Η Μεγαλομάρτυς Χριστίνα καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού. Ο ειδωλολάτρης πατέρας της δεν της συγχωρούσε τη χριστιανική της πίστη. Την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και στη συνέχεια τη φυλάκισε σε έναν πύργο που έχτισε γι’ αυτόν το σκοπό, με είδωλα χρυσά και αργυρά, για να προσεύχεται σε αυτά.
Στη φυλακή την άφηνε νηστική για να πεθάνει από την πείνα. Σύμφωνα με τους συναξαριστές, όμως, την διέσωσε η θεία χάρη, καθώς άγγελος Κυρίου την έτρεφε, την δυνάμωνε στην αρχή του μαρτυρίου της και της γιάτρευε τις πληγές από την κακομεταχείριση.
Μετά την έριξαν στη θάλασσα, αλλά ο άγγελος την έβγαλε στη στεριά. Μόλις έγινε γνωστό ότι είχε διασωθεί, ο πατέρας της πρόσταξε και την έκλεισαν πάλι στη φυλακή.
Τη νύχτα που ακολούθησε, ο Ουρβανός πέθανε και τη θέση του στο αξίωμα του στρατηγού πήρε κάποιος ονόματι Δίων. Αφού και πάλι η Χριστίνα ομολόγησε την πίστη της, ενώπιον δικαστηρίου αυτή τη φορά, ο Δίων διέταξε να ξαναρχίσουν τα βασανιστήριά της.
Το έργο του Δίωνα συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση κάποιος Ιουλιανός. Αυτός έριξε τη Χριστίνα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο και στη συνέχεια σ’ ένα κλουβί με δηλητηριώδη φίδια, τα οποία αντί να την δαγκώσουν, της έγλειφαν τα πόδια με ευσπλαχνία.
Μετά της έκοψαν τους μαστούς –απ’ όπου όμως ξεχύθηκε γάλα αντί για αίμα–, και της έκοψαν και τη γλώσσα.
Όλα αυτά τα μαρτύρια τα υπέμεινε με καρτερία. Στο τέλος, με κοντάρια της τρύπησαν την καρδιά και η Χριστίνα παρέδωσε το πνεύμα, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου και περνώντας στην αιώνια ζωή.
Οι πηγές αναφέρουν ότι η Χριστίνα μαρτύρησε επί βασιλείας του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-210).
Το άφθαρτο λείψανό της, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκε από τη Συρία όπου μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη, και κατατέθηκε σε Ναό προς τιμήν της στην περιοχή του Ιερού Παλατίου, απ’ όπου όμως αφαιρέθηκε κατά τη Φραγκοκρατία και μεταφέρθηκε στη Βενετία. Το 1252 κατατέθηκε στη Μονή του Αγίου Μάρκου στο Τορσέλλο, και το 1340 μεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Ματθαίου στο Μουράνο.
Το 1435 ο πάπας Ευγένιος Δ΄ διέταξε τη μεταφορά του στο Ναό του Αγίου Αντωνίου, επίσης στο Τορσέλλο, και το 1793 μεταφέρθηκε στη Μονή της Μάρτυρος Ιουστίνης Βενετίας.
Το 1810 μεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου στην Βενετία, όπου φυλάσσεται έως σήμερα, και εκτίθεται σε κρυστάλλινη λάρνακα.