Στην ιδιοφυΐα των Ελλήνων που κρατούν τα κλειδιά της πρόσβασης στον Λευκό Οίκο αλλά και στο ρόλο που διαδραματίζει η Εκκλησία στη ζωή, τη δράση και την παρουσία της ομογένειας στην Αμερική αναφέρθηκε σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πάτερ Αλέξανδρος Καρλούτσος, ο γνωστός σε όλους Father Alex.
Βγαίνοντας από την ανατολική πλευρά του Λευκού Οίκου, όπου νωρίτερα ο πρόεδρος Μπάιντεν του απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, το οποίο αποτελεί την ύψιστη τιμή της αμερικανικής δημοκρατίας, ο πάτερ Καρλούτσος ανέτρεξε στην αρχή της πορείας του, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, λίγο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Με εντολή του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου ο πάτερ Καρλούτσος άρχισε να κατεβαίνει από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον για να οικοδομήσει βήμα-βήμα τις σχέσεις της Αρχιεπισκοπής με τα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας στην αμερικανική πρωτεύουσα. Φίλοι, αλλά ακόμα και αντίπαλοι, του αναγνωρίζουν αυτό το χάρισμα. Άλλωστε δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι μετά από σχεδόν 40 χρόνια συνεχίζει να διαβαίνει το κατώφλι του Λευκού Οίκου.
Ο ιερέας όμως που διατηρεί προσωπική σχέση με οκτώ συνεχόμενους Αμερικανούς πρόεδρους, από τον Τζίμι Κάρτερ ως τον Τζο Μπάιντεν, δεν πιστώνει αυτή την επιτυχία στον εαυτό του. Παρόλο που για πολλούς θεωρείται το πρόσωπο-σύμβολο της πολιτικής ισχύος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, ο ίδιος λέει ότι πίσω από τη γνωριμία του με κάθε πρόεδρο βρισκόταν ένας Έλληνας. Μάλιστα, προς απόδειξη των λεγομένων του, δείχνει τα μανικετόκουμπα που ανήκουν στον φίλο του Τεντ Θεόφιλο, ο οποίος ήταν αυτός που τον είχε συστήσει το 1988 στον Τζο Μπάιντεν.
Και φυσικά ο πάτερ Αλέξανδρος δεν κρύβει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι δύο από τους τρεις Ελληνοαμερικανούς που έχουν τιμηθεί με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας είναι ιερείς. Όπως λέει, «από τους τρεις Ελληνοαμερικανούς που τιμήθηκαν με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, οι δύο ήταν παπάδες, ιερείς. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί η ομογένεια είναι γύρω από την Εκκλησία, και έτσι πρέπει να προχωρήσουμε στο μέλλον. Να είμαστε δηλαδή όλοι μαζί, η Εκκλησία και η ομογένειά μας».
Πάτερ Αλέξανδρε, κοιτάζοντας πίσω την πορεία σας, ποια είναι τα αισθήματα για αυτήν τη βράβευση, η οποία έγινε από τον Τζο Μπάιντεν που είναι ένας στενός σας φίλος;
Είναι αισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης γιατί εγώ ήρθα στην Αμερική ως ένα φτωχό παιδί. Μεγαλώσαμε μέσα σε οικογένεια αλλά έχασα την μητέρα μου όταν ήμουν εννιά χρόνων. Τότε ήμουν στεναχωρημένος, ήμουν απελπισμένος, και σκεφτόμουν τον πόνο μου. Και μέσα από αυτόν τον πόνο γεννήθηκε η ελπίδα, διότι λέω πώς θα ζήσουμε μια ολόκληρη οικογένεια… Ο πατέρας μου ήταν χήρος. Είχε να μεγαλώσει έξι παιδιά, και ως ιερεύς δεν μπορούσε. Ο μισθός του τότε στην πολιτεία της Νεμπράσκα ήταν 300 δολάρια. Ένας, λοιπόν, που μεγάλωσε βλέποντας όλα αυτά, και που σήμερα βρίσκεται στον Λευκό Οίκο για να τιμηθεί από έναν Αμερικανό πρόεδρο –και πόσο μάλλον από τον Τζο Μπάιντεν, που είναι στενός φίλος–, νιώθει σίγουρα ένα αίσθημα ταπεινοφροσύνης. Αλλά αυτό που με ύψωσε σε αυτήν τη στιγμή είναι ότι υπηρέτησα την Αρχιεπισκοπή Αμερικής, την ομογένεια, το (Οικουμενικό) Πατριαρχείο, την Ελλάδα και την Κύπρο μας.
Δεν είναι πολλοί αυτοί που έχουν καταφέρει να απολαμβάνουν μια τέτοιου είδους πρόσβαση για τόσο πολλά χρόνια στο ανώτερο πολιτικά επίπεδο στην Ουάσινγκτον. Πώς κατάφερε ο Father Alex να ανοίξει τις πόρτες του Λευκού Οίκου;
Οι Έλληνες έχουν ιδιοφυΐα. Έχουν υπηρετήσει εδώ την Αμερική. Μπορώ να σας πω για κάθε πρόεδρο ποιος μου άνοιξε την πόρτα. Όλοι μιλάνε για τον Father Alex, αλλά αυτοί που στην πραγματικότητα κρατάνε τα κλειδιά είναι οι Έλληνες. Είναι οι πιστοί μας που είναι αφοσιωμένοι στην πατρίδα μας, στους γονείς τους, στα ήθη της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Από τον Τζίμι Κάρτερ μέχρι τον Τζο Μπάιντεν, ήταν οι Έλληνες που άνοιξαν την πόρτα του Λευκού Οίκου. Για παράδειγμα, τον Μπάιντεν τον είχα γνωρίσει από τον Μάνατο και από έναν Έλληνα δικηγόρο που φοράω σήμερα τα δικά του μανικετόκουμπα που μου τα έχει δώσει, τον Τέντ Θεόφιλο, o οποίος μου είπε το 1988: «Θέλω να γνωρίσεις και να υποστηρίξεις τον Τζο Μπάιντεν». Του λέω «έχω τον Δουκάκη, έχω και τον Μπους, ποιον να προλάβω να πρωτοστηρίξω;». Κι έτσι αυτός κανόνισε να ανταμώσουμε και να προσπαθήσω να βοηθήσω τον Τζο Μπάιντεν το 1988.
Παρ’ όλα αυτά, ακούγεται ότι με τη συνταξιοδότησή σας η Αρχιεπισκοπή στερείται αυτό το πολιτικό δίκτυο και τις γνωριμίες σας. Πιστεύετε ότι αφήνετε πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό;
Ο Αρχιεπίσκοπος (Ελπιδοφόρος) έχει βάλει σωστούς ανθρώπους γύρω του. Εάν αυτοί ακολουθήσουν το δρόμο που μας άνοιξε ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος στον Λευκό Οίκο, στη Βουλή και τη Γερουσία, και εάν αποφασίσουν να δουλέψουν με ομόνοια και ομοφροσύνη, ασφαλώς και θα τα καταφέρουν. Δεν είναι ο Father Alex· όπως σας είπα, είναι οι Έλληνες της Αμερικής. Εάν υπάρχει ο Father Alex, είναι επειδή η ομογένεια με εξύψωσε. Είχα τον Γιάννη τον Νεγρεπόντη. Είχαν τον Πολ Σαρμπάνη και τον Γιάννη τον Μπραδήμα. Αλλά ερχόμουν κάτω στην Ουάσινγκτον και καθόμουν και μιλούσα μαζί τους. Για παράδειγμα, την (γερουσιαστή) Ολυμπία Σνόου. Όταν αυτοί ήταν υποψήφιοι, εγώ πήγαινα πάντα στους φίλους μου για να μαζέψω χρήματα. My God, τους έλεγα, πρέπει να υποστηρίξουμε τους Έλληνες γιατί αυτοί είναι τα κλειδιά για να ανοίξουμε τον Λευκό Οίκο και να κάνουμε αυτά τα πράγματα για την Ελλάδα.
Πέρα από την πνευματική και την πολιτιστική αποστολή που επιτελεί η Εκκλησία μας στις ΗΠΑ, πιστεύετε ότι λόγω της ιδιαιτερότητάς της η Αρχιεπισκοπή Αμερικής καλείται να παίξει και έναν πολιτικό ρόλο στη προάσπιση των εθνικών θεμάτων;
Η ομιλία του πρωθυπουργού στην κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου ήταν φυσικά ιδέα της πρέσβειράς μας, της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Αλλά πώς έγινε και καταφέραμε να ανοίξουμε την πόρτα προκειμένου να γίνει αυτή η μεγάλη ομιλία του πρωθυπουργού που έγινε πρώτη φορά στα 200 χρόνια; Εάν δεν υπήρχαν ο Τζορτζ Μάρκους, η Ελένη Τσακοπούλου, ο Έντι και Μάικ Μάνατος, και ο Ντένις Μιλς σε ένα τραπέζι που γινόταν στο εστιατόριο «Κοκκάρι» που είναι του Τζορτζ Μάρκους, μαζί την Πελόζι, δεν θα γινόταν. Και δόξα τω Θεώ έχουμε πρόεδρο Μπαϊντενόπουλο, και πήγαμε και του μιλήσαμε για την επέτειο των 200 χρόνων. Και χάρηκα που τον άκουσα σήμερα να μιλάει για τη δημοκρατία αλλά και για την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Οπότε αυτός είναι ο ρόλος μας ως Εκκλησία και ως ομογένεια, να ανοίγουμε δηλαδή το δρόμο ώστε να υπάρχει επαφή Μέγαρο Μαξίμου – Οβάλ Γραφείο και Οβάλ Γραφείο – Μέγαρο Μαξίμου.
Υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες στην Ελλάδα και την Κύπρο για την εκλογή του Τζο Μπάιντεν, καθώς γνωρίζει από πρώτο χέρι τα θέματα που μας αφορούν. Είχατε την ευκαιρία να του μιλήσετε πρόσφατα για τις κινήσεις της Τουρκίας και για το θέμα των F-16;
Όχι σήμερα, αλλά έχουμε μιλήσει στο παρελθόν. Και όπως ξέρετε ο πρόεδρος, δεν χρειάζεται να σας το πω εγώ, αγαπάει την Ελλάδα και την Κύπρο πάρα πολύ. Αυτός θα προσπαθήσει να λύσει το θέμα. Δεν είναι μόνο τα F-16. Εμείς θα πάρουμε τα F-35. Δεν είναι τα όπλα το μόνο θέμα. Πρέπει ο πρόεδρος να κοιτάξει για έργα από τον Ερντογάν και από την Τουρκία. Τώρα εγώ δεν ξέρω, δεν είμαι πολιτικός, αλλά μπορώ να πω τη γνώμη μου. Στον πρόεδρο όμως δεν χρειάζεται, γιατί η γνώμη μου είναι περίπου και η δική του γνώμη. Τον έχω ακούσει τόσα χρόνια να μιλάει για την Ελλάδα και για την Κύπρο. Και θα σας πω μια ιστορία. Όταν ήθελε να πάει την τελευταία φορά ως αντιπρόεδρος στην Τουρκία, φοβόταν να περάσει από την Ελλάδα γιατί τότε γινόταν η συζήτηση για το εάν θα παραμείνουμε ή θα βγούμε από την Ευρώπη. Και δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι προσπαθεί να πιέσει ή να επηρεάσει την ελληνική κοινή γνώμη. Ο Μπάιντεν αγαπάει την Ελλάδα, αλλά νόμιζε ότι η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει μόνη της. Βρισκόμαστε λοιπόν στην Αρχιεπισκοπή, και ήταν παρών και ο νυν πρέσβης (των ΗΠΑ), ο Τζορτζ Τσούνης, μαζί με τον Τζον Κατσιματίδη, τον Μάικλ Τζαχάρη και τον Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο. Και μας είπε (ο Μπάιντεν): «εγώ πάντα πρώτα πηγαίνω στην Ελλάδα και μετά πηγαίνω στην Τουρκία. Και αυτή τη φορά οι σύμβουλοι μου λένε να πάω μόνο στην Τουρκία γιατί υπάρχει αυτό το θέμα στην Ελλάδα, οπότε τι νομίζετε;». Εγώ και ο Αρχιεπίσκοπος συμφωνήσαμε και του είπαμε «πρέπει να πάτε και στην Ελλάδα». Και μας απάντησε «με κάνετε να αισθανθώ καλύτερα γιατί είμαι Έλληνας και συνεπώς δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να πηγαίνει στην Τουρκία χωρίς να επισκεφτεί πρώτα την Ελλάδα». Και έτσι πήγε στην Ελλάδα.
Έχετε υπάρξει στενός συνομιλητής οκτώ διαδοχικών Αμερικανών προέδρων. Από τον Τζίμι Κάρτερ μέχρι τον Μπάιντεν, ποιος πρόεδρος σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;
Ο καθένας με τον τρόπο του. Για μένα ήταν η ταπεινοφροσύνη του Μπάιντεν, του Τζορτζ Χέρμπερτ Γουόκερ Μπους, του Τζίμι Κάρτερ και του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Κανένας δεν το πίστευε, για τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Επιπλέον, το μυαλό και το χάρισμα του Κλίντον και του Ομπάμα, ενώ στον νεότερο Μπους διέκρινα την αυθεντικότητά του. Ήταν ένας πολύ γνήσιος άνθρωπος. Είχαμε πάει για παράδειγμα μαζί με τον γιο μου στο Όστιν του Τέξας. Τότε ήταν ακόμα κυβερνήτης της πολιτείας. Του είπα ότι είμαι φίλος του Άλεξ Σπανός και θυμάμαι ακόμα την αντίδραση στα μάτια του.