Το Βυζάντιο, άλλως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι το χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής που δημιουργήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 324 μ.Χ., όταν μετέφερε την πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους από την παρηκμασμένη Ρώμη στη Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη, και έσβησε επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου την αποφράδα ημέρα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453, όταν έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Στη διάρκεια αυτή των 1.100 χρόνων, τη μακροβιότερη περίοδο αυτοκρατορίας στον κόσμο, το Βυζάντιο εξελίχθηκε σε ένα ελληνόφωνο χριστιανικό κράτος που δέσποζε στα Βαλκάνια και στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Ας δούμε όμως πώς η οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταλλάσσεται με το πέρασμα των αιώνων, και πώς εξελίσσεται σε ελληνικό χριστιανικό κράτος.
Οι τρεις συνεκτικές δυνάμεις: Το ομόδοξον, το ομόγλωσσον και το ομότροπον
Μετά την υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313 από τον Μέγα Κωνσταντίνο (αρχή ανεξιθρησκίας) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, δύο έως τότε αντίρροπες δυνάμεις, η ελληνική παιδεία και ο χριστιανισμός, συναντήθηκαν. Η ελληνική γλώσσα –κληροδότημα από την κλασική Αρχαιότητα αλλά και «lingua franca», διεθνής γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων του Μεγάλου Αλεξάνδρου–, αποτελούσε το χαρακτηριστικό που συνένωνε εκατομμύρια ετερόκλητα φυλετικά στοιχεία, διαφορετικής κοινωνικής στάθμης και θρησκεύματος, δίνοντας την εντύπωση της κοινωνικής συνοχής της αυτοκρατορίας.
Η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός με τα πανανθρώπινα μηνύματά του, το σεβασμό του προς τον άνθρωπο, την αλληλεγγύη, την αγάπη, τη φιλανθρωπία –αξίες που το αρχαίο ελληνικό πνεύμα είχε προτυπώσει–, έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στηρίχθηκε στο σύστημα των παρακάτω δυνάμεων: στο «ομόδοξον» (τη χριστιανική θρησκεία) και το «ομόγλωσσον» (την ελληνική γλώσσα), και δημιούργησε μια νέα δύναμη, το «ομότροπον», δηλαδή τη συγκρότηση ενιαίας ανθρώπινης κοινότητας. Μπορούμε δηλαδή να εξαγάγουμε το συμπέρασμα πως η βυζαντινή πολιτεία ανάπτυξε μέσα στο πλαίσιο της διακυβέρνησής της ένα ενωτικό πλέγμα ιδεολογίας το οποίο βασιζόταν σε τέσσερις πυλώνες: α) στο ομότροπον, τη θέσπιση δηλαδή συγκεντρωτικής μοναρχικής εξουσίας η οποία ήταν «ελέω Θεού» ορισμένη στο επίγειο βασίλειό του (την αυτοκρατορία), β) στο ομόγλωσσον, δηλαδή την ελληνική γλώσσα η οποία ομιλούνταν όχι μόνο στο περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο του ελλαδικού χώρου αλλά και στις ελληνικές παροικίες και σε όλο το γεωγραφικό χώρο των ελληνιστικών βασιλείων, γ) στο ομόδοξο, τη νέα θρησκεία που συνένωνε τον τεράστιο ανομοιογενή ιστό της αυτοκρατορίας, και τέλος δ) στην πίστη για τα ρωμαϊκά πάτρια, η οποία στηρίχθηκε στην καλοκουρδισμένη ρωμαϊκή διοικητική μηχανή.
Ο χαρακτήρας του βυζαντινού κράτους
Όσον αφορά το διοικητικό σύστημα –και ιδιαιτέρως τη διοίκηση του στρατού– η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελεί συνέχεια της Ρωμαϊκής, όσον αφορά όμως τις εσωτερικές δομές της, αποτελεί συνέχεια των ελληνιστικών κρατών. Οι ελληνιστικοί θεσμοί είχαν κατακλύσει το ρωμαϊκό δίκαιο από την εποχή της κατάκτησης των ελληνιστικών κρατών από την κραταιά Ρώμη.
Ακόμη και η οικονομική-κοινωνική ζωή, πότε περισσότερο και πότε λιγότερο, ανάλογα με τη χρονική περίοδο στην οποία εστιάζουμε, οργανώνεται γύρω από τα αστικά κέντρα, χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνικού-ελληνιστικού κόσμου που πέρασε διαμέσου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Γεωγραφικός χώρος
Τα σύνορα της Ανατολικορωμαϊκής Αυτοκρατορίας ταυτίζονται άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, ανάλογα με τη χρονική περίοδο, με το χώρο στον οποίο ζούσαν οι Έλληνες στην Αρχαιότητα, την ελληνιστική εποχή αλλά και τη ρωμαϊκή περίοδο. Μετά την απώλεια της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, οι οποίες περιήλθαν στα χέρια των Αράβων στα μέσα του 7ου αι. μ.Χ., και μετά την απώλεια ενός μεγάλου τμήματος της καθ’ ημάς Ανατολής κατά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 μ.Χ., που φέρνει τον εχθρό (Σελτζούκοι Τούρκοι) προ των πυλών, ο ελληνόφωνος γεωγραφικός χώρος ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Οι περισσότεροι υπήκοοι του Βυζαντινού αυτοκράτορα ζουν στις προγονικές τους κοιτίδες, και όπου παρίσταται ανάγκη ενισχύεται το ελληνικό στοιχείο. Αυτό συνέβη π.χ. κατά την περίοδο του λοιμού του 747 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος ενισχύει τον ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης με εποίκους από τα νησιά του Αιγαίου, ώστε να ισχυροποιηθεί ο ελληνικός πληθυσμός έναντι των άλλων εθνοτήτων με σκοπό την αποτροπή κινημάτων ανεξαρτησίας.
Ένας άλλος Βυζαντινός αυτοκράτορας και λόγιος, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (905-959 μ.Χ.), κάνει την εθνολογική διάκριση ανάμεσα στους κατοίκους της Μάνης που κατάγονται «εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων» και «παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται», και τους γείτονές τους Σλάβους κατοίκους του Ταΰγετου. Μάλιστα, όταν αναφέρεται στο θέμα των Παφλαγόνων, διακρίνει τις παραθαλάσσιες πόλεις Σινώπη, Αμάστρα, Τήιον και Αμινσό, για τις οποίες γράφει χαρακτηριστικά «Ελληνίδες εισί πόλεις και Ελλήνων άποικοι».1 Όσον αφορά τις άλλες μεγάλες πόλεις-περιοχές του Πόντου, την Τραπεζούντα και τη Χαλδαία, αναφέρει πως «Ελλήνων εισί αποικίαι».
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων