Ο Φίλων Κτενίδης (1889-1963) υπήρξε, αν μη τι άλλο, ένας άνθρωπος πολυσχιδής, με πλούσιο έργο σε ό,τι κι αν καταπιάστηκε. Υπήρξε θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, γιατρός, εκδότης της Ποντιακής Εστίας, ο ιδρυτής του σωματείου «Παναγία Σουμελά» και ο εμπνευστής της ιδέας για ανιστόρηση της μονής της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βερμίου.
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, στο κέντρο της σκέψης και της δράσης του βρισκόταν πάντοτε ο Πόντος.
Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 74 ετών, στις 13 Ιουλίου 1963, αφήνοντας συντετριμμένους τους συνοδοιπόρους του.
[Ακολουθούν πληροφορίες και αποσπάσματα από το οικείο λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας του ποντιακού ελληνισμού (εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη), το οποίο υπογράφει ο Πάνος Καϊσίδης.]
Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και μεγάλωσε στην Κρώμνη, γι’ αυτό και οι αναφορές του σ’ αυτήν ήταν συχνές. Το 1906 αποφοίτησε αριστούχος από το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, και έως το 1909 εργάστηκε ως λογιστής – παράλληλα και ως φιλολογικός συνεργάτης της εφημερίδας της Τραπεζούντας Εθνική Δράσις.
Σε ηλικία 21 ετών, το 1910, άρχισε τη δημοσιογραφική του δράση εκδίδοντας το δεκαπενθήμερο περιοδικό Επιθεώρησις με πολύτιμος συνεργάτης τον εθνομάρτυρα Νίκο Καπετανίδη («Δεν ήξερα αν γράφαμε παίζοντας ή αν παίζαμε γράφοντας», έγραφε ο Κτενίδης χρόνια αργότερα), διώχθηκε όμως από τους Νεότουρκους και κατέβηκε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή. Ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό συμμετείχε στις επιχειρήσεις στα μέτωπα Ηπείρου και Μακεδονίας (1912-13). Το 1914-15, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους επειδή υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό, κατέφυγε στα ελληνικά χωριά του εσωτερικού της Τραπεζούντας, όπου πρόσφερε δωρεάν τις υπηρεσίες του ως γιατρός. Με την είσοδο των ρωσικών στρατευμάτων στην Τραπεζούντα πήγε στον Καύκασο, και από το 1915 ως το 1917 υπηρέτησε ως διευθυντής του μεγαλύτερου ρωσικού στρατιωτικού νοσοκομείου στα Πλάτανα. Αποστρατεύτηκε μετά την επανάσταση του 1917.
Το 1918 χρημάτισε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Ποντίων στο Κράσνονταρ της Ρωσίας. Με πρότασή του απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του προέδρου –για να μπορεί να κινείται– και μετέβη στην Αθήνα για να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση πάνω στο ζήτημα της Ανεξαρτησίας του Πόντου. Απογοητευμένος από τη δυσάρεστη τροπή που πήρε το εθνικό αυτό θέμα, έφυγε για το Παρίσι, για ιατρική ειδίκευση.
Το 1920 διέκοψε και πάλι τις σπουδές του και έσπευσε ως εθελοντής στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου πίστευε πως κρινόταν η τύχη του ελληνικού έθνους.
Το 1922 πήγε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Το 1935 εξελέγη βουλευτής Αθηνών με το Λαϊκό Κόμμα του Τσαλδάρη, και από το 1938 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, ασκώντας το επάγγελμα του γιατρού.
Νοσταλγός της αλησμόνητης πατρίδας, έγραψε πολλά θεατρικά έργα και το 1950 άρχισε να εκδίδει το λαογραφικό περιοδικό Ποντιακή Εστία.
Στόχος του περιοδικού, το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, ήταν η συγκέντρωση και διαφύλαξη των ιστορικών και λαογραφικών θησαυρών του Πόντου. Παράλληλα έδινε σκληρό και επίπονο αγώνα για την ανιστόρηση της ερειπωθείσας στον Πόντο ιστορικής σταυροπηγιακής μονής της Παναγίας Σουμελά, στην Ελλάδα.
Το 1951 θεμελίωσε τον πρώτο μικρό ναό στην Καστανιά.
Το λογοτεχνικό έργο του Κτενίδη, που περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα, με κορυφαίο την «Καμπάνα του Πόντου», είναι ένας ύμνος στις αλησμόνητες πατρίδες. Από τα πρώτα του ποιήματα, που δονούνταν από πατριωτισμό, ως την «Καμπάνα» της νοσταλγίας και το «Lacrimae Rerum» (Τα δάκρυα των πραγμάτων) του γκρεμισμένου κάστρου, οι στίχοι του σαν κελάρυσμα των νερών του Πυξίτη της Τραπεζούντας, σαν κελάηδισμα των πουλιών στα ποντιακά παρχάρια, συγκινούν και θα συγκινούν τους Πόντιους πάντοτε. Δυστυχώς, επειδή όλα τα ποιήματά του είναι γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο, δεν μπορούν να απολαύσουν την ομορφιά τους και οι μη Πόντιοι. Από την «Καμπάνα του Πόντου» ένα δείγμα της ποίησής του:
Ο Κασκαμπάς εβούιξεν και το Μετζίτ εσείεν,
και τ’ Αεν-Παύλου το ραχίν, τρανόν μποράν εξέγκεν,
εταρασίγαν τα νερά τη Λιμνή κι εφουσκώθαν
κι εξύγαν έξ’ κι εγόμωσαν μαύρον νερόν τον τόπον…
Απέσ’ ’ς σην δείσαν έκλαιεν ο Αεν-Ζαχαρέας,
άμον οφιδί σύριγμαν και Κόλασης αέρας
το κλάψιμον· εγόμωσεν ολόγερα τ’ ορμία…
…Εγρέθεν α σο σύριγμαν η δείσα, και εσκώθεν…
Θεέ μ’! Τ’ς είναι π’ εφάνθανε κι εσέβανε ’ς σην στράταν;
[Απόσπασμα από την «Καμπάνα του Πόντου», 1950]
Τα 17 θεατρικά έργα του –δράματα, ηθογραφίες και κωμωδίες, πολλά από τα οποία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα θεατρικά έργα άλλων Ελλήνων και ξένων δραματουργών– απαθανάτισαν τα ήθη και έθιμα του Πόντου, θεμελίωσαν και στέριωσαν το ποντιακό θέατρο στην Ελλάδα.
Είναι ο μοναδικός Πόντιος θεατρικός συγγραφέας που τα έργα του έχουν παρουσιαστεί από τους περισσότερους ερασιτεχνικούς θιάσους, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Αλεξάνδρα Ιασονίδου-Αργυροπούλου, σε δημοσίευμά της στο Αρχείον του Πόντου με τίτλο «Λαογραφικά στοιχεία μέσα από το θεατρικό έργο του Φίλωνα Κτενίδη», αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μέσα στα θεατρικά έργα του Φ. Κτενίδη μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη ζωή όπως κυλούσε στην πατρογονική γη, στον Πόντο. Είναι μια πλούσια πηγή για τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, την κοινοτική ζωή κτλ.».
Ο Ιωακείμ Σαλτσής, στη νεκρολογία για το θάνατο του μεγάλου Πόντιου ποιητή, σημειώνει:
«Υπέροχη –ξέχωρα– πνευματική προσφορά του ποιητή της “Καμπάνας του Πόντου” είναι τα θεατρικά του έργα. Η παραγωγή τους αρχίζει μεταπολεμικώς ήδη. Και συνεχίζεται αργότερα, παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού του. Και ανεβάζονται στη νεοδημιουργημένη “Ποντιακή Σκηνή” στην Αθήνα, την Πάτρα, στις επαρχίες της Β. Ελλάδας κατ’ επανάληψη. Πάταγο δημιουργεί, συναγερμό προκαλεί παντού το ανέβασμά τους. Είναι αλήθεια ότι η “Ποντιακή Σκηνή” δημιουργείται από την Κατοχή ήδη. Αλλά πάσχει από έλλειψη έργων. Δύο τρία από τα παλιά, δεν βρίσκονται πια. Άλλα είναι ακατάλληλα. Και συμπυκνωτής της αντιλήψεως ότι οι ποντιακοί λαογραφικοί θησαυροί και θρύλοι θ’ αποδώσουν το άπαντο της ηθικής τους επίδρασης, αν διδαχτούν από τη Σκηνή, σε ιδιώματα ποντιακά, ο Φ. Κτενίδης προχωρεί στο έργο ακαταπόνητος, αδάμαστος. Και είναι όλα του τα έργα –με κορωνίδα τον Ξενητέαν– εξαιρετικά. Και δεν έχουν να ζουλέψουν τίποτε από τη σύγχρονη άλλη ελληνική ηθογραφική παραγωγή. Δεκαέξι θεατρικά έργα συνθέτει έως το 1958. Ορυμαγδός γονιμότητας και παραγωγικότητας…».
Τον Νοέμβριο του 1950, σε μια διάλεξή του, εξομολογείται την ορμή της ψυχής του, ότι τον διαφλέγει ο πόθος να ανιστορήσει το εθνικοθρησκευτικό παλλάδιο του Πόντου, τη μονή της Παναγίας Σουμελά. Η πρόταση ξαφνιάζει, αλλά και επιδοκιμάζεται και ενθουσιάζει. Και το 1951 καταθέτει τον θεμέλιο λίθο. Και γίνεται ο κτίτορας της μονής και ο κύριος ρυθμιστής και πρωτομάστορας των παραπέρα δομικών εξελίξεων. Με το τίποτε στην αρχή. Με μόνο βοηθό την πίστη του την ακράδαντη ότι οι Πόντιοι θα σπεύσουν να τον βοηθήσουν υλικά.
Και το ένστικτό του δεν τον διαψεύδει. Μια-δυο εκκλήσεις του από τις στήλες της Ποντιακής Εστίας, και οι δωρεές, οι συνδρομές, καταφθάνουν η μια πίσω από την άλλη.
Το 1959 ο Κτενίδης έριξε την ιδέα για σύγκληση Παμποντιακού Συνεδρίου. Στενό συνεργάτη του στην υπόθεση αυτή είχε τον Χρήστο Κουλαουζίδη, δημοσιογράφο, μέλος της διοίκησης της «Παναγίας Σουμελά». Η πρότασή του δημοσιεύτηκε στην Ποντιακή Εστία και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Τα ποντιακά έντυπα άρχισαν να ασχολούνται με το θέμα αυτό. Οι αρθρογράφοι επέμεναν στη συμμετοχή στο συνέδριο και των Ελληνοποντίων του εξωτερικού. Έγιναν και πολύ αυστηρές κρίσεις. Η πρώτη επίσημη σύσκεψη για τη σύγκληση του συνεδρίου έγινε στις 16 Αυγούστου 1959 στη μονή της Παναγίας Σουμελά, στο Βέρμιο. Πήραν μέρος 35 εκπρόσωποι 28 ποντιακών σωματείων.
Η προσύσκεψη που έγινε στις 19 Απριλίου 1959 θεωρήθηκε το σοβαρότερο βήμα για τη σύγκληση του συνεδρίου. Τελικά, αποφασίστηκε η σύγκληση στις 25 Σεπτεμβρίου 1959. Το συνέδριο όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Ο Κτενίδης γράφει στην Ποντιακή Εστία του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1959: «…Χωρίς αυτήν την προεργασίαν, πολύ φοβούμεθα ότι το Παμποντιακόν Συνέδριον, του οποίου η σύγκλησις αποτελεί έκδηλον ανάγκην του συντονισμού των ενεργειών όλων –Σωματείων και ατόμων– που πιστεύουν εις την σκοπιμότητα της καλλιεργείας και διαφυλάξεως της Ποντιακής Ιδέας, θα μείνει ένα από τα πολλά όνειρα που πλάθουν οι ίδιοι… Μόνον όνειρον…».