Την εναρκτήρια για τον πολιτισμό «Εποχή του Λίθου» διαδέχτηκε η ακόμα πιο σημαντική για την πορεία της ανθρωπότητας «Εποχή του Χαλκού», που διήρκεσε χρονικά από το 3300 έως και το 1100 π.Χ. Η τελευταία χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την Πρώιμη (3300-2000), τη Μέση (2000-1600) και την Ύστερη (1600-1100). Κατά τη διάρκειά της αναπτύχθηκαν τέσσερις μεγάλοι πολιτισμοί: ο Μινωικός (Κρήτη), ο Κυκλαδικός (Κυκλάδες), ο Ελλαδικός (ηπειρωτική Ελλάδα) και ο πολιτισμός του Βορείου Αιγαίου (νησιά Β. Αιγαίου).
Η εποχή αυτή χαρακτηρίστηκε από την άνθηση του εμπορίου και των τεχνών. Τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία γραφής (Γραμμική Α΄ και Β΄) και έγιναν διακριτοί οι πρώτοι μηχανισμοί διοικητικής οργάνωσης και πολιτικής εξουσίας.
Λαμπρό παράδειγμα πόλης ακμάζουσας της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (ΥΕΧ) είναι οι «πολύχρυσες» (κατά τον Όμηρο) Μυκήνες, οι οποίες είναι τοποθετημένες σε στρατηγικό σημείο της αργολικής πεδιάδας και σε απόσταση μόλις 15 χλμ από τη θάλασσα, χωρίς όμως να είναι ορατές από τη μεριά της. Έτσι διατηρούσαν τον έλεγχο χερσαίων και θαλάσσιων οδών. Η επιλογή της θέσης αυτής για δημιουργία πόλης, εκτός από γεωστρατηγικό χαρακτήρα είχε και πρακτικό, αφού στο λόφο όπου ήταν χτισμένες οι Μυκήνες είχε τις εκβολές της η Περσεία πηγή. Η πόλη των Μυκηνών κατοικήθηκε από την Πρωτοελλαδική περίοδο (2500 μ.Χ.) για να φτάσει στη μέγιστη ακμή της περίπου το 1400 π.Χ.
Σε αντιδιαστολή με τα ανάκτορα της Κνωσού τα οποία περιβάλλονταν από κτήρια και ιερά (ιερά κορυφής), στοιχείο που συνηγορεί στην άποψη πως η πολιτική εξουσία της Κνωσού ήταν στενά συνδεδεμένη με το ιερατείο (και ίσως ήταν μια θεοκρατική εξουσία), χαρακτηριστικό της πόλης των Μυκηνών είναι τα «Κυκλώπεια» τείχη της που δείχνουν καταφανώς πως η πολιτική εξουσία της ήταν συνυφασμένη με τη στρατιωτική ισχύ.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που η επίσημη είσοδος της ακρόπολης ήταν η μεγαλοπρεπέστατη «Πύλη των Λεόντων».
Οι λέοντες –ή σφίγγες ή γρύπες– που διακοσμούσαν το υπέρθυρο της Πύλης ήταν αφενός μεν σύμβολο της βασιλικής εξουσίας (οικόσημο), αφετέρου δε είχαν και αποτροπαϊκό χαρακτήρα, φυλάσσοντας «μαγικά» την πόλη από τους εχθρούς. Το μυκηναϊκό ανάκτορο συγκέντρωνε κάθε μορφή πολιτικής-διοικητικής-στρατιωτικής εξουσίας και ήταν παράλληλα το αδιαμφισβήτητο οικονομικό κέντρο. Ο απλός λαός ζούσε έξω από τα τείχη, με τη δυνατότητα όμως να καταφεύγει εντός αυτών σε κάθε περίπτωση κινδύνου.
Στην κορυφή του λόφου δέσποζε το «ανάκτορο», κέντρο της πολιτικής εξουσίας, χτισμένο στο μέσο της οχυρωμένης ακρόπολης. Παρακείμενα της εισόδου του κυρίως χώρου βρέθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός πινακίδων σε Γραμμική Β΄.
Η γραφή αυτή είναι πλήρως αποκρυπτογραφημένη εδώ και πολλές δεκαετίες, και έτσι διαθέτουμε πλήθος πληροφοριών για την οργάνωση της μυκηναϊκής κοινωνίας κατά την ΥΕΧ.
Σημαντικές πληροφορίες αντλούμε και από την υπόλοιπη χωροταξική ανάπτυξη των ανακτόρων: Έξωθεν των θυρών του δωματίου βρέθηκαν ίχνη βάθρων, που εικάζεται ότι επάνω σε αυτά βρίσκονταν ένοπλοι φρουροί του βασιλιά (σύμφωνα με άλλο –λιγότερο επικρατέστερο– σενάριο ήταν βάσεις λυχνοστατών). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την αίθουσα 6 του μεγάρου, στην οποία βρέθηκαν ίχνη κυκλικής κεντρικής εστίας περιβαλλόμενης από τέσσερις κίονες. Η εστία διατηρούνταν ακοίμητη και είχε σαφώς ιερό χαρακτήρα.
Ο ιδιαίτερος διάκοσμος του χώρου –δάπεδο επιχρισμένο με κονίαμα, έγχρωμα κοσμήματα και τοιχογραφίες, και τέλος η ύπαρξη ενός τεράστιου στιλιζαρισμένου χταποδιού στο πάτωμα, ανάμεσα στην εστία και τα ίχνη του εικαζόμενου θρόνου–, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως πρόκειται για την αίθουσα του θρόνου (κατ’ αντιστοιχία της αίθουσας θρόνου των ανακτόρων της Κνωσού κατά την Νεοανακτορική περίοδο, μερικούς αιώνες πριν).
Πληροφορίες για το πώς ήταν η αίθουσα του θρόνου μπορούμε εξάλλου να αντλήσουμε και από τα ομηρικά έπη και συγκεκριμένα από την περιγραφή της σκηνής της συνάντησης του Οδυσσέα με τον βασιλιά των Μυκηνών Αλκίνοο. Συνδυάζοντας αυτές τις πληροφορίες με τα ευρήματα, συμπεραίνουμε ότι ο βασιλιάς ήταν καθισμένος στο θρόνο του και περιβαλλόταν από ένα συμβούλιο γερόντων των οποίων οι θέσεις ήταν στερεωμένες στους γυψόλιθους των τοίχων. Στη βόρεια πλευρά του ανακτόρου αναπτύσσονταν μια σειρά δωμάτια τα οποία χρησιμοποιούνταν από τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Εκεί βρίσκεται και το λεγόμενο «λουτρό του Αγαμέμνονα», όπου οι αρχαιολόγοι βρήκαν ίχνη από αρχαίο αποχετευτικό αγωγό, σημάδι της τεχνολογικής ακμής στην οποία είχε φτάσει ο Πολιτισμός των Μυκηνών.
Περιμετρικά του ανακτόρου υπήρχαν αποθήκες αγγείων, οιναποθήκες, μέσα στις οποίες βρέθηκαν και σφραγίσματα που έφεραν το ιδεόγραμμα του κρασιού (στοιχείο που σχετίζεται με την οργάνωση). Επίσης υπάρχουν χώροι ιερών και κατοικίες υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων.
Έξω από το οικιστικό σύστημα της ακρόπολης αναπτυσσόταν ένα άλλο σύστημα οικιών, των κατοίκων των Μυκηνών. Χαρακτηριστικό είναι πως και οι απλές οικίες ήταν χτισμένες υπό τύπον μεγάρου, ενώ είχαν αυλή και διάφορους βοηθητικούς χώρους πέριξ αυτής. Έξω από την ακρόπολη υπήρχαν τα εργαστήρια που εκτελούσαν παραγγελίες του άνακτα.
Οι πήλινες πινακίδες αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ελεγκτικού διοικητικού μηχανισμού στα ανάκτορα για την καταμέτρηση της παραγωγής μαλλιού (από πρόβατα για την ύφανση χιτώνων) αλλά και αρωματικών ελαίων. Το γεγονός ότι πολύτιμα υλικά όπως το ελεφαντόδοντο (πρώτη ύλη για εργαστήριο ελεφαντουργίας) μπορούσε κανείς να βρει σε μεγάλες ποσότητες και εκτός της ακροπόλεως, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως υπήρχε ασφάλεια για όλους τους Μυκηναίους και όχι μόνο για τον βασιλιά και την άρχουσα τάξη. Σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από πινακίδες γραμμένες σε Γραμμική Β΄, στην κορυφή της εξουσίας βρισκόταν ο άναξ (wa-na-ka).
Ακριβώς κάτω από τον άνακτα στην κλίμακα της ιεραρχίας ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός-αξιωματούχος ο λαFαγέτα (ra-wa-ke-ta). Ακόμη πιο κάτω βρίσκονταν οι te-re-ta, οι προεστοί.
Επίσης, υπήρχαν οι επέται (e-qe-ta) οι οποίοι ήταν αρμόδιοι για την τήρηση του νόμου και την εκτέλεση των διαταγών του άνακτα. Το ιερατείο είχε σημαίνουσα θέση στην μυκηναϊκή κοινωνία. Τεχνίτες και δημιουργοί συναποτελούσαν την πολυάριθμη «λαϊκή τάξη» ενώ στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι δούλοι. Αξιοσημείωτο είναι ότι η γνώση της Γραμμικής Β΄ δεν ήταν μόνο προνόμιο των γραφέων, αλλά και του άνακτα, των αξιωματούχων και πιθανόν κι άλλων πολιτών. Η Γραμμική Β΄ γεννήθηκε από την ανάγκη καταγραφής και οργάνωσης, δηλαδή ήταν εργαλείο της διοίκησης του κράτους και σταμάτησε να υφίσταται με την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων.
Ο «τάφος του Ατρέα» κατασκευάστηκε το 1250 π.Χ. και ανήκει στον ταφικό κύκλο Α των Μυκηνών. Ξεχωρίζει για το θολωτό σχήμα του, τις μνημειώδεις διαστάσεις, τα μεγάλα υπέρθυρα και τον κυψελοειδή θόλο.
Οι Μυκηναίοι έδειχναν μεγάλο σεβασμό προς τους νεκρούς τους. Δεν προχωρούσαν ποτέ σε καύση, αλλά μόνο σε ταφή.
Εάν το πρόσωπο που τύγχανε ταφής ανήκε σε υψηλά κοινωνικά στρώματα (όπως ο βασιλιάς Ατρέας), θαβόταν σε θολωτούς υπερμεγέθεις τάφους, γεμάτους από χρυσά και πολύτιμα κτερίσματα. Συχνές ήταν και οι θυσίες ζώων –κυρίως αλόγων– έξω από τον τάφο, στο λίθινο μονοπάτι που οδηγούσε στο εσωτερικό του. Οι απλοί θνητοί θάβονταν σε κιβωτιόσχημους τάφους με την συνοδεία όχι πολύτιμων τιμαλφών όπως ο άνακτας, αλλά απλών κτερισμάτων όπως κύπελλα και λυχνάρια για το αιώνιο σκοτάδι του Άδη, και πλήθος άλλων αντικειμένων οικιακής χρήσης.
Η εποχή του Χαλκού στον ελληνικό χώρο είναι συνυφασμένη με το φαινόμενο του έντονου εξαστισμού. Βάση της οικονομίας ήταν η εντατική καλλιέργεια της ελιάς, της αμπέλου και των σιτηρών, όμως παράλληλα σημειώθηκε και αλματώδης ανάπτυξη των τεχνών που στηριζόταν στην εξειδίκευση των τεχνιτών και την εξάπλωση του εμπορίου. Η αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τον πυκνό αστικό ιστό και την παραγωγή πλούτου δημιούργησε την ανάγκη ανάδειξης μορφών εξουσίας και φαινομένων διοικητικής οργάνωσης.
Στη διάρκεια των 2.200 χρόνων της περιόδου που χαρακτηρίστηκε «Εποχή του Χαλκού», λόγω της εξόρυξης και της κατεργασίας του πολύτιμου αυτού μετάλλου, σε ό,τι αφορά την ιστορία της ανθρωπότητας και των Ελλήνων ιδιαίτερα, πραγματοποιήθηκαν ραγδαίες αλλαγές: πόλεις δημιουργήθηκαν, άνθησαν και καταστράφηκαν από φυσικά αίτια ή τον ανθρώπινο παράγοντα. Όμως δεν παραδόθηκαν στη λήθη, γιατί την εποχή αυτή ο άνθρωπος επινοεί τη γραφή, η οποία είχε διπλή σημασία για την εξέλιξη και την πρόοδό του. Υπήρξε πολύτιμο «εργαλείο» του στην προσπάθεια οργάνωσης των κοινωνιών, αλλά κυρίως δημιούργησε μια γέφυρα σύνδεσης του παρελθόντος με το μέλλον, αφήνοντας έντονα το στίγμα της ιστορικής του παρουσίας ως κληροδότημα στους απογόνους του.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων