Η Ιερά Μονή Παναγίας του όρους Μελά, η Παναγία Σουμελά, το μοναστήρι-σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού, στέκεται περήφανα στον απότομο βράχο αδιάψευστος μάρτυρας της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στα ιερά χώματα του Πόντου.
Βρίσκεται σε ύψος 1.063 μ. και απέχει 43 χλμ από την Τραπεζούντα και 16 από τη Ματσούκα, το βυζαντινό Δικαίσημον.
Η διαδρομή είναι χαραγμένη παράλληλα με «τη Παναΐας το ποτάμ’» –τον ποταμό Πυξίτη–, κάτω από τους πελώριους βράχους και εν μέσω πλούσιας βλάστησης. Σήμερα η τοποθεσία έχει χαρακτηριστεί ως «εθνικός δρυμός Σουμελά» και διασώζεται το παραδοσιακό μονοπάτι που χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί εδώ και 1.500 χρόνια, το οποίο μετά από 45 λεπτά ανάβασης καταλήγει στην πέτρινη κλίμακα των 99 σκαλοπατιών που οδηγεί στο εσωτερικό του μοναστηριού.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 360 από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο (θείο και ανιψιό). Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς (ο πρώτος αγιογράφος) είχε ιστορήσει την εικόνα της Παναγίας Σουμελά. Ο Άγιος Λουκάς είχε τη μεγάλη ευλογία να γνωρίσει την Παναγία διά ζώσης και να της χαρίσει την «προσωπογραφία της», παίρνοντας ουσιαστικά τη συγκατάθεσή της για την υψοποιό τέχνη της αγιογραφίας.
Η εικόνα αυτή (μία από τις δέκα που ιστόρησε ο Ευαγγελιστής) μεταφέρθηκε από έναν μαθητή του στην Αθήνα, όπου οικοδομήθηκε εκκλησία για τη φύλαξή της. Έκτοτε πήρε το προσωνύμιο «Παναγία η Αθηνιώτισσα».
Οι βουλές της «Παναγίας Αθηνιώτισσας», όμως, ήταν άλλες: Mια μέρα εξαφανίστηκε από τον περικαλλή ναό της στην Αθήνα.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία εμφανίστηκε σε ενύπνιο στους Αθηναίους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο και εκδήλωσε την επιθυμία της να την διακονήσουν στο όρος Μελά. Τότε οι δυο μοναχοί χωρίς κανέναν δισταγμό βγήκαν στο δρόμο και ταξίδευαν επί τρία χρόνια αντιμετωπίζοντας τις δοκιμασίες τη μια πίσω από την άλλη – την κούραση, την πείνα, τη δίψα, τις επιθέσεις από τους ληστές. Κατά έναν θαυμαστό τρόπο όμως παράμεναν αλώβητοι, λόγω της υψηλής Της προστασίας. Η Παναγία τούς άνοιγε το δρόμο και έφερνε μπροστά τους ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι να τους βοηθήσουν, να τους φιλοξενήσουν, να τους δώσουν σημαντικές πληροφορίες για την ευόδωση του σκοπού τους.
Έτσι έγινε και στον τελευταίο τους σταθμό, στο σπίτι ενός καλόκαρδου χωρικού στην επαρχία της Ματσούκας του Πόντου. Ο χωρικός τούς φίλεψε φρέσκα ψάρια και τους είπε με ενθουσιασμό ότι τα είχε πιάσει εκεί όπου ενώνονται οι δυο ποταμοί, ο ποταμός της Λαραχανής και ο Πυξίτης, που πηγάζει από το όρος Μελά.
Οι μοναχοί, παρά την ταλαιπωρία τους, άφησαν το φαγητό τους στη μέση και σηκώθηκαν συγκινημένοι παρακαλώντας θερμά τον χωρικό να τους δείξει τον δρόμο για το όρος Μελά.
Αφού ακολούθησαν το ρεύμα του ποταμού ανάποδα, μετά από επίπονη πεζοπορία σε αδιάβατα μονοπάτια εν μέσω οργιώδους βλάστησης, και επιδιδόμενοι σε κάθετη αναρρίχηση στο βράχο, έφτασαν σε ένα σημείο όπου δεν μπορούσαν πια να προχωρήσουν. Από πάνω τους υπήρχε μια κόγχη λαξευμένη πάνω στον κάθετο βράχο, και πολλές-πολλές χελιδονοφωλιές.
Οι μοναχοί κατάλαβαν πως βρίσκονταν πολύ κοντά στο μέρος όπου είχε μετοικήσει η Παναγία. Έσκυψαν στα γόνατα και ζήτησαν προσευχητικά να μεταβούν στο σημείο όπου ήταν Εκείνη. Αμέσως ένα πελώριο έλατο έγειρε προς το μέρος τους και γεφύρωσε το χάσμα. Η Παναγιά, η «γέφυρα η μετάγουσα από γης προς ουρανόν», έριξε γέφυρα για να φέρει κοντά της τους δυο υποτακτικούς της και να ξεκινήσει η λαμπρή ιστορία του μεγαλύτερου μοναστηριού του ποντιακού ελληνισμού, της Ιεράς Μονής Πανάγιας Σουμελά.
Ανεβαίνοντας στο βράχο, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος βρέθηκαν μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς μέσα από την οποία εκπέμπονταν χρυσαφένιες λάμψεις. Όταν προχώρησαν στο εσωτερικό της, είδαν την εικόνα της Παναγίας μέσα σε Δόξα. Όπως δεν άφησε ούτε στιγμή τους υποτακτικούς της η Παναγία καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού τους, έτσι και τώρα που έφτασαν στον προορισμό τους δεν σταμάτησε να τους παρέχει τα απαραίτητα.
Ο βράχος σχίστηκε και έτρεξε από μέσα του νερό που οικονομούσε τις ανάγκες τους αλλά και γιάτρευε μετέπειτα –και γιατρεύει ως σήμερα– οποιονδήποτε προστρέχει με ευλάβεια και ζητά την ίασή του. Το αγίασμα δεν στέρεψε ούτε στιγμή στη μακραίωνη ιστορία του μοναστηριού.
Μετά από λίγες μέρες οι μοναχοί είχαν καταναλώσει ό,τι χόρτο ήταν φαγώσιμο στην περιοχή του βράχου. Τότε, σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία εμφανίστηκε κατ’ όναρ στον Ηγούμενο της Μονής Βαζελώνος (του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου), και του μήνυσε να αναζητήσει και να βοηθήσει τα τέκνα της. Ο ηγούμενος έστειλε τρεις καλόγηρους με δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με τρόφιμα προς αναζήτηση των μοναχών που του φανέρωσε η Παναγιά πως χρειάζονται βοήθεια. Έκτοτε η Μονή Βαζελώνος γίνεται αρωγός και συνκτίτορας μαζί με τους Βαρνάβα και Σωφρόνιο, του μοναστηριακού συγκροτήματος της Παναγίας Σουμελά.
Ο πρώτος ναός που χτίζεται με τη βοήθεια των ευσεβών χριστιανών των παρακείμενων χωριών είναι αυτός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο οποίος γνώρισε πολλές ανακαινίσεις αλλά δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά το 1930, μετά τον ξεριζωμό μας. Κατά τα θυρανοίξια ο επίσκοπος Τραπεζούντας έστειλε μονάχα τρεις ιερείς. Όταν το 386, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, αποπερατώθηκε ο ναός της Παναγίας, τα θυρανοίξια έγιναν κατά τρόπο πανηγυρικό, με την παρουσία του Ρωμαίου διοικητή ο οποίος αμέσως μετά βαφτίστηκε χριστιανός, ενώ παρευρισκόταν και πλήθος χριστεπώνυμου πληρώματος από τη γύρω περιοχή, αλλά και επισήμων.
Η Ιερά Μονή διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των γραμμάτων και του πολιτισμού στον Πόντο, και μεγάλη ήταν η κοινωνική προσφορά της ιδίως στα δύσκολα χρόνια των διωγμών της οθωμανικής περιόδου. Γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της κατά τα χρόνια της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών. Ο επιφανέστερος των Κομνηνών, ο Αλέξιος Γ΄, κατά τα χρόνια της βασιλείας του (1349-1390) υπήρξε μέγας ευεργέτης της μονής καθώς και ο ίδιος έτυχε της μεγάλης ευεργεσίας της Κυρίας Θεοτόκου: Τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό όταν ξέσπασε ισχυρή θαλασσοταραχή ενώ περιέπλεε με τη γαλέρα του στα Πλάτανα (αρχαία Ερμώνασσα, σημερινό Άχτσαπατ), 11 χλμ μακρύτερα της Τραπεζούντας.
Η στενή σχέση και η ειλικρινής αγάπη του Αλεξίου προς τη Μονή της Παναγίας Σουμελά φαίνεται άλλωστε και από το χρυσόβουλο που είχε εκδώσει γι’ αυτήν το 1364. Σε αυτό ο ευσεβής αυτοκράτορας, γιος του Βασίλειου του Μεγάλου Κομνηνού, εγγονός του Ιωάννου του Μεγάλου Κομνηνού και δισέγγονος της δέσποινας Ευδοκίας Παλαιολογίνας της Πορφυρογέννητης, αποκαλεί τη Θεοτόκο «οχύρωμα αρραγές, τάφρον και πόλιν απολιόρκητον, όπλον κατ’ εχθρού πληκτικόν και φρούριον ανάλωτον κατά των πολεμίων».
Με την πάροδο των χρόνων και τα αμέτρητα θαύματα που γίνονται σε χριστιανούς και μουσουλμάνους προς δόξαν του Υιού Της και Υιού και Λόγου του Θεού, η Παναγία Σουμελά καθιερώνεται ως μέγα προσκύνημα, και με την υποστήριξη της γειτονικής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος χτίζεται το 1860 δίπλα στο αρχικό σπήλαιο με το αγίασμα, τετραώροφος ξενώνας 72 κελιών για τη φιλοξενία των προσκυνητών, βιβλιοθήκη, και άλλοι λειτουργικοί χώροι.
Αρχίζει λοιπόν να συρρέει στη μονή πλήθος πιστών προσκυνητών αλλά και ανθρώπων που επιθυμούν να φορέσουν το μέγα αγγελικό σχήμα.
Σύμφωνα με τα γραπτά του Μ.Ι. Φίνλεϊ, ενός Βρετανού περιηγητή-φυσιοδίφη των μέσων του 19ου αιώνα: «Η βλάστηση είναι πλούσια πέρα από κάθε περιγραφή! Ψηλά πεύκα αναπτύσσονται στην άκρη των βραχωδών γκρεμών, πολλές εκατοντάδες πόδια ψηλά σε κάθετη όψη. Εκεί όπου το έδαφος αναπαύεται στις πλαγιές, τεράστιες οξιές και καρυδιές υψώνονται πάνω από αδιαπέραστη χαμηλή βλάστηση ροδόδεντρων και αζαλέων, λιγούστρων και φουντουκιών, και στο έδαφος αφθονούν άγριες φράουλες, τα πιο όμορφα κρινάκια και ίριδες. Είναι αδύνατο να μην βρεθείς σε έκσταση μέσα σ’ αυτό το σκηνικό […] Ο βρυχηθμός των υδάτων 3.000 πόδια κάτω από το μοναστήρι, οι χιονισμένες πλαγιές, τα κτήρια με τους εξώστες και τα κελιά που προσκολλώνται όπως οι χελιδονοφωλιές στον γκρεμό, ο ήχος της καμπάνας της μονής και η αδιάκοπη ψαλμωδία είναι μεγαλειώδης, παράξενη, αξιοπρεπής, εντυπωσιακή».
Αλλά και ο δικός μας Δημήτρης Ψαθάς στο έργο του Η γη του Πόντου δεν λησμονεί να υμνήσει το ομορφότερο και κραταιότερο μοναστήρι της γενέθλιας γης του: «Τι πλήθος, Θεέ μου, μαζευόταν εκεί κάθε χρονιά –Δεκαπενταύγουστο– απ’ όλο τον Πόντο και τη Ρωσία, και τι τραγούδια και χοροί και κεμεντζέδες και νταούλια! Μέρες ολόκληρες, κι οι καλόγεροι να έχουν ετοιμασμένα τα καζάνια με τα φαγιά και τα ψωμιά. Να τραβάνε τις κάμες οι λεβέντες ζιπκαλήδες για την Σέρα και δόστου χοροί και τουφεκιές και κουμπουριές, ν’ αντιλαλάνε τη χαρά της Ρωμιοσύνης».
∇
Το 1918, μετά την αποχώρηση των Ρώσων, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για κάθε ελληνικό και ορθόδοξο στοιχείο στον Πόντο. Το 1923, με την ολοκλήρωση της Γενοκτονίας των Ποντίων, οι ελάχιστοι εναπομείναντες μοναχοί της Μονής Παναγίας Σουμελά πήραν το δρόμο για την μητέρα Ελλάδα, εγκαταλείποντας με πόνο ψυχής το μοναστήρι τους αφού έκρυψαν καλά την εικόνα της Παναγίας σε μια κόγχη στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας που απείχε 2 χλμ από τη μονή. Οι πατέρες γνώριζαν καλά πως η ζωή τους βρισκόταν σε κίνδυνο, αλλά ήλπιζαν κάποτε να ξαναγυρίσουν και να ξαναλειτουργήσουν το μοναστήρι τους.
Το 1930 ανόσια χέρια, ασυνείδητοι που δεν τους έφταναν οι βανδαλισμοί και η βεβήλωση των αγιογραφιών, βάζουν φωτιά και καταστρέφουν τη Μονή.
Οκτώ χρόνια μετά, ο μοναχός Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης –έπειτα από συμφωνία που επιτεύχθηκε με παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού–, επιστρέφει στην πεφιλημένη μονή της Παναγίας Σουμελά και ξεθάβει από την κρύπτη της την εικόνα της Παναγίας Σουμελιώτισσας για να την μεταφέρει στην Ελλάδα μαζί με άλλα κειμήλια που γλίτωσαν από τη θηριωδία των Τούρκων: α) το σταυρό που περιείχε λείψανα Αγίων και το δεύτερο μεγαλύτερο κομμάτι ξύλου από τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου, τον οποίο δώρισε στη Μονή ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Γ΄ ο Μέγας Κομνηνός, γιος του Αλεξίου Γ΄, και β) το Ευαγγέλιο του Αγίου Χριστοφόρου.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Λεωνίδα Ιασονίδη, υπουργού Προνοίας της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, όταν επί των ημερών του –και κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας– η εικόνα της Σουμελιώτισσας ήρθε στην Ελλάδα:
«Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».
Το 1951, με πρωτοβουλία του Πόντιου ευπατρίδη Φίλωνα Κτενίδη ιδρύεται στην Καστανιά Βέροιας η Νέα Μονή Παναγίας Σουμελά, όπου και μεταφέρεται η θαυματουργή εικόνα της «Πρόσφυγος Παναγίας» μας μαζί με τα διασωθέντα κειμήλια. Η Νέα Μονή Παναγίας Σουμελά με τη διαχρονική της αίγλη θυμίζει τη δόξα της Μονής που αφήσαμε πίσω μας στον Πόντο. Το βυζαντινό τυπικό ακολουθείται και σήμερα σε διάφορες περιστάσεις. Για παράδειγμα, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου το Διοικητικό Συμβούλιο στέλνει γαϊδουράκια με ευλογίες στο γειτονικό ναΰδριο του Αγίου Ιωάννη ως αντίδωρο για τη στήριξη της Μονής Βαζελώνα στον Πόντο.
Στα νεότερα χρόνια το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο δέχεται κι άλλα πλήγματα. Οι ακαλαίσθητες επεμβάσεις των συντηρητών στις τοιχογραφίες αλλοιώνουν πλήρως την όψη των αγιογραφιών βυζαντινού ρυθμού, αφήνοντας μόνο μια υποψία από το αρχαίο κάλλος.
Πρόσφατα ο χώρος βεβηλώθηκε για άλλη μια φορά όταν Τούρκος DJ έστησε ένα κακόγουστο θέαμα για να «διαφημίσει», όπως είπε, το μνημείο, και να «το κάνει γνωστό» στον κόσμο!
Όμως η χάρη της Παναγίας μένει, και επιμένει να κατοικεί στα κουφάρια των κτηρίων, έστω και «αποκατεστημένων» τώρα πια, της παλαιφάτου μονής. Μένει και επιμένει και καλωσορίζει κάθε επισκέπτη που ανεβαίνει στον απότομο βράχο και Την πλησιάζει με ευλάβεια, χαρίζοντάς του την ευλογία Της. Μένει, επιμένει και περιμένει την ημέρα εκείνη που οι καμπάνες δεν θα χτυπήσουν μόνο ανήμερα της γιορτής Της, όπως καθιερώθηκε τα προηγούμενα έτη, όμως απαγορεύτηκε τα τελευταία με την πρόφαση της «συντήρησης», αλλά θα αντιλαλούνε σε κάθε Όρθρο και σε κάθε Εσπερινό «τη χαρά της Ρωμιοσύνης».
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων