήτων έβγαιναν στους δρόμους και έπαιζαν μαζί το παραδοσιακό παιχνίδι της Ασίας «λιάγκα»: Μία στρόφιγγα από κομμάτι δέρματος κατσίκας ή προβάτου στερεωνόταν σε ένα είδος μολύβδου με διάμετρο 2 εκατοστά και πάχος περίπου των 2 χιλιοστά. Η λιάγκα πεταγόταν στον αέρα είτε με τη φτέρνα είτε με το εσωτερικό μέρος του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού. Ο αριθμός των ρίψεων καθόριζε τον νικητή.
Οι έφηβοι στην Κεντρική Ασία γνώριζαν από μικροί και ένα άλλο παιχνίδι, το «άλτσικι», με τα οστά που βρίσκονται πάνω από τις φτέρνες των κριαριών. Τα κόκαλα μπορούσαν να πωληθούν, να αλλαχθούν και να συλλεχθούν.
Από τις αυλές των σπιτιών στο σοβχόζ ακούγονταν διάφορες γλώσσες. Από τις δε αυλές των Ποντίων τότε ακόμα και στην Ασία ακουγόταν η ποντιακή διάλεκτος της νεοελληνικής γλώσσας.
«Ελάτε ‘ς σ’ οσπίτ’», φώναζαν οι Πόντιες μανάδες στα παιδιά τους και το καταλάβαιναν και οι γείτονες άλλων εθνικοτήτων. Αργότερα η ισορροπία στη γνώση των μητρικών γλωσσών και της ρωσικής γλώσσας ως κρατικής άρχισε να χαλάει.
«Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Ζούσαμε σε απόλυτη φτώχεια. Ονειρευόμασταν να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση. Οι γονείς έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα σε λίγο παραπάνω φαγητό για τα παιδιά τους και τα έξοδα για τις σπουδές τους. Ευτυχώς στην οικογένειά μας κέρδισαν οι σπουδές. Όλα τα αδέλφια μου σπούδασαν. Σπούδασαν και τα παιδιά μας», εξιστορεί ο Γεώργιος Κανακίδης.
Η οικογένεια Κανακίδη στο Ταμπακσοβχόζ της Κιργιζίας απέκτησε πέντε παιδιά. Ο πατέρας Ηλίας και η μητέρα Μαρία παντρεύτηκαν το 1949. Εκτός από τον μεγαλύτερο γιο, τον Γεώργιο, γεννήθηκαν η Μελάνια (1952), η Ακουλίνα (1954, πέθανε μικρή), και οι δίδυμες Ακουλίνα και Μαρίνα (1958).
Η Μαρία Κανακίδη έζησε μέχρι την επιστροφή στην περιφέρεια Κρασνοντάρ. Μέχρι τότε έζησε και ο μοναδικός της αδελφός, ο Κωνσταντίνος. Και οι δύο αναπαύονται στο κοιμητήριο του χωριού Μπορίσοφκα στην περιοχή του Νοβοροσίσκ. Στο ίδιο κοιμητήριο είναι θαμμένοι ο πατέρας του Γεώργιου, Ηλίας του Κωνσταντίνου, και ο μικρότερος αδελφός του, Γεώργιος.
Η ζωή στο Ντζαμπούλ
Η οικογένεια Κανακίδη έμεινε στο Ταμπακσοβχόζ της Κιργιζίας μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 1964. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην πόλη Ντζαμπούλ (σήμερα Ταράζ) του διπλανού Καζακστάν. Πρώτος είχε πάει εκεί ο αδελφός του, ο Γεώργιος.
«Στο Ταμπακσοβχόζ, το απομακρυσμένο από τα περιφερειακά κέντρα, οι δυνατότητες για καλές σπουδές ήταν περιορισμένες. Στην πρωτεύουσα της περιφέρειας Ντζαμπούλ υπήρχαν ακόμα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όμως οι Έλληνες δεν είχαν ίδιες δυνατότητες για εισαγωγή σε ινστιτούτα και πανεπιστήμια, ούτε ελευθερία στις μετακινήσεις τους στη χώρα. Οι εξόριστοι σε μεγαλύτερο ποσοστό τους επιθυμούσαν τη διατήρηση της ελληνικής ιθαγένειας με την άδεια παραμονής στην ΕΣΣΔ. Για να συνεχίσω τις σπουδές μου και να έχω πρόοδο στη ζωή μου πήρα το σοβιετικό διαβατήριο.
»Παρά τους άριστους και καλούς βαθμούς στο απολυτήριο λυκείου δεν κατάφερα να μπω στο κανονικό τμήμα του πανεπιστημίου. Μπήκα στο βραδινό τμήμα. Εργαζόμουν και σπούδαζα. Έξι χρόνια πήγαινα για δουλειά στις 8 το πρωί και επέστρεφα μετά τα μαθήματα, τα μεσάνυχτα. Ευτυχώς οι καθηγητές πρόσεξαν τις ικανότητες μου. Σπούδασα στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Ντζαμπούλ και εργαζόμουν στο εργαστήριο της Έδρας Φυσικής», είπε ο Γεώργιος Κανακίδης μιλώντας για τα πρώτα χρόνια των σπουδών του.
Το 1968 ο Γεώργιος Κανακίδης παντρεύτηκε τη Βαλεντίνα Κοσκοσίδη. Το νεαρό ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Κωνσταντίνο (1969) και τον Ηλία (1974). Με τον καιρό προχώρησε και το θέμα της επαγγελματικής αποκατάστασης. Το 1973 εκείνος πήρε θέση υπεύθυνου για τα εμπορεύματα στον κλάδο του κρατικού εμπορίου. Έπιασε δουλειά την ημέρα των γενεθλίων του, που ήταν και Ημέρα του Σοβιετικού Εμπορίου – οι οιωνοί ήταν πάρα πολύ καλοί.
Μετά από έναν χρόνο, στα 25 του, έγινε διευθυντής του αυτοσυντηρούμενου καταστήματος του τοπικού «ΓκορΠισεΤόργκ» (Εμπόριο Τροφίμων της πόλης), που ανήκε στη μεγαλύτερη εμπορική επιχείρηση του Ντζαμπούλ.
Το 1974 ο Γεώργιος Κανακίδης μπήκε για σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σοβιετικού Εμπορίου (παράρτημα της πρωτεύουσας του Καζακστάν Αλμά-Ατά) και συνέχισε να εργάζεται στο Ντζαμπούλ.
«Θεωρώ πως στο Ντζαμπούλ ξεκίνησε η τυχερή περίοδος της ζωής μας, μαζί με τις σπουδές και τη σίγουρη εργασία. Δουλεύαμε από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ για να πετύχουμε ένα καλύτερο επίπεδο ζωής. Ονειρευόμασταν να ξεφύγουμε από την εξαθλίωση στην οποία βρισκόμασταν λόγω της εθνικών μας τραγωδιών και της κατάστασης στη χώρα», μας λέει.
Στο Ντζαμπούλ στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ο Γεώργιος Κανακίδης για πρώτη φορά εξελέγη στο Σοβιέτ της πόλης και ξεκίνησε τη δράση του στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Το 1981 η οικογένεια μετακόμισε από το Ντζαμπούλ του Καζακστάν στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας. Ο Γεώργιος Κανακίδης αμέσως ξεκίνησε να εργάζεται στη θέση του αναπληρωτή διευθυντή εμπορικού τμήματος του παραρτήματος του Εμπορίου Τροφίμων στις παραθεριστικές περιοχές (ΚουρορτΠροντΤόργκ) στο Νοβοροσίσκ.
Το 1985, μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια, διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής του γραφείου του Εμπορίου Τροφίμων στις ίδιες περιοχές. Η καριέρα του μόλις ξεκινούσε και έδειχνε πως τα περιθώρια της προόδου είναι αρκετά μεγάλα.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός