Την πρώτη μέρα του Αυγούστου του 1906 η οικογένεια του δερματέμπορα Σουγιουλτζόγλου, στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, έχει χαρές και γεννητούρια. Το αγόρι που γεννιέται βαφτίζεται Μιχαήλ, και στα 14 του, το 1920, μεταναστεύει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θεωρητικά είναι προορισμένος για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Θεωρητικά, πάντα.
Ψάχνοντας επίθετο μη αναγνωρίσιμο
Η αγάπη του νεαρού Μιχάλη εκδηλώνεται από τη μικρή του ηλικία, μόνο που αρχικά μένει ως αγάπη. Μαθαίνει μόνος του να παίζει πιάνο, και το 1924 βρίσκεται στην Τρίπολη. Εκεί παραθέριζε με την οικογένειά του όταν του πρότειναν να παίζει πιάνο σε ένα κέντρο Επειδή φοβόταν την αντίδραση των γονιών του, επινόησε ένα ψευδώνυμο: Μικαέλ ντε Σολέγιο. Πέρα από το ξενόφερτο ψευδώνυμο, ο νεαρός εντυπωσιάζει με το παίξιμό του και αρχίζουν οι προτάσεις για εμφανίσεις σε κέντρα. Φυσικά η οικογένεια το μαθαίνει, ενώ πλέον το ζητούμενο είναι το όνομα. Γιατί για καριέρα στην Ελλάδα το «ντελ Σολέγιο» δεν το λες, όποτε ο Σουγιουλτζόγλου γίνεται Σουγιούλ και ετοιμάζεται να αλλάξει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Η Ζεχρά και η Βέμπο
Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι ο Σουγιούλ ήταν μια μουσική ιδιοφυΐα. «Οι μεγαλύτερες επιτυχίες μου», έλεγε και ξανάλεγε χαριτολογώντας, «γράφτηκαν στο πόδι». Είχε ερεθίσματα από όλα τα είδη της μουσικής. Η μόνο με την οποία δεν τόλμησε να ασχοληθεί, αν και την λάτρευε, ήταν η κλασική μουσική. Ο Αλέκος Σακελλάριος έλεγε χαρακτηριστικά: «Του Μιχάλη και την Αγία Γραφή να του δώσεις, θα τη μελοποιήσει».
Αρχίζει λοιπόν να γράφει τραγούδια, και ένα από τα πρώτα του σουξέ ήταν το «Για μας κελαηδούν τα πουλιά» που το τραγούδησε η Σοφία Βέμπο σε πρώτη εκτέλεση, αν και δισκογραφικά έγινε επιτυχία με τον Νίκο Γούναρη.
Αν και ήταν γνωστή η παραξενιά της «τραγουδίστριας της Νίκης», οι σχέσεις της με τον Σουγιούλ ήταν άριστες. Μάλιστα του είχε βαφτίσει και μία από τις τρεις κόρες του, την Αλίκη.
Η Βέμπο τραγούδησε σε δεύτερη και αλλαγμένη εκτέλεση και ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει ιστορικό.
Το 1938 κυκλοφόρησε η «Ζεχρά» που γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Η «Ζεχρά» έγινε η μεγάλη επιτυχία του Σουγιούλ με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο, η οποία ζήτησε αργότερα από τον Μίμη Τραϊφόρο να γράψει κάτι πολεμικό πάνω στη μελωδία αυτή. Έτσι γράφτηκαν οι στίχοι «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», για την ενίσχυση του ελληνικού στρατού το χειμώνα του 1940.
«Τρεις αγάπες έχω», έλεγε η τραγουδίστρια, «σ’ αυτόν τον κόσμο: Την πατρίδα μου, το ελληνικό κοινό και τα τραγούδια μου…»!
Και εγένετο αρχοντορεμπέτικο
Μπορεί το ρεμπέτικο να θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι του εγχώριου τραγουδιού, όμως για πάνω από δύο δεκαετίες ήταν περιφρονημένο και περιθωριακό ως είδος. Αιτία ήταν οι στίχοι, αλλά και η ζωή των περισσότερων δημιουργών του. Παρ’ όλες όμως τις απαγορεύσεις και τις απαξιώσεις, δεν έπαψε να υφίσταται. Έτσι, οι νέοι δημιουργοί της εποχής αποφάσισαν να το κάνουν λίγο πιο σικάτο για να αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια και τα σαλόνια.
Στην ουσία πήραν τον βασικό ρυθμό, οι στίχοι έγιναν πιο αστικοί, αρκετές φορές μάλιστα μπολιάστηκαν και με χιούμορ.
Και κάπου εκεί μπαίνουν οι δυτικότροπες ενορχηστρώσεις που αρχίζουν να κυριαρχούν εκείνη την περίοδο. Και στον Μιχάλη Σουγιούλ ανήκει ιστορικά το πρώτο τραγούδι αυτού του είδους που κυκλοφόρησε. Και τι τραγούδι…
«Το τραμ το τελευταίο» ακούστηκε στην επιθεώρηση του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου Άνθρωποι, άνθρωποι, το 1948. Επί σκηνής το τραγούδησε πρώτη η Σπεράντζα Βρανά, ωστόσο στην πρώτη ηχογράφησή του στη δισκογραφία το ερμήνευσαν ο Τώνης Μαρούδας και ο Νίκος Παπαδάκης.
Ο μπαμπάς λείπει σε δουλειές
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 ο Σουγιούλ καλείται να γράψει τραγούδια για τον κινηματογράφο, που αρχίζει να γίνεται δημοφιλής στον κόσμο. Και φυσικά κι εκεί γράφει ιστορία, όπως και στις μεγαλύτερες πίστες όπου εμφανίζεται ως συνθέτης.
Εκτός δουλειάς ήταν ένας πολύ καλός οικογενειάρχης με τέσσερα παιδιά: τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Η κόρη του Ηρώ θυμάται: «Ένα βράδυ μάς είχε πάρει μαζί με την αδελφή μου Μαρία στην “Όαση”, που ήταν στο Ζάππειο. Θυμάμαι πόσο με είχε εντυπωσιάσει η ατμόσφαιρα. Κόσμος πολύς, ωραίες εικόνες, και ο Μίμης Τραϊφόρος να παρουσιάζει τη βραδιά. Κάποια στιγμή βγήκε στη σκηνή η ορχήστρα με μαέστρο τον Μιχάλη Σουγιούλ. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα, εκείνος υποκλίθηκε βαθιά στο κοινό. Τότε έσκυψα και είπα στο αυτί της αδελφής μου: “Μαρία, ο μπαμπάς πρέπει να είναι πολύ σπουδαίος άνθρωπος”».
Βέβαια δεν ήταν όλα ρόδινα στο σπίτι. Στην ίδια συνέντευξη η Ηρώ Σουγιούλ είχε δηλώσει: «Τον πατέρα μας δεν τον βλέπαμε πολύ. Ζηλεύαμε τα παιδιά που έπαιζαν με τους δικούς τους πατεράδες στο δρόμο ή στις παιδικές χαρές. Ο δικός μας ήταν πολύ στοργικός αλλά δούλευε διαρκώς: έγραφε τραγούδια, εργαζόταν σε νυχτερινά κέντρα, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στη ραδιοφωνία, δισκογραφούσε… Όταν έβλεπα τη λατρεία που του έδειχνε ο κόσμος στο δρόμο, τότε αισθανόμουν το πόσο σημαντικός άνθρωπος ήταν».
Όσον αφορά το έργο του ως συνθέτη, η κόρη του είχε πει: «Τον θυμάμαι να λέει “τώρα γράφω τη μουσική που μου ζητούν, αργότερα θα γράψω τη μουσική που θέλω εγώ”. Και εννοούσε την κλασική μουσική. Θεωρούσε ότι είχε χρόνο μπροστά του. Πέθανε όμως στα 52 του μόλις χρόνια, και δυστυχώς δεν πρόλαβε».
Μάλιστα, όπως επισημαίνει η κόρη του: «Παρότι δεν υπήρχε τηλεόραση να μεταδώσει την είδηση, ο κόσμος το έμαθε σε χρόνο ρεκόρ. Θυμάμαι πόσοι άνθρωποι ήταν κιόλας μαζεμένοι στην εκκλησία κρατώντας κεριά. Τον πέρασαν τιμητικά από την οδό Σταδίου και τα πεζοδρόμια βούλιαζαν από κόσμο. Ούτε αρχηγός κράτους!».
Η δεύτερη τραγωδία στην οικογένεια
Ο γιος του, Θάνος Σουγιούλ, είχε εμφανιστεί αρχικά ως ηθοποιός σε κάποιες ταινίες της εποχής. Όπως ο Κατήφορος ή Η Αλίκη στο ναυτικό, όπου υποδυόταν τον δόκιμο Νάκο που είχε δώσει τα ρούχα του στην πρωταγωνίστρια. Στη συνέχεια έγινε μουσικός του συγκροτήματος «Juniors», όπου τραγουδιστής ήταν ο Μάικ Ροζάκης.
Ο Θάνος Σουγιούλ έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στην Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας το απόγευμα της Κυριακής 10 Οκτωβρίου 1965.
Από τους τέσσερις επιβαίνοντες στο μοιραίο Peugeot 404 σκοτώθηκαν οι τρεις (μεταξύ τους και η 18χρονη χορεύτρια Νανά Πανέτου, αρραβωνιαστικιά του Σουγιούλ), ενώ ο τέταρτος, ο κιθαρίστας Αλέξης Καρακαντάς, έχασε κάποια δάχτυλα του χεριού του. Την επόμενη Κυριακή, 17 Οκτωβρίου, οι «Juniors» έδωσαν συναυλία στη μνήμη του Σουγιούλ, και τα έσοδα διατέθηκαν στην οικογένεια του αξέχαστου μουσικού και της χορεύτριας.
Οι «Juniors» ποτέ δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από αυτό το χτύπημα και αφού έγραψαν ένα τραγούδι στη μνήμη του αδικοχαμένου συναδέλφου τους (το «Lost friend»), διαλύθηκαν το 1966.