Πρωί καθημερινής στην πολύβουη Πατησίων, δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκεί συναντήσαμε τον Χρήστο Καλιοντζίδη προτού επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη όπου πλέον είναι η βάση του. Μαζί του είχε και την κλασική ποντιακή λύρα, αλλά και την αγαπημένη του πεντάχορδη. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας θα δίδασκε ένα ακόμα σεμινάριο σε μέλη του «Λαβύρινθου», του Μουσικού Εργαστηρίου του Ρος Ντέιλι· το ταξίδι-αστραπή στην Αθήνα έγινε για τη συναυλία του Γαλλολιβανέζου Ιμπραΐμ Μααλούφ στο Ηρώδειο, μία μέρα πριν.
Ναι, η ζωή του περιστρέφεται γύρω από τη μουσική, είναι προσηλωμένος και σχεδόν ταγμένος σε αυτή. Συνεχίζει να μελετά αδιάκοπα, του αρέσει να πειραματίζεται με όχημα στην παρούσα φάση την πεντάχορδη λύρα, και έχει σχεδόν ως… μότο ότι ο καθένας πρέπει να λέει τη δική του αλήθεια.
Γιος του Μιχάλη Καλιοντζίδη που έχει γράψει χιλιόμετρα στην ποντιακή μουσική, και εγγονός ψάλτη της Σχολής του Πατριαρχείου με καταγωγή από τη Ματσούκα, ο Χρήστος Καλιοντζίδης είναι ένας πολυπράγμων μουσικός, ο οποίος μοιράζει το χρόνο του στο στούντιο που έχει φτιάξει στον Εύοσμο, στα μαθήματα (είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στα αγαπημένα του πανηγύρια.
Πιστεύει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι ότι λείπουν ο αυθορμητισμός και η σωστή επικοινωνία της δουλειάς που γίνεται, θεωρεί ότι υπάρχει απραξία σε συγκεκριμένα πράγματα και τάσσεται αναφανδόν υπέρ των ανοιχτών μουσικών διαύλων με τους Τούρκους. Εκτιμά δε ότι στο μέλλον δεν θα υπάρχουν ισάξια καλοί τραγουδιστές ποντιακών με τους λυράρηδες νέας γενιάς, και ότι αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα στον νεοελληνικό στίχο, ενδεχομένως μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Ο Χρήστος Καλιοντζίδης με τα δικά του λόγια στην κουβέντα με τη Γεωργία Βορύλλα, για το pontosnews.gr:
Ο Γαλλολιβανέζος Ιμπραΐμ Μααλούφ αποφάσισε ότι θέλει αυτό το διάστημα να κάνει μπάλκαν με την τρομπέτα του. Έχει παίξει άπειρα διαφορετικά πράγματα στη ζωή του, τζαζ, τουρκική μουσική… Και αποφάσισε ότι θέλει να κάνει μπάλκαν με έναν κλαμπίσιο mainstream ήχο. Και αυτό το πράγμα το έπαιξε στο Ηρώδειο. Αυτή είναι μεγάλη καινοτομία – υπήρχαν θεατές που σοκαρίστηκαν από την ένταση και το «γκάζι». Ναι, αλλά είναι μία πρόταση, είναι κάτι που βγαίνει έξω από το υπάρχον πλαίσιο και λέει «εγώ είμαι αυτός και κάνω αυτό, η δική μου αλήθεια το 2022 είναι αυτή».
Σε εμάς λείπει ο αυθορμητισμός. Υπάρχει πολλή σκοπιμότητα· «να κάνω αυτό γιατί αυτό ακούει ο κόσμος», «να κάνω αυτό γιατί θα ξεκινήσουν οι καλοκαιρινές εμφανίσεις και πρέπει να έχω κάτι να τραγουδήσω», ή «εκεί θα πιάσω τον παλμό της νεολαίας», ή «εκεί θα χορέψουν, ο κόσμος θέλει ρούμπες, τσιφτετέλια, τίκ’, άσε το διπάτ’ στην άκρη, είναι αργό». Αυτά είναι πράγματα που γίνονται επί σκοπίμου βάσεως για να μπορεί να έχει αντίκρισμα όλο αυτό επαγγελματικά και βιοποριστικά. Το οποίο είναι απολύτως σεβαστό, και εγώ μόνο από τη μουσική βιοπορίζομαι. Απλά είναι κακό όταν παραμερίζονται άλλα πράγματα, όταν βλέπεις ανθρώπους που έχουν μεγάλο πνευματικό υπόβαθρο και πολύ ταλέντο στα χέρια τους και μπαίνουν στη διαδικασία και κλείνονται σε ένα κουτί γιατί πρέπει με το ζόρι να αντεπεξέλθουν σε αυτά που επιτάσσει η ποντιακή σκηνή το 2022.
Η συνεργασία με το Λαβύρινθο ξεκίνησε μέσα στην πρώτη καραντίνα. Είχα έρθει σε επαφή με τον Ρος Ντέιλι, ο οποίος είναι λάτρης της ποντιακής μουσικής, έπαιζε χρόνια και με τον Γιώργο Αμαραντίδη στην Αθήνα. Και μου ζήτησε να κάνουμε μια μαγνητοσκοπημένη συναυλία εν μέσω lockdown – πήγαμε στην Κρήτη με τον Χρήστο Ασλανίδη τότε, παίξαμε, κάναμε τη συναυλία που ανέβηκε στο YouTube. Από εκεί και έπειτα κοιτάξαμε αυτό το πράγμα να εξελιχθεί, οπότε μπήκα στη διαδικασία να παραδώσω σεμινάρια στο Λαβύρινθο.
Γενικά η ποντιακή μουσική στο χώρο των ανθρώπων που ασχολούνται με τον εκάστοτε Λαβύρινθο βαδίζει λίγο σε άγνωστα νερά. Κι έχουμε και λίγο εμείς τα προβλήματα με το τι είναι ποντιακό, τι είναι τουρκικό, τι είναι μαυροθαλασσίτικο – υπάρχουν κι αυτά. Το μαυροθαλασσίτικο είναι κάτι περίπου στο μέσο, θυμίζει τον ήχο που παίζουν σήμερα στην Τουρκία, αυτή είναι η αλήθεια.
Το ζήτημα είναι κυρίως τεχνικό. Περισσότερο στο δοξάρι, το οποίο στην Ελλάδα άλλαξε κατά βάση από τον Γώγο Πετρίδη. Από αυτόν ξεκίνησαν και τελειώνουν όλα, και το θέμα έχει γίνει και λίγο δογματικό πλέον· δεν είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος που να έχει προσφέρει, ή ότι δεν υπάρχουν λυράρηδες σήμερα οι οποίοι τεχνικά να έχουν εφάμιλλα ή και ανώτερα στοιχεία. Απλώς το έχουμε θεοποιήσει και το έχουμε πλάσει στο μυαλό μας με μια εικόνα πολύ μακρινή, απλησίαστη, που δεν την ακουμπάμε. Το έχει αυτό ο Έλληνας, ιδίως όταν πεθαίνει κάποιος και περάσουν μερικά χρόνια, τον θυμόμαστε, τον αναπολούμε, λέμε πόσο καλός ήταν. Ενώ όσο ζούσε πολύ πιθανό να μην πηγαίναμε να τον ακούσουμε κιόλας. Ο Γώγος στα τελευταία του δεν είχε μεγάλη πέραση στο κοινό, διότι πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ήταν πολύ στο φόρτε του το τότε νεοποντιακό, με επιρροή από το λαϊκό, το δημοτικό και το πρώιμο «σκυλάδικο». Και ο Γώγος ήταν μίας άλλης σχολής, οπότε το κοινό τον είχε παραμερίσει λίγο.
Στο Λαβύρινθο η δυσκολία είναι να επικοινωνηθεί σωστά όλο αυτό. Το σεμινάριο που κάνω τώρα το έχουμε ονομάσει «Greek pontic music», γιατί μπορεί κάποιος από τους συμμετέχοντες, που είναι απ’ όλο τον κόσμο –έχω ας πούμε μαθητές από την Αμερική, από το Ισραήλ, από την Αγγλία–, μπορεί κάποιος απ’ όλους αυτούς να ακούσει κάτι αντίστοιχο ή να δει μια ποντιακή λύρα από κάποιον που παίζει σήμερα στην Τουρκία, και να ακούσει έναν τελείως διαφορετικό ήχο. Οπότε να σου πει: «Εγώ άλλο ακούω στο σεμινάριο, άλλο βλέπω εκεί, τι συμβαίνει;». Όπως ασχολούμαστε στην Ελλάδα με την ελληνική ποντιακή μουσική, υπάρχουν και άνθρωποι εκεί που ασχολούνται με τον τρόπο που παίζουν σήμερα είτε οι Πόντιοι της Τουρκίας, είτε οι Τούρκοι, οποιοσδήποτε.
Υπάρχει άπλετο υλικό για μελέτη και έρευνα, και το ιδανικό θα ήταν να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ομοιότητες και διαφορές, να τις αποδομήσουμε, και να βγει η μουσική κοινότητα κερδισμένη. Αυτό θα ήταν ό,τι πιο όμορφο.
Έχει τεράστια διαφορά στο δοξάρι, και ο δικός τους ήχος είναι πιο οξύς. Αν και πολλοί λυράρηδες στην Τουρκία μελετούν τον ελληνικό τρόπο παιξίματος και το στιλ που άφησε ο Γώγος, αλλά ότι υπάρχουν διαφορές, υπάρχουν.
Για να πάει όλο πιο κάτω θέλει μια συστηματική επικοινωνία με το εκτός ποντιακού χώρου κοινό. Είτε αυτό έχει να κάνει με μουσικές παραγωγές που θα προσελκύσουν τέτοιου είδους κοινό – γιατί εμείς μουσικά μόνο στάσιμοι δεν είμαστε, συνεχώς γίνονται καινούργια πράγματα, και μάλιστα θεωρώ ότι στην ποντιακή μουσική αυτό είναι πολύ ωραίο διότι υπάρχει μια διαρκώς ενεργή διαδικασία, όλοι γράφουν κομμάτια, και καινούργια και διασκευές, και, και… Αλλά δεν υπάρχει κάτι που θα προσελκύσει το κοινό που δεν θα πάει να ακούσει στο γλέντι ποντιακή μουσική.
Για παράδειγμα, ο Ρος Ντέιλι, μιας και μιλάμε για το Λαβύρινθο, κατόρθωσε να επικοινωνήσει τη μουσική της Κρήτης με ανθρώπους που δεν είχαν ακούσει ποτέ. Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει, παράλληλα με σοβαρές παραγωγές, είτε συναυλιακές είτε ντοκιμαντέρ είτε οτιδήποτε, ούτως ώστε να μάθει ο κόσμος πέρα από το κομμάτι της Γενοκτονίας και πέρα από το κομμάτι του αίματος και της βίας – είναι γεγονότα που έχουν καταγραφεί ιστορικά και δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κάποιος. Ωστόσο υπάρχει και ο πολιτισμός όπως τον ζούμε σήμερα, και καλό θα ήταν να εστιάσουμε σε αυτόν περισσότερο.
Δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να γίνει κάτι συγκεκριμένο. Θεωρώ ότι ο καθένας θα πρέπει να λέει τη δική του αλήθεια, να κάνει αυτό που πιστεύει και αυτό που νιώθει στην οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς να επηρεάζεται από το ότι «πρέπει σκοπίμως να κάνω κάτι για να έχει το οποιοδήποτε αντίκρισμα». Αν είσαι αυθόρμητος και ειλικρινής, τότε πολλά πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους. Είτε καλώς είτε κακώς, το ότι βρισκόμαστε στο δρόμο που είμαστε σήμερα στην ποντιακή μουσική είναι απόρροια πολύ συγκεκριμένων επιλογών και πραγμάτων.
Είμαστε στα όρια του κιτς, καθώς η τάση της εποχής είναι η ισορροπία ανάμεσα στο ποπ ελληνικό λαϊκό, στην ποπ αμερικανική σκηνή και στις ευρωπαϊκές παραγωγές. Γενικότερα ό,τι έχει να κάνει με τον mainstream ήχο της μουσικής βιομηχανίας.
Η ποντιακή λύρα σε επίπεδο ορχηστρικής μουσικής μπορεί να αποσυνδεθεί πάρα πολύ εύκολα από τη διάλεκτο. Και αυτό θα πρέπει να γίνει, διότι θα αποκτήσει άλλον βαθμό επικοινωνίας. Χωρίς όμως να θεωρώ πως είναι ανασταλτικός παράγοντας η διάλεκτος, γιατί το κοινό που θα επιλέξει να ακούσει μουσική, και στη μογγολική διάλεκτο να τραγουδάς θα κάτσει και θα σε ακούσει, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Αλλά για τον ελληνικό χώρο –αν πούμε ότι συνδυάζουμε την ποντιακή λύρα με νεοελληνικό στίχο– νομίζω ότι θα ήταν πολύ προβληματικό, όχι καλλιτεχνικά, εγώ δεν μπαίνω στη διαδικασία του αν πρέπει κάτι ή όχι. Απλώς θεωρώ ότι δεν είναι έτοιμος ο κόσμος ο δικός μας να το αποδεχθεί αυτό. Θα γίνει σε βάθος χρόνου, είμαι 100% σίγουρος, ότι θα περάσουμε στον νεοελληνικό στίχο. Καταρχάς τα ποντιακά που γράφονται στα τραγούδια τα περισσότερα πλέον έχουν μεγάλες επιρροές από τη νεοελληνική, με λέξεις πιο εύπεπτες, πιο εύηχες για έναν Πόντιο που δεν ξέρει να τα μιλήσει και τα καταλαβαίνει σε πολύ μικρό ποσοστό – ίσως και καθόλου. Εκτιμώ ότι σε καμιά δεκαετία εύκολα θα περάσουμε στον νεοελληνικό στίχο, τώρα είναι παντελώς ανέτοιμο το κοινό.
Ό,τι κάνω ο πατέρας μου το βλέπει θετικά, δεν είναι ποτέ αρνητικός. Αλλά δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε μαζί καλλιτεχνικά. Προκύπτουν άλλα προβλήματα, γιατί έχει συνηθίσει διαφορετικά το χώρο και είναι απολύτως λογικό. Έζησε σε μια εποχή που τα ποντιακά ήταν σε οργασμό, σε πλήρη έξαρση, με πολλή δισκογραφία, πολλά νυχτερινά μαγαζιά, πολλοί χώροι να παίξει κανείς ποντιακή μουσική, απεριόριστο κοινό – Θεσσαλονίκη και Αθήνα είχαν μαζί 10-12 μαγαζιά που ήταν γεμάτα κάθε σαββατοκύριακο, και καθημερινές τις περισσότερες φορές. Στην επαρχία υπήρχε ένα μαγαζί σε κάθε πόλη. Και παντού υπήρχε κόσμος να γλεντήσει και να τα γεμίσει αυτά τα μαγαζιά.
Άρα οποιοσδήποτε μεγάλωσε σε αυτή την περίοδο είναι δύσκολο να προσαρμοστεί σε αυτά τα νέα δεδομένα, και σε οποιονδήποτε το καταφέρνει εγώ του βγάζω το καπέλο διότι είναι τιτάνια προσπάθεια να έχεις έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, με όλες τις παραμέτρους του (το κοινό, τα οικονομικά δεδομένα, τον τρόπο ζωής, όλα), και να μπορείς τώρα, 30-40 χρόνια μετά, να προσαρμόζεσαι σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Στο Tμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων είμαι λέκτορας, διδάσκω ποντιακή λύρα. Θα κάνω διδακτορικό, απλώς δεν έχω καταλήξει ακόμα στο τι θέλω να είναι, και δεν επιθυμώ να το κάνω διεκπεραιωτικά. Μου αρέσει να κάνω πράγματα που με ενδιαφέρουν και έχουν ουσία στη ζωή μου.
Η διδασκαλία με ενδιαφέρει περισσότερο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, με ανθρώπους που ψάχνουν την απόρριψη και τον αυθορμητισμό, μυαλά που τυραννιούνται, όπως αυτά ενός ενεργού φοιτητή. Με τα παιδιά η διάδραση είναι εντελώς διαφορετική, το ίδιο ισχύει και στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Την πρόδωσα την ποντιακή λύρα. Από την Άρτα πήρα πτυχίο ως βιολιστής, από το Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής. Και τα χρόνια που ήμουν φοιτητής δούλεψα πολύ ως βιολιστής – στα Γιάννινα, στο Ζαγόρι, στο Πωγώνι. Μάζεψα πολλές εμπειρίες από εκεί και με συγκινεί πολύ η ηπειρώτικη μουσική, γενικά. Την θεωρώ πολύ ανθρώπινη και άμεση στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου, έτσι την βλέπω εγώ τουλάχιστον. Όταν έφυγα από την Άρτα με κέρδισε ξανά η λύρα, γιατί τέσσερα χρόνια την είχα εντελώς παρατημένη, ασχολούμουν μόνο με το βιολί. Αλλά με την επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη, λίγο η κοινωνία, λίγο οι παρέες –αυτά έτσι γίνονται– με οδήγησαν πίσω στη λύρα. Και έκλεισα εκεί.
Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο το μάθημα της ποντιακής λύρας το δίδασκε ο πατέρας μου. Αλλά επειδή έμπαινα στο τμήμα και καθόμουν σε μια γωνιά και ασχολούνταν με όλους τους άλλους εκτός από εμένα, στο β’ εξάμηνο αποφάσισα ότι θέλω να μάθω βιολί. Την είχε άλλωστε από παλαιότερα αυτή την τάση. Περίμενα την καθιερωμένη μέρα των μαθημάτων του για να μου δείξει πέντε πράγματα στο τέλος, το βράδυ, και πάντοτε (φυσιολογικό μεν) ήταν κουρασμένος. Ας είναι καλά ο Γιώργος Μωυσιάδης, ένας από τους καλύτερους μαθητές του πατέρα μου. Με την οικογένειά του έχουμε φιλία πολλών ετών και με βοήθησε αρκετά εκείνο το διάστημα, ώστε να ξεμπλοκάρω και να προχωρήσω σιγά-σιγά.
Είχα κάνει και λίγο κλασικό όταν ήμουν πιο πιτσιρίκος. Έτσι στο β΄ εξάμηνο έδωσα κατατακτήριες και στο δεύτερο έτος ξεκίνησα με βιολί. Επειδή οι απαιτήσεις ήταν μεγάλες και ήθελα να πιάσω επίπεδο στο όργανο μελετούσα 9-10 ώρες την ημέρα, έσπαγα δοξάρια από τα νεύρα μου. Τα έπαιρνα από τον Νάκα 12 ευρώ, μόνο και μόνο για να έχω την άνεση να σπάω άμα νεύριαζα πάνω στη μελέτη.
Μετά, όταν έφυγα από εκεί, άλλαξε το είδος μελέτης. Δηλαδή, μελετούσα ακούγοντας πολλή μουσική. Ο Δημήτρης Μυστακίδης μού είχε πει κάποτε ότι το να ακούς μουσική καμιά φορά είναι πολύ σημαντικότερο από το να παίζεις συνεχώς ένα όργανο, κάθε μέρα. Οπότε πέρασα και από αυτό το στάδιο. Όταν έκανα το στούντιο έκανα άλλου είδους μελέτη, πιο πολύ ενορχηστρωτικά, τη θέση του οργάνου μέσα σε μια μουσική παραγωγή. Και την περίοδο του μεταπτυχιακού μου στο ΠΑΜΑΚ, έχοντας την πεντάχορδη λύρα, η μελέτη που είχα να κάνω ήταν στο πλαίσιο ορχήστρας. Η λύρα έπαψε να είναι αποκλειστικός πρωταγωνιστής και έπρεπε να την αντιμετωπίσω επί ίσοις όροις με τα υπόλοιπα όργανα, γεγονός που μου προσέφερε πάρα πολλά στον τρόπο σκέψης.
Τώρα θα τύχουν μέρες που θα μελετήσω τρεις ώρες, την επόμενη μπορεί να μην πιάσω καθόλου, μετά θα έχω μαθήματα όλη μέρα οπότε αναγκαστικά θα παίζω από το πρωί μέχρι το βράδυ, είναι λίγο κυλιόμενο πώς θα πάει το πράγμα. Αλλά σε καθημερινή βάση έχω επαφή με το όργανο για τουλάχιστον μία ώρα, το λιγότερο. Είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλο.
Όταν πω ότι θα μελετήσω είμαι πολύ πειθαρχημένος, θα μπω στη διαδικασία και θα το κάνω.
Υπήρχαν πάντοτε πολλά πράγματα στο βιολί που ήθελα να τα περάσω στη λύρα, και επειδή είναι περιορισμένο όργανο κατασκευαστικά δεν μπορούσα να το κάνω εύκολα. Οπότε μπήκα στη διαδικασία και ζήτησα από τον νονό μου –ζει στη Γερμανία και είναι ένας από τους 4-5 καλύτερους κατασκευαστές ποντιακής λύρας, Γούλης Παπαδόπουλος είναι το όνομά του–, να μου φτιάξει ένα όργανο το οποίο θα έχει μεγαλύτερη έκταση. Η πρώτη ερώτηση ήταν αν θέλω τετράχορδη (είχε παίξει παλαιότερα με τέτοια ο Κωστίκας Τσακαλίδης, και έπαιξε και ο Λάζος Ιωαννίδης). Όμως εγκαταλείψαμε τη σκέψη, γιατί εγώ ένιωθα πως δεν θα προσεγγίσω τη διαφορά που είχα στο νου μου και σε εκείνον δεν άρεσε αισθητικά το σχήμα που θα έπαιρναν τα «κλειδιά« (τα ωτία) πάνω στο «κεφάλι». Έτσι καταλήξαμε στην πεντάχορδη, που κουρδίζεται με τέτοιον τρόπο ώστε να χειρίζομαι το όργανο σαν δύο λύρες και μισό βιολί.
Υπήρχαν πεντάχορδα όργανα, οι κεμανέδες (και τετράχορδοι), που τους χρησιμοποιούσαν στα Κοτύωρα του Πόντου, στην Καππαδοκία φυσικά, και στον δυτικό Πόντο. Απλώς είχαν άλλη τεχνική: έπαιζαν στις δύο πρώτες χορδές και τις υπόλοιπες τις είχαν για συνήχηση.
Με την πεντάχορδη λύρα παίζω ό,τι θα έπαιζα με το βιολί. Ορισμένοι θεωρούν ότι χαλάω την παράδοση, και ότι κάνω κακό επειδή το όργανο είναι τρίχορδο και «αλλοιώνω» τη ροή της ιστορίας. Φυσικά και μου το έχουν πει απευθείας, δημόσια κατακραυγή. Αλλά δεν με πειράζει, είναι η μειοψηφία. Και γι’ αυτούς όμως υπάρχει απάντηση. Υπήρχαν πεντάχορδα όργανα – τέτοια βρίσκονται σε μουσείο συλλόγου, στη Νίψα της Αλεξανδρούπολης όπου πήγαν λυράρηδες πρώτης γενιάς που έπαιζαν κεμανή, έτσι την έλεγαν. Απλώς δεν δόθηκε η ευκαιρία να τους καταγράψει κάποιος. Υπάρχουν κάποιες ηχογραφήσεις, αλλά πολύ λίγα πράγματα.
Βέβαια εγώ το χειρίστηκα διαφορετικά το όργανο. Εκείνοι κατά κύριο λόγο έπαιζαν στις δύο πρώτες χορδές, τις υπόλοιπες τις είχαν για αρμονικούς, δημιουργώντας έναν πληθωρικό ήχο. Εγώ εκμεταλλεύομαι ολόκληρο το όργανο, από την τελευταία μέχρι την πρώτη χορδή· ο ήχος είναι πολύ πλούσιος. Παίζω και ποντιακά με αυτό, έπαιξα και σε παραστάσεις (με τον Νταλάρα στο Ηρώδειο στην παράσταση για τη Γενοκτονία, το ίδιο και στο Mega, σε όλο το μεταπτυχιακό πρόγραμμα που παρακολούθησα καθώς και σε κάθε συναυλιακή μου συμμετοχή), και παίζω και τα ηπειρώτικα, και ταξίμια.
Δεν μετανιώνω καθόλου, και ίσα-ίσα μελετάω και επενδύω πολύ χρόνο στο συγκεκριμένο όργανο γιατί πάντοτε λαμβάνω θετικά σχόλια από ανθρώπους που είναι φιλόμουσοι και όχι δογματικοί, και γιατί πιστεύω πως μία ή δύο επιπλέον χορδές προσφέρουν απεριόριστες δυνατότητες σε έναν μουσικό της εποχής που διανύουμε.
Τα πάντα είναι στα χέρια του παίκτη. Κανένα όργανο δεν μας φταίει. Ο οργανοπαίχτης τού δίνει ζωή. Και από τη στιγμή που με το κούρδισμα που επιλέγω και με την τεχνοτροπία που έχει κατασκευαστικά μπορείς και να βιολίσεις, και ρεπερτόριο λύρας να παίξεις, και Γώγο με την τεχνική του μπουζουκιού που έβαλε, και μαυροθαλασσίτικα, και τα πάντα μπορείς να κάνεις. Διότι είναι όργανο με πολύ μεγάλες εκτάσεις. Εγώ αυτήν τη στιγμή έχω χαμηλότερη έκταση φωνητικά από ένα βιολί και την αντίστοιχη υψηλή με του βιολιού. Θα μπορούσε εύκολα να επιβληθεί, αλλά θέλει πολύ χρόνο και πολλή μελέτη. Έχω βέβαια την ευχέρεια να ασχοληθώ λόγω του βιολιού, τεχνικά κάποια πράγματα μου ήρθαν εύκολα. Για κάποιον που παίζει τρίχορδη και πάει απευθείας στην πεντάχορδη είναι λίγο χαοτική η διαφορά. Στην τετράχορδη που πάει να γίνει μόδα είναι λίγο πιο βατά τα πράγματα. Και νομίζω ότι εκεί θα καταλήξουμε, επειδή η μουσική το 2022 έχει πολλές απαιτήσεις.
Τα νέα παιδιά έχουν τρομακτικά υψηλό επίπεδο στη λύρα. Καμία σχέση με τους λυράρηδες των δύο προηγούμενων γενεών. Δεν είναι μόνο οι σπουδές, ακούν πολλή μουσική και έχουν πολλή πληροφορία καθημερινά. Και υπάρχουν και πολλά ταλέντα, που βλέπεις να το… τρώνε το όργανο, από πάνω μέχρι κάτω. Αυτό το παιδί θα φτάσει σε ένα σημείο που θα δει ότι υπάρχει ταβάνι, ότι κάπου ζορίζεται με τις τρεις χορδές.
Βλέπω πάρα πολλούς ταλαντούχους λυράρηδες. Υπάρχουν παιδιά που… φυσάνε. Αυτό που τους λείπει είναι οι εξίσου ταλαντούχοι τραγουδιστές, εκεί θεωρώ ότι υστερούμε, είναι λίγοι. Και είναι φυσιολογικό αυτό διότι δεν υπάρχει βιωματική σχέση. Η φωνή δεν είναι σαν το όργανο, αν και είναι το πρώτο «μουσικό όργανο» του ανθρώπου. Θέλει άλλου είδους βιώματα για να μπορέσεις να προσεγγίσεις λυγμούς, συναισθήματα – είναι διαφορετικό. Και από τους λυράρηδες (από κάποιους) λείπει το βιωματικό παίξιμο και αυτός που έχει εκπαιδευμένο αυτί το καταλαβαίνει, αλλά στους τραγουδιστές και λόγω της διαλέκτου και λόγω του αστικού περιβάλλοντος όπου μεγαλώνουμε πλέον όλοι, είναι πιο έντονο.
Θα έχουμε λυράρηδες εξαιρετικούς και θα έχουμε πολύ λιγότερους αναλογικά τραγουδιστές.
Οι έφηβοι τώρα τραγουδιστές ή οι λίγο μεγαλύτεροι είναι λογικό να ζορίζονται με τη διάλεκτο (και να την καταλάβουν, και να την κατανοήσουν, και να την μιλήσουν, πόσο μάλλον να την τραγουδήσουν, που έχει και τεχνικές απαιτήσεις αυτό το πράγμα), κι εκεί έρχεται αυτό που λέγαμε, ότι ίσως φτάσουμε στα νεοελληνικά.
Εγώ τραγουδάω και το χαίρομαι, αν και στην αρχή δεν το ήθελα. Με παρακαλούσε ο πατέρας μου, με το ζόρι, μου έταζε λαγούς με πετραχήλια για να πω ένα στιχάκι. Αλλά στην πορεία είδα ότι σε μένα το τραγούδι λειτούργησε πολύ συμπληρωματικά, οπότε το χαίρομαι και το κάνω.
Ο παππούς μου ήταν ψάλτης της Σχολής του Πατριαρχείου. Έφυγε από τη Ματσούκα, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, έμαθε την ψαλτική τέχνη και μετά ήρθε στην Καβάλα, στον Διπόταμο. Και ο πατέρας μου είναι λάτρης της ψαλτικής, παρόλο που δεν ψέλνει, ούτε εγώ. Από βυζαντινή ξέρουμε πολύ βασικά πράγματα. Το πιο κοντινό που βίωσα σε βυζαντινή μουσική ήταν ο Ήχος των Παθών που κάναμε με τον Χρήστο Χαλκιά το περασμένο Πάσχα, μια παραγωγή με ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας. Ουσιαστικά αποτέλεσε κι ένα «μνημόσυνο» στη μνήμη του παππού μου Χρήστου. Είναι ίσως ένα από τα πιο σημαντικά για εμένα μουσικά μου εγχειρήματα.
Η τελευταία μου δουλειά λέγεται «Horon» γιατί είναι ένα στιλ που το παίζουν πολύ στη Μαύρη Θάλασσα, στην Τουρκία γενικότερα, είναι το κατεξοχήν, η ταυτότητά τους. Η λέξη είναι αρχαιοελληνική. Και επειδή ήξερα ότι θα επικοινωνηθεί πιο εύκολα με το εκεί κοινό, τη διάλεξα για τίτλο.
Εγώ γενικά επενδύω πολύ στην ανάδραση με τους αντίστοιχους μουσικούς στην αντίπερα όχθη κι έχω πολλή επικοινωνία με παιδιά της ηλικίας μου οι οποίοι ψάχνονται, ψαχνόμαστε και εμείς. Έχω πράγματα στο μυαλό μου, δεν ξέρω αν θα είναι στο άμεσο μέλλον ή αργότερα. Τι πιο ωραίο, να γίνουμε όλοι μια παρέα και να μπορέσουμε να το επικοινωνήσουμε!
Νιώθω σίγουρος για τις επιλογές μου, θεωρώ ότι σε βάθος χρόνου πολλά από αυτά που σκέφτομαι θα βρουν τον τόπο τους, θα συμβαδίσουν με την εποχή τους. Έχω μάθει πλέον να απολαμβάνω τη στιγμή που θέλω να δημιουργήσω κάτι, να μην περιορίζομαι, και αν έρθει η «ανάποδη» να μην μετανιώσω αλλά να μάθω από το εκάστοτε «λαθος» και να προχωρήσω ανάλογα.
Γιατί να υπάρχουν εχθροί; Μουσική κάνουμε, δεν κάνουμε πολιτική. Εγώ αυτό το σιχαίνομαι όταν το βλέπω σε οποιονδήποτε χώρο. Γιατί πρέπει όλα, ό,τι κάνουμε, σε επίπεδο θεάτρου, ποίησης, στίχου, μουσικής, οπτικοακουστικού ντοκιμαντέρ ή οτιδήποτε, σε μια εκπομπή στην τηλεόραση, σε μια συνέντευξη στο pontosnews.gr, να έχουν πολιτική σκοπιμότητα; Γιατί πρέπει να κάτσω να δείξω το πόσο εχθρός είμαι με τον Τούρκο; Έχουν περάσει 100 χρόνια από τότε που εκδιώχθηκαν και γενοκτονήθηκαν οι πρόγονοί μου, και για αυτόν έχουν περάσει 100 χρόνια από κάποιες επιλογές του καθεστώτος με τις οποίες ο ίδιος μπορεί και να διαφωνεί. Μπορεί και να συμφωνεί, όμως αυτός ο άνθρωπος δεν θα μπει στη διαδικασία να συνεννοηθεί μαζί μου. Όπως αντιστοίχως, κι αυτός που είναι στην Ελλάδα με το ίδιο σκεπτικό δεν θα κοιτάξει να συνεννοηθεί με αυτούς από εκεί.
Εγώ είμαι στη φάση που κάνω μουσική και με ενδιαφέρει να κάνω μουσική με τους ανθρώπους γύρω μου. Αυτό με ενδιαφέρει. Τίποτα παραπάνω.
Η κρίση ταυτότητας στον ποντιακό ελληνισμό δικαιολογείται. Οι περισσότεροι Έλληνες που ανήκουν σε άλλες ομάδες, όπως οι Κρήτες, οι Μακεδόνες, οι Θρακιώτες, έχουν τον τόπο τους. Οι δικοί μας ήρθαν από ένα άλλο μέρος, σε ένα μέρος όπου δεν τους υποδέχθηκαν μετά βαΐων και κλάδων. Μέχρι να προσαρμοστούν ζορίστηκαν πάρα πολύ, οπότε το δικαιολογώ ότι πρέπει να διατηρήσουν στοιχεία της καθημερινότητάς τους. Στην εποχή μας όμως δεν είναι τόσο η κρίση ταυτότητας που είναι το πρόβλημα, είναι το ότι δικαιολογούμε την απραξία μας μερικές φορές.
Τι είπα πριν; Ότι λείπουν σοβαρές παραγωγές, λείπουν δράσεις που θα αγγίξουν το ελληνικό κοινό και αυτούς που ασχολούνται με τα πολιτιστικά δρώμενα γενικότερα και τους ενδιαφέρει η ιστορία, τους ενδιαφέρει να μάθουν τι κάνει ο άλλος δίπλα, από πού ήρθε, ποιος ο ρόλος του. Υπάρχει πολλή απραξία στον ποντιακό χώρο, και αφήνω έξω το κομμάτι της Γενοκτονίας. Με παρονομαστή το ένα και αριθμητή το άλλο μπορούμε και δικαιολογούμε πολλά πράγματα.
Υπόθεση εργασίας. Εμφανίζεται ο Ερντογάν ή ανασταίνεται ο Μουσταφά Κεμάλ και σου ζητά συγγνώμη. Τι αλλάζει στη δική σου καθημερινότητα; Εσύ από εκεί και πέρα τι επιλέγεις να κάνεις και τι είσαι έτοιμος να δείξεις στην ελληνική κοινωνία και στην αντίστοιχη τουρκική; Σχεδόν (ή και απολύτως) τίποτα. Και με το σκεπτικό αυτής της απραξίας μπορούμε και δικαιολογούμε πολλά πράγματα και μένουμε στάσιμοι και βαλτωμένοι σε μια λάσπη η οποία είναι ατελείωτη. Αυτό νιώθω εγώ. Και γι’ αυτόν το λόγο μπαίνω στη διαδικασία και βλέπω τη μουσική μου εντελώς σφαιρικά και εντελώς ανοιχτά, και προσπαθώ να επικοινωνήσω με όποιον έχω να κερδίσω και να δώσω κάτι.
Στα σχέδιά μου είναι να προσπαθήσω να συνδυάσω τον ήχο της ποντιακής μουσικής με κάποια άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά όπως είπαμε πριν, φτιάχνοντας ό,τι έχω μελετήσει και με τα βιώματα που έχω πάρει από την οικογένειά μου, και με το πεντάχορδο όργανο που θεωρώ ότι με εκφράζει απόλυτα αυτή τη στιγμή να κάνω ορχηστρική μουσική και μουσική στα πρότυπα ενός πιο παγκόσμιου ήχου, χωρίς αυτό να σημαίνει mainstream απαραίτητα.
Αν για παράδειγμα από το «Horon» βγάλεις τη φωνή και μείνει μόνο το ορχηστρικό μέρος έχεις να ακούσεις κάτι που είναι ξεσηκωτικό, κάτι που έχει ποντιακή λύρα, έχει καθαρό ποντιακό ήχο, έχει το μπιτ από πίσω που έχει κατακλύσει τη ζωή μας εδώ και πολλά χρόνια, έχει ηλεκτρικές κιθάρες, έναν πιο σύχρονο ήχο. Έχει δηλαδή στοιχεία που είναι υπαρκτά σε όλη τη μουσική βιομηχανία παγκοσμίως.
Αυτό το πράγμα ας το φανταστούμε σε μια πιο ορχηστρική εκδοχή, όχι με σκοπό να χορέψει και να γλεντήσει κάποιος, σαν μια συναυλιακή παράσταση.
Αυτόν το στόχο έχω τώρα και πάνω σε αυτό δουλεύω αρκετά, χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα πάω να παίξω το κότσαρι στα πανηγύρια γιατί γουστάρω και μου αρέσει και περνάω ωραία και εκεί είναι το φυσικό μου περιβάλλον, τουλάχιστον προς το παρόν. Εκεί μεγάλωσα, και όποιος λέει το αντίθετο είναι ψεύτης. Άμα θέλω να ξεδώσω και να βγάλω τα απωθημένα μου, ναι, κότσαρι θα παίξω.