Είναι ίσως ένας από τους πιο ντροπιαστικούς νόμους του νεότερου ελληνικού κράτους, καθώς ο 2870 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» ουσιαστικά επιχείρησε να σφραγίσει τις πύλες εισόδου απέναντι στον ελληνισμό που ψυχορραγούσε στις πανάρχαιες εστίες του της Ανατολής.
Στην ιστορία έμεινε γνωστός ως «Νόμος περί διαβατηρίων». Ψηφίστηκε ομόφωνα από την Εθνική Συνέλευση στις 16 Ιουλίου 1922 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Ιουλίου.
Ήταν η κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (Λαϊκό Κόμμα) που πέρασε το νόμο, τον οποίον υπέγραψαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος και ο υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτριος Γούναρης.
«Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφόσον ούτοι δεν είναι εφοδιασμένοι δια τακτικών διαβατηρίων, νομίμως τεθεωρημένων. Τα πλοία τα μεταφέροντα ομαδόν άτομα υποβάλλονται εις ποινές, τιμωρουμένων των πλοιάρχων δι’ εξ μηνών φυλακίσεως και χρηματικής ποινής», ήταν η πρόβλεψη.
Ο 2870/22 στρεφόταν στην πραγματικότητα κατά των Ελλήνων που ήδη είχαν αρχίσει να φτάνουν στην επικράτεια του ελληνικού κράτους (κυρίως από τον Πόντο), και είχαν αντιμετωπιστεί με σκαιό τρόπο. Αυτοί άλλωστε ήταν οι μόνοι που έφθαναν στη μητέρα πατρίδα «ομαδόν».
Ήταν τόσο ανεπιθύμητοι οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί ώστε υπήρξε πρόβλεψη για επιβολή αυστηρών κυρώσεων στους εφοπλιστές ή τους καπετάνιους της εποχής που θα ήθελαν να τους δώσουν μια διέξοδο: ποινή φυλάκισης και χρηματική αλλά και οριστική ή προσωρινή στέρηση του δικαιώματος άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος.
Οι ιστορικοί θεωρούν ότι η επίσημη πολιτεία είχε εικόνα του «κινδύνου» εκκένωσης της Μικράς Ασίας, αφού ο ελληνικός στρατός αντιμετώπιζε στο μέτωπο σφοδρή αντίσταση από τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ και στρατιωτικά ήταν αναμενόμενη μια ολοκληρωτική τελική επίθεση.
Μέρες ακόμα πριν από την ψήφιση του νόμου, χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι είχαν περιοριστεί στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, τη «Σπιναλόγκα του Πειραιά», ενώ από τις αρχές του μηνός Ιουνίου (9/6) η κυβέρνηση είχε λάβει απόφαση και για τη μετατροπή της Μακρονήσου σε λοιμοκαθαρτήριο.
Όπως έγραψε η Δέσποινα Χίντζογλου-Αμασλίδου:*
«Τον Ιούνιο του ‘22 οι Μικρασιάτες αγωνιούσαν πολύ. Η Ελλάδα με την πολιτική της έδειχνε ότι θα τους εγκαταλείψει. Ο Χατζηανέστης, ο νέος αρχιστράτηγος, έκαμνε αλλαγές στην ηγεσία, η δε κυβέρνηση σχεδίαζε να φέρει το στρατό σύντομα πίσω.
»Τα γεγονότα κλιμακώνονται. Οι τσέτες επιτίθενται στους χριστιανούς, σε πόλεις και χωριά, και το τουρκικό επιτελείο απαιτεί την εγκατάλειψη της γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Η ελληνική κυβέρνηση προτείνει “αυτονόμηση” της Μικράς Ασίας (χωρίς τη δική της ανάμιξη), δηλαδή εγκατάλειψη… Με λίγα λόγια: αφού πριν λίγο εμπόδισε τη μικρασιατική άμυνα (αρνούμενη εξοπλισμό κι οργάνωση του στρατού που τα χρειαζόταν), τώρα λέει στους Μικρασιάτες “Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας”.
»Στις 15 Ιουλίου ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης ανακοινώνει την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για αυτονομία της Μικράς Ασίας, μετά από συνεννόηση με τις Μεγάλες Δυνάμεις… που αποφάσισαν να την επιστρέψουν στη Τουρκία. Ο φόβος των Μικρασιατών για εγκατάλειψή τους από την Αθήνα επιβεβαιώνεται».
Δύο μήνες μετά τη θέση σε ισχύ του 2870 –και 100 χρόνια πριν– η καταστροφή έφερε στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες τσακισμένους Έλληνες, που κανείς δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει. Πόσο μάλλον ένας νόμος.