Ο Γεώργιος Γρηγοριάδης μεγάλωσε σε οικογένεια με βαθιές ρίζες από τον Πόντο. Η ζωή του σε πολυεθνικό περιβάλλον του Σόχουμ του δημιουργούσε ερείσματα για να μάθει τη μητρική του γλώσσα που τη στερήθηκε στα παιδικά του χρόνια, και να μελετήσει σε βάθος την ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων της περιοχής¹.
Σόχουμ, πολυεθνική πόλη στον Εύξεινο Πόντο
Οι Έλληνες στο Σόχουμ τη σοβιετική περίοδο ήταν πολλοί και ο πατριωτισμός τους φανερός. Από τους 35 συμμαθητές του Γεώργιου Γρηγοριάδη στο σχολείο, οι 8 ήταν Έλληνες. Πριν από την εξορία από την Αμπχαζία το 1949 οι κάτοικοι της πόλης Σόχουμ την έλεγαν «Μικρή Ελλάδα».
Ακόμα πιο πολυπληθής ήταν ο ελληνισμός πριν από τα μεγάλα κύματα μετεγκατάστασης στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
«Όπως μου έλεγε η μητέρα μου Δέσποινα Ιαχιοπούλου και άλλοι παλιοί κάτοικοι, σε όλες τις γειτονιές του Σόχουμ ακουγόταν η ελληνική λαλιά. Την ελληνική γλώσσα ήξεραν και αρκετοί κάτοικοι άλλων εθνικοτήτων. Όταν ξεκίνησα να μαζεύω τα στοιχεία για τον ελληνισμό του Σόχουμ με βοηθούσαν και οι Σοχουμλήδες με άλλη εθνική καταγωγή, απαντώντας και στα ελληνικά – στην ποντιακή διάλεκτο και τη δημοτική γλώσσα», είπε ο Γεώργιος Γρηγοριάδης.
Ο πατριωτισμός του Γεώργιου Γρηγοριάδη ενισχύθηκε από την έντονη παρουσία στο Σόχουμ κατοίκων με την τελείως διαφορετική από τους Έλληνες καταγωγή. Υπήρχε η ανάγκη της μελέτης της προσωπικής εθνικής ταυτότητας.
«Δίπλα μας έμεναν οι Ρώσοι, οι Αμπχάζοι, οι Γεωργιανοί (περισσότερο Μιγγρέλοι), οι Αρμένιοι, οι Ουκρανοί, οι Εβραίοι, οι Εσθονοί, οι Γερμανοί, οι Γάλοι, οι Ιταλοί, οι Πέρσες, οι Τούρκοι. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία για εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες και εγκλωβίστηκαν στα νέα μέρη μετά τον εμφύλιο και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ. Σχεδόν όλες αυτές οι μειονότητες εξορίστηκαν τη δεκαετία 1940 στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία. Κάποιοι όμως είχαν αποφύγει τη βίαιη απομάκρυνση από το Σόχουμ. Στο δικό μας σχολείο σπούδαζε ένας Ιταλός με το επώνυμο Πούππο.
»Γνωστός στην πόλη ήταν ένας Τούρκος με το όνομα Μουχαρέμ Μπουγιούκ-ογλί, μάλλον ήταν απόγονος των Οθωμανών της περιοχής. Είχε μεγάλο διώροφο σπίτι με την αυλή και τα πρόσθετα κτίσματα. Την τσαρική περίοδο ήταν πρόεδρος της κοινότητας των μουσουλμάνων σουνιτών. Οι απόγονοι του ήταν οι γείτονες μας.
»Όταν ήμουν μικρός ανάμεσα στους γνωστούς μας ήταν αρκετοί Γερμανοί. Υπήρχε και μια οικογένεια Γάλλων. Η ύπαρξη ανθρώπων με πολύ διαφορετικό πολιτισμό και διαφορετική συνείδηση αποτελούσε μεγάλο πλούτο για την πόλη μας. Με την πάροδο του χρόνου στο Σόχουμ δημιουργήθηκε μια ανεπανάληπτη, τοπική ένωση πολιτισμών. Κατανοώντας όλη αυτή τη διαφορετικότητα, εγώ ακόμα περισσότερο έβαζα στόχο να ερευνήσω τις δικές μας ελληνικές ρίζες», εξήγησε.
Η ενίσχυση της ελληνικής εθνικής συνείδησης
Ο Γεώργιος Γρηγοριάδης από την παιδική ηλικία του ενδιαφερόταν για ό,τι έχει σχέση με τους Έλληνες και αναρωτιόταν γιατί η ελληνική πολιτιστική ζωή έλειπε από τις δημόσιες εκδηλώσεις στην πόλη. Στις σχολικές γιορτές οι χοροί των λαών της ΕΣΣΔ παρουσιάζονταν αποσπασματικά, ενώ δεν συμπεριλαμβάνονταν οι ελληνικοί χοροί, παρόλο που η εθνική κοινότητα ήταν μεγάλη.
Το 1966, όταν ο Γεώργιος ήταν 6 ετών, άκουγε με τον πατέρα του στο ραδιόφωνο τη μετάδοση του ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σοβιετική Ένωση. Τότε ο μικρός Έλληνας του Σόχουμ αναρωτήθηκε για τον τρόπο μετάδοσης, αν θα μπορούσαν να το δείξουν και τηλεοπτικά. (Ο ελληνικός πληθυσμός της Σοβιετικής Ένωσης για τις εκπομπές με ελληνικό περιεχόμενο μαζευόταν γύρω από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα.)
«Έψαχνα στη σχολική βιβλιοθήκη οτιδήποτε έχει σχέση με την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων. Τα βιβλία αυτά εγώ τα “κατάπινα”. Στο σπίτι συνέχεια άκουγα δίσκους με ελληνική μουσική, τους οποίους ο πατέρας μου έφερνε από τη Μόσχα. Συνήθως ήταν με τραγούδια της Γιοβάννας (Ιωάννας Φάσσου-Καλπαξή) από τη δισκογραφική εταιρεία της ΕΣΣΔ “Μελόντια”. Υπήρχαν και πειρατικοί δίσκοι, αντιγραφές από αυτούς που έφερναν από την Ελλάδα. Τους πουλούσαν σε τοπικά καταστήματα ηχογράφησης.
»Εκτός από ελληνική μουσική, στο Σόχουμ ακούγαμε και τον Ιταλό Ρομπερτίνο Λορέτι, και από τη Γιουγκοσλαβία τη Ραντμίλα Καρακλάιτς και τον Τζόρτζε Μαριάνοβιτς. Από το δε ραδιόφωνο μεταδίδονταν τραγούδια σε πολλές γλώσσες: ρωσική, γεωργιανή, αμπχαζική, αρμενική και τουρκική», ανέφερε ο Γεώργιος σχετικά με τις πρώτες του αναζητήσεις γύρω από το εθνικό ζήτημα στη Σοβιετική Ένωση.
Στο σπίτι της οικογένειας Γρηγοριάδη υπήρχε το ελληνικό αλφαβητάριο του Γεωργιανού ελληνιστή Φ. Καουχτσισβίλι, το οποίο εκδόθηκε το 1958 στην Τιφλίδα. Ο Γεώργιος το φυλάσσει μέχρι σήμερα στη βιβλιοθήκη του. Ήταν μια από τις πρώτες επαφές του με την ελληνική γραφή.
Μεγάλη σημασία είχαν οι εκκλησιασμοί μαζί με τη γιαγιά του από τη μεριά του πατέρα του, την Ελένη Γεμιχοπούλου του Σπυρίδωνα. Η σχέση με την ορθόδοξη εκκλησία ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας.
Οι πρώτες επαφές με την ελληνική γλώσσα
«Θυμάμαι πως από την ηλικία των 3-4 ετών ένιωθα καθαρά πως είμαι Έλληνας. Όταν βγαίναμε με τον πατέρα μου για περπάτημα περνούσαμε από το μπακάλικο στο οποίο εργαζόταν ο θείος Βολόντια (από το Βλαντίμιρ), Μιγγρέλος στην καταγωγή. Από αυτόν παίρναμε τις αγαπημένες μου καραμέλες. Εκείνος μου έλεγε πως ως Έλληνας πρέπει να μιλάω ελληνικά. Ο ίδιος ήξερε αρκετά καλά τη γλώσσα μας. Πολλοί Σοχουμλήδες άλλων εθνικοτήτων τα μιλούσαν, από την εποχή που η πόλη έσφυζε από ελληνική ζωή», είπε ο Γεώργιος μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια.
Στην ηλικία των 7 ετών με την οικογένεια του επισκέφτηκαν το ελληνικό χωριό Τσιχιστζβάρι κοντά στην πόλη Μπορζόμι στη Γεωργία· τα ελληνικά χωριά στον Καύκασο δημιουργήθηκαν από πρόσφυγες από τον Πόντο και μέχρι τις μέρες μας οι περισσότεροι κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού μένουν στον τόπο τους και διατηρούν αναλλοίωτη την ποντιακή διάλεκτο.
Τότε ο Γεώργιος δεν ήξερε τα ποντιακά (τα ρωμαίικα, όπως τα αποκαλούν οι Πόντιοι μέχρι σήμερα) και ένιωθε ότι οι μικροί και οι μεγάλοι κάτοικοι του χωριού τον ντρόπιαζαν – οι γονείς του δεν τον έμαθαν να μιλάει τη μητρική τους γλώσσα και έτσι ήξερε μόνο μερικές λέξεις. Ο λόγος ήταν ότι η μητέρα του φοβόταν πως ο γιος της θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στην προσαρμογή στην πολυεθνική κοινωνία της ΕΣΣΔ. Η Δέσποινα Ιαχιοπούλου πρόλαβε να τελειώσει πέντε τάξεις ελληνικού σχολείου μέχρι το 1938 οπότε στη Σοβιετική Ένωση έκλεισαν όλα τα ελληνόγλωσσα ιδρύματα. Η επόμενη σχολική χρονιά στο ρωσικό σχολείο ήταν δύσκολη για την Ελληνοπούλα. Γι’ αυτό το λόγο η ρωσική γλώσσα ήταν πρώτη στην οικογενειακή παιδεία της οικογένειας Γρηγοριάδη.
Ωστόσο μετά από έναν μήνα παραμονής στο Τσιχιστζβάρι, τον Ιούλιο του 1967, ο Γεώργιος είχε μάθει πολλές ρωμαίικες λέξεις. Τον βοηθούσε το γεγονός πως από μικρός άκουγε την ποντιακή διάλεκτο στο σπίτι της γιαγιάς και της θείας του.
Στην ηλικία των 11 ετών συνέβη ένα ακόμα περιστατικό που αποτυπώθηκε στη μνήμη του. Στη διάρκεια μιας βόλτας με τη μητέρα του συνάντησαν στο δρόμο μία γνωστή της, τη Λιουμπόφ Καρβονίδη, η οποία στο παρελθόν ήταν ηθοποιός του ελληνικού θιάσου του Σόχουμ. Εκείνη ρώτησε αν ο μικρός μάθαινε ελληνικά. Και η Δέσποινα απάντησε: «Όταν μεγαλώσει, μόνος του θα μάθει τη νεοελληνική γλώσσα». Σαν να ήξερε. Η μητέρα του Γεώργιου πίστευε στις ικανότητες του γιου της, όμως η ηθοποιός επέμενε, τονίζοντας πως το παιδί θα έπρεπε για αρχή να μάθει τουλάχιστον τα ρωμαίικα.
Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να ξεκινήσει πράγματι να μαθαίνει μόνος του τη νεοελληνική γλώσσα. Εκείνο τον καιρό στο Σόχουμ από την Ελλάδα είχε μετακομίσει μία οικογένεια Ποντίων. Ο Γεώργιος σήμερα δεν θυμάται το επώνυμό τους, μόνο ότι η ιστορία τους ήταν περίπλοκη. Το 1949 αυτή η οικογένεια εξορίστηκε στο Καζακστάν από το Σόχουμ, το 1966 έφυγε για την Ελλάδα και το 1975 επέστρεψε πάλι στο Σόχουμ.
«Η Μαρίνα, μία γυναίκα από αυτή την οικογένεια, στεναχωριόταν για την απόφαση επιστροφής τους από την Ελλάδα στο Σόχουμ και έλεγε: “Στην Ελλάδα είναι δύσκολα, όμως εκεί είναι πάρα πολύ καλά”. Ο γιος τους, ο οποίος ήταν κατά δύο χρόνια πιο μικρός από μένα, δεν ήξερε ρωσικά και δυσκολευόταν να μιλήσει με τους γείτονες. Αυτός συχνά επισκεπτόταν το σπίτι μας. Η μητέρα μου τον ανακούφιζε με τις κουβέντες στη μητρική του γλώσσα. Εγώ τότε δεν μπορούσα ούτε να καταλαβαίνω, ούτε να μιλήσω ελληνικά. Τότε αποφάσισα να ασχοληθώ σοβαρά με το ζήτημα της ελληνικής γλώσσας. Όμως υπήρχαν δυσκολίες. Η μητέρα μου δεν είχε χρόνο να με βοηθάει στη διαδικασία της εκμάθησης και τη δεκαετία του 1970 δεν υπήρχε ακόμα κανενός είδους σεμινάριο.
»Μόνο το 1974 εκδόθηκε το εγχειρίδιο της εκμάθησης της νεοελληνικής γλώσσας της γνωστής ελληνίστριας της ΕΣΣΔ Μαρίνας Ρίτοβα. Το βιβλίο αυτό εξαντλήθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Εγώ έμαθα για αυτήν την έκδοση μετά από 4 χρόνια, από μία ξαδέλφη. Δανείστηκα το δικό της αντίτυπο και έκανα τα πρώτα βήματα στην εκμάθηση της μητρικής μου γλώσσας. Το 1978 βγήκε η β’ έκδοση, κάτι που ήταν μεγάλο βοήθημα στη δική μου προσπάθεια. Χάρη στην επαφή μου με τους φυσικούς ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου και της νεοελληνικής γλώσσας μπορούσα πια και καταλάβαινα σχεδόν τις μισές λέξεις του εγχειριδίου», κατέληξε.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός.
—
1. Διαβάστε εδώ το Α’ μέρος του αφιερώματος στον γνωστό μελετητή.