Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις την θυσίαν Αβραάμ» και ακροστιχίδα: «εις τον Αβραάμ Ρωμανού ύμνος». Δείτε τα Μέρη Α΄ και Β΄.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ΄. »Τα δάκρυα απ’ τα μάτια μου, καθώς κι απ’ τα δικά σου, αν ξεχυθούν την ώρα αυτή όλη τη γη νοτίζουν.
»Και τι μ’ αυτό; Τίποτα δεν κερδίζουμε, μάταιο πάει το κλάμα.
»Μπρος στου Θεού τα κρίματα ποιος το μπορεί ν’ αντισταθεί κι αντίθετα να πάει;
»Μόνο δικό σου είν’ το παιδί; Έτσι συ το νομίζεις;
»Εγώ δεν είμ’ που τον γέννησα; Είν’ και δικό μου το παιδί, όσο είναι και δικό σου.
»Σπορά δικιά μου –ευτύχησα εγώ να το φυτρώσω– και τώρα με τα χέρια μου πρέπει να το σκοτώσω.
»Εκείνος που έτσι πρόσταξε, γυναίκα να το ξέρεις, δεσπόζει όλα τα σύμπαντα·
»σε τούτην την περίσταση το τέκνο που μας βρίσκεται ως δώρο το γυρεύει· αυτό είναι που μου ζήτησε
»ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός».
ιδ΄. Σαν άκουσε τα λόγια αυτά του άντρα της η Σάρρα το λόγο πήρε, μίλησε, και λέει του παιδιού της:
«Αν σε θελήσει ζωντανό, να ζήσεις θα προστάξει
»Αυτός που είν’ Αθάνατος –τον Κύριό μας λέω–, και τότε Αυτός δεν πρόκειται να δώσει το χαμό σου.
»Σου δίνω το δικαίωμα τώρα να καμαρώνεις, καθώς σε δίνω πρόσφορο· δώρο από τα »σπλάγχνα μου σε βγάζω και σε δίνω· κι Αυτόν που πριν σε χάρισε σε μένα την καημένη, με την καρδιά μ’ δοξολογώ.
»Πάνε λοιπόν παιδάκι μου, για τον Θεό θυσιάσου.
»Πάνε με τον πατέρα σου – ή να τον πω φονιά σου…
»Αλλά απ’ την άλλη… ειλικρινά, άλλο μου λέει καρδιά μου· γονιός σφαγέας δεν γίνεται του ίδιου του παιδιού του – δεν στέργει τέτοια ο Θεός
»ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
ιε΄. »Άσε με εμέ παιδάκι μου την έρμη σου μητέρα, για να ’βρεις τον Αληθινό Πατέρα που υπάρχει· εκείνον που ’ναι ο Θεός κι εξουσιάζ’ τα πάντα.
»Ακόμα κι αν θυσιαστείς, σε τίποτα δεν το ’χει, ορθό και ολοζώντανο μπροστά μου να σε φέρει.
»Κι αν δεν το κάνει τώρα αυτό, σ’ αυτόν εδώ το βίο, υπάρχει και ο μέλλοντας· δίπλα μου εκεί σε φέρνει.
»Μόν’ έλα δω παιδί μου, Ισάακ· με μια αγκαλιά κι ένα φιλί να μ’ αποχαιρετήσεις, εμένα που σε γέννησα
»μ’ ωδίνες και με πόνια, κι ανταμοιβή ούτε γι’ αυτά δεν πρόκανα η καημένη. Μια αγκαλιά και άιντε μπρος με τον πατέρα σ’ τρέξε».
Απάνω-κάτω αυτά ήτανε τα λόγια που ’πε η Σάρρα.
Κι ανάλογα και πιο πολλά στα σίγουρα κι ο γέρος θα ’πε, κι εκείνος του παιδιού.
Μα όση αγάπη δείξανε στο ζύγι αν τη βάλεις, δεν θα την βρεις βαρύτερη από αυτήν που είχαν στον Κύριο και Πατέρα μας· Αυτός η ελπίδα όλων μας,
ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
ιϛ΄. Και πιάν’ ο έρμος ο γονιός και βάζει το παιδί του απάνω σε καυσόξυλα που τα ’χε στοιβαγμένα·
τα δυο μαζί ένα φόρτωμα στους ώμους του τα παίρνει.
Και μόνο αυτό να βλέπανε, θρησκευτικά όσοι ξέραν, μπορεί να καταλάβαιναν την τελετή που ετοίμαζε ο γέρος να τελέσει.
Πορεύτηκαν και φτάσανε στον ορισμένο τόπο, εκεί που είχαν προσκληθεί να κάνουν ό,τι κάνουν.
Κι ο που ’χε πίστη ατσάλινη στέκετ’ ευθύς και λέει, με ύφος βαρυσήμαντο και μ’ απλανές το βλέμμα –σαν τον προφήτη δηλαδή που λέει την προφητεία–, τι θα γενεί απ’ εδώ κι εμπρός.
«Καθήστ’ εδώ, μη φύγετε», είπε στη συνοδεία·
«Παίρνω μαζί μου το παιδί, θα πάω εδώ πιο πάνω και θα γυρίσω να σας βρω».
Κι όπως το είπε, έγινε· έτσι επέτρεψ’ ο Θεός
ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
ιζ΄. Τα γόνατά του λύγιζαν, τα πόδια μουδιασμένα, μ’ αυτός βρήκε τη δύναμη και στάθηκε γενναία, κι είχε μαχαίρι στο δεξί και τον Ισάακ μπροστά του.
Μα ήρθε τότε πειρασμός και έλιωσ’ η καρδιά του, καθώς αθώα το παιδί γυρίζει και ρωτάει:
«Γιά πες λοιπόν πατέρα μου, πoυ είναι το σφαχτάρι;
»Τα ξύλα έχω στη θέση τους κι εσύ έτοιμος για όλα: στο ένα έχεις τη φωτιά στο άλλο το μαχαίρι· μόνο δεν βλέπω το σφαχτό… το πρόβατο πού το ’χεις;».
Πώς να ’ν’ τα σπλάγχνα ενός γονιού τέτοια στιγμή, γιά πες μου! Υπάρχει άραγε γονιός
που όσο σκληρός κι αν είναι, θα ακούσει αυτά απ’ το παιδί και δεν θα παραλύσει;
Δεν θα λυγούσε λέγοντας και κλαίγοντας αντάμα, και με πικρή αγανάκτηση δεν θα βαρυγκωμούσε; Γιά πες μου Θεέ μ’ πώς γίνεται; Πες μου Εσύ που είσαι
ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
ιη΄. «Εκείνος που με κάλεσε, παιδί μου, Αυτός θα κρίνει, αν τη θυσία επιθυμεί·
»εμείς μας χρέος έχουμε Αυτόν να διακονούμε», είπε με στέρεη φωνή τότ’ ο γερο-πατέρας.
«Πατέρα πες μου, τελικά, ετούτο το μαχαίρι για μένα το ακόνισες;
»Το βλέπω σαν σε όραμα, γονιέ, το βλέπω τώρα! Ως τάφο βλέπω το βωμό
»και σένα να με δένεις… κι ύστερα με τη μάχαιρα βλέπω να με σκοτώνεις.
»Αν τύχει κι είν’ αληθινά αυτά που είδα τώρα, καλύτερα να μου το πεις!
»Χωρίς να θέλω και εγώ, το θύμα, το παιδί σου, τι είδους θυσία είν’ αυτή; Δεν θα ’ν’ θυσία ευπρόσδεκτη στους ουρανούς νομίζω. Δεν θα ’χει ευλογία, δεν πρόκειται να την δεχτεί
ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός».