Σε ένα τριάρι στα Ιλίσια ζούσε ο Μιχάλης Γιαννάτος με τη σύζυγό του και τα τρία παιδιά τους. Ένας κανονικός, καθημερινός άνθρωπος, που ανάμεσα στην καθημερινότητά του είχε συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ή ο Άλαν Πάρκερ.
Και όμως, για τους φίλους και γείτονες ήταν ο συμπαθέστατος κύριος Μιχάλης. Τόσο απλά.
Από την Πόλη, στο σανίδι
Όταν ήταν 23 ετών ο Μιχάλης Γιαννάτος –που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1941– ήρθε με την οικογένειά του στη μητέρα Ελλάδα, εξαιτίας των γεγονότων του 1964. Και αν στη γενέτειρα του, την Κωνσταντινούπολη, δεν κυνήγησε το όνειρό του, στην Αθήνα το έκανε. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ντίνου Δημόπουλου, αλλά η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε πριν καν την τελειώσει – και μάλιστα στο Ελληνικό Λαϊκό θέατρο του Μάνου Κατράκη, στον Καπετάν Μιχάλη, το 1966.
Από εκεί και πέρα ξεκινάει ένα οδοιπορικό στους θιάσους. Ένας από τους πρώτους φίλους ήταν ο Θανάσης Βέγγος, και τη διετία 1973-75 περιόδευσαν στην Ελλάδα και σε όλες τις ηπείρους που υπάρχει ελληνισμός. Και τα ταξίδια στο εξωτερικό δεν τελείωσαν εκεί.
Το εξπρές της αναγνώρισης
Το Εξπρές του μεσονυκτίου ήταν ένα best seller του οποίου τα δικαιώματα πολύ γρήγορα αγοράστηκαν για το σινεμά. Η οδύσσεια ενός Αμερικανού φοιτητή στην κόλαση των τουρκικών φυλακών είχε διχάσει μεν, αλλά… πουλούσε. Τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Άλαν Πάρκερ, τη σεναριακή διασκευή ο Όλιβερ Στόουν –πριν καταπιαστεί με το Βιετνάμ– και τη βραβευμένη κλασική (και εμβληματική πλέον) μουσική ο Τζόρτζιο Μόροντερ.
Η ταινία ήταν να γυριστεί στη χώρα μας, αλλά από τη μια η γραφειοκρατία της εποχής και από την άλλη ο φόβος της τότε κυβέρνησης να μην υπάρξουν προβλήματα με την Τουρκία, έστρεψαν τους παραγωγούς στη Μάλτα. Ανάμεσα στους ηθοποιούς που έπαιζαν στην ταινία ήταν και δύο Έλληνες. Ο Ζαννίνο και ο Μιχάλης Γιαννάτος. Ο τελευταίος, εκτός από ηθοποιός, ήταν και σύμβουλος της ταινίας. Δηλαδή, όλα τα τούρκικα στοιχεία της ταινίας πέρασαν από τα χέρια του.
Τον ρωτούσε ο Άλαν Πάρκερ: «Μάικ, αυτή είναι η φυλακή και εδώ είναι ο φυλακισμένος, τι μπορούμε να γράψουμε στον τοίχο;». Ο Γιαννάτος τα έγραφε σε ένα χαρτί και τα έδινε στην Κάθριν Κιούμπρικ, την κόρη του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, που ήταν βοηθός σκηνογράφου. Αφού ο Γιαννάκος έδινε το τελικό check, τα περνούσαν στο γύρισμα.
«Κάτι που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι ο Άλαν Πάρκερ μού έχει στείλει γράμμα, σε εμένα προσωπικά, στο οποίο με ευχαριστούσε, καθώς πίστευε πως χωρίς τη συμβολή μου η ταινία δεν θα είχε τόσο μεγάλη επιτυχία. Και ο ίδιος και οι συνεργάτες του μου είπανε: “Ευτυχώς που είχαμε αυτόν τον Έλληνα στην ομάδα μας”», είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του.
Η ελληνική πραγματικότητα
«Μετά το Εξπρές του μεσονυχτίου δεν μπορώ καν να κάνω σύγκριση μεταξύ ελληνικής και ξένης παραγωγής. Βέβαια, αυτοί έχουν λεφτά, ενώ εμείς όχι. Αλλά το θέμα είναι επαγγελματικό, οι ξένοι είναι επαγγελματίες με “Ε” κεφαλαίο. Είχα στα χέρια μου το πρόγραμμα των γυρισμάτων που έλεγε ότι “ξεκινούν 6 Σεπτεμβρίου και τελειώνουν 11 Νοεμβρίου”. Δεν πίστευα ότι θα είναι τόσο ακριβείς. Κι όμως, 11 Νοεμβρίου στις 3 το μεσημέρι τελείωσαν τα γυρίσματα. Σημαντικό είναι ότι κανείς δεν μπλεκόταν στη δουλειά του άλλου», είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του ο ηθοποιός.
Είχε συμμετάσχει σε πάνω από 20 παραγωγές του εξωτερικού, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές.
Γνωρίζοντας πέντε γλώσσες και έχοντας ένα προφίλ που παρέπεμπε σε ρόλους Ανατολίτη, ο Μιχάλης Γιαννάτος ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες που μπορούν να καυχηθούν για διεθνή καριέρα.
Παρ’ όλα αυτά, ήξερε πως τα καλά χρήματα από την αλλοδαπή δεν έρχονται κάθε μέρα. Και επειδή με το εγχώριο κατεστημένο δεν τα πήγαινε καλά, για να μην εξαρτιέται από τις ορέξεις και τις συμπάθειες του καθενός, η κανονική του δουλειά ήταν ρεσεψιονίστ στη νυχτερινή βάρδια σε μεγάλο ξενοδοχείο των Ιλισίων.
Έτσι έζησε την οικογένειά του, με αξιοπρέπεια, έτσι δούλεψε σε πράγματα που τον αφορούσαν, όπως για παράδειγμα τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου με τον οποίο ήταν και φίλοι.
Όσο για την εδώ αναγνώριση; Ο Μιχάλης Γιαννάτος είχε δηλώσει: «Η Ελλάδα, αγάπη μου γλυκιά, τρώει τα παιδιά της. Εάν εγώ πάω τώρα και παίξω σε μια υπερπαραγωγή και πάρω βραβείο Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου, με αντιπάλους τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, τον Ντάστιν Χόφμαν, τον Αλ Πατσίνο, τον Τζακ Νίκολσον, και έρθω εδώ, θα μου πούνε “ε… καημένε, και τι έγινε;”».
Όταν σε εμπιστεύεται ένας Σπίλμπεργκ
Το 2005 ο Μιχάλης Γιαννάτος βρίσκεται ξανά στη Μάλτα, αυτήν τη φορά για το φιλμ Μόναχο του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ο ηθοποιός διηγήθηκε σε συνέντευξη του την συνεργασία του με τον χρυσό σκηνοθέτη: «Όταν με είδε ο Σπίλμπεργκ, σηκώθηκε απ’ τη θέση του, ήρθε και με χαιρέτησε, σαν να με ήξερε από άλλες δυο-τρεις ταινίες που έκανα στο εξωτερικό. Η ενδυματολόγος βέβαια της ταινίας, μου το είχε πει από πριν ότι “εσένα σε γουστάρει πολύ ο Στίβεν”, χωρίς καν να γνωριζόμαστε από πριν. Όταν μετά συναντηθήκαμε, είχαμε τέτοια οικειότητα μεταξύ μας σαν να είχαμε κάνει μαζί τέσσερις-πέντε ταινίες. Υπάρχει μια σκηνή, στο τέλος της οποίας σκοτώνεται ένας Παλαιστίνιος πράκτορας και υποτίθεται ότι πάω εγώ, φωνάζω και τους βρίζω. Στο σενάριο έγραφε “φτύνεις τα χρήματα”, και λέω στον Σπίλμπεργκ: “εμείς στην Ελλάδα κάνουμε μια άλλη κίνηση, μουντζώνουμε“. Με κοιτάει και μου λέει: “Do it Michael, anything you think it’s Greek, do it. You are my Greek sight now!”».
Και όπως έγραψε ένας σπουδαίος Έλληνας κριτικός γι’ αυτή την ερμηνεία: «Γεια σου Μιχάλη μάγκα! Έπαιξες στην ταινία του Spielberg, και όχι ως κομπάρσος. Έπαιξες και πολύ καλά μάλιστα. Αυτά να τα βλέπουν μερικοί-μερικοί που πάνε στην Αμερική να κάνουν καριέρα και γυρνάνε πίσω άπραγοι και κάνουν και δηλώσεις από πάνω…».