Ο Γεώργιος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1960 στο κέντρο της πόλης του Εύξεινου Πόντου η οποία έχει πλούσια ελληνική παρουσία ανά τους αιώνες. Οι Έλληνες συμπατριώτες του την αποκαλούν Σόχουμ· οι αρχαίοι τους πρόγονοι την ίδρυσαν τον 6ο αιώνα π.Χ. προς τιμή των Διόσκουρων Κάστορα και Πολυδεύκη.
Η θρυλική Διοσκουριάδα ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους –αιώνιους θαλασσοπόρους της Αρχαιότητας–, σε μία από τις πλουσιότερες περιοχές του Καυκάσου. Η ελληνική παρουσία είναι αδιάκοπη έως τις μέρες μας.
Την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Διοσκουριάδα ήταν γνωστή ως Σεβαστόπολις, οι Βυζαντινοί της αποκαλούσαν Σεβαστούπολη και οι Οθωμανοί Σουχούμ-καλέ. Η επικρατέστερη ερμηνεία της ονομασίας έχει σχέση με τις τουρκικές λέξεις σου (νερό), χουμ (άμμος), καλέ (φρούριο).
Η ελληνική κοινότητα της πόλης και των γύρω περιοχών μειώθηκε αισθητά κατά την Οθωμανική Περίοδο, όμως έγινε πάλι πολυάριθμη μετά την προσάρτηση της Αμπχαζίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία, το 1810.
Οι Ρώσοι και οι Σοβιετικοί μέχρι το 1936 την πρωτεύουσα της Αμπχαζίας την ονόμαζαν Σουχούμ και ύστερα Σουχούμι. Το 1992 το Ανώτατο Σοβιέτ της αποσχισθείσας από τη Γεωργία και μη αναγνωρισμένης από τη διεθνή κοινότητα Δημοκρατίας της Αμπχαζίας κατέληξε πάλι στην παλιά ονομασία Σουχούμ. Στη γλώσσα των Αμπχάζων η πόλη λέγεται Άκουα.
Οι μελέτες του Γεώργιου Γρηγοριάδη
Η ιστορία και ο πολιτισμός των Ελλήνων της Αμπχαζίας τράβηξαν την προσοχή του Γεώργιου Γρηγοριάδη από τη νεανική του ηλικία. Πιστός στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ο προσεκτικός μελετητής αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη συγκέντρωση αρχειακού υλικού, φωτογραφιών και μαρτυριών από συμπατριώτες του διαφόρων ηλικιών.
Οι μελέτες του Γεώργιου Γρηγοριάδη βοηθούν στην κατανόηση των γεγονότων που έχουν συμβεί στο Σόχουμ.
Οι Σοχουμλήδες, όπως οι περισσότεροι Έλληνες της Αμπχαζίας που έζησαν την εξορία στο Καζακστάν το 1949 στο πλαίσιο των σταλινικών διώξεων, γύρισαν στον τόπο τους μεταφέρνουν από γενιά σε γενιά τις ιστορίες για την Έξοδο τους από τον Πόντο, για την περίοδο των κοσμογονικών αλλαγών στα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου, για τη ζωή στις άγονες στέπες της Κεντρικής Ασίας, για τον πόλεμο των Γεωργιανών και των Αμπχάζων (1992-1993) που τους στοίχισε για άλλη μία φορά την πατρίδα.
Οι Έλληνες της πόλης Σουχούμ (Σουχούμι) και της περιφέρειας από 12.000 το 1989 μειώθηκαν στα 700 άτομα το 2020. Σε όλη την Αμπχαζία το 1989 έμεναν 14.664 Έλληνες και στις μέρες μας ο αριθμός τους δεν υπερβαίνει τα 1.500 άτομα – οι περισσότερο ζουν σήμερα στην Ελλάδα και στη Ρωσία.
Τα παιδικά χρόνια του Γεώργιου Γρηγοριάδη πέρασαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από το 1977 έως το 1982 σπούδαζε στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Χρηματοοικονομικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Αφότου ολοκλήρωσε τις σπουδές του ξεκίνησε να εργάζεται στην Κρατική Τράπεζα της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1992, μετά από πολλές επισκέψεις στην Ελλάδα, μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα, όπου μένει και σήμερα.
Ο Γεώργιος Γρηγοριάδης κατάφερε να διαπρέψει στην Ελλάδα που τραβούσε το ενδιαφέρον του από μικρή ηλικία. Ήταν όνειρο, ήταν η χώρα των θρύλων και των μύθων, και η πατρίδα των προγόνων του.
«Μετά από τη μετακόμιση στην Ελλάδα για έναν χρόνο εργαζόμουν με σύμβαση στο πρόγραμμα στήριξης των Ελλήνων ομογενών από τη Σοβιετική Ένωση στην Αθήνα. Τους παρείχα τις απαραίτητες πληροφορίες και τους βοηθούσα στην κατάθεση των δικαιολογητικών για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας, για την παροχή σε αυτούς της βοήθειας από το κράτος. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες της ΕΣΣΔ δεν μιλούσαν ελληνικά. Το 1993 αποφάσισα να μην ανανεώσω τη σύμβαση και ως ρωσόφωνος συνεργάστηκα με το τουριστικό πρακτορείο Ανελίξεις. Παρόλο που δεν πληρώθηκα τελικά από τον ιδιοκτήτη του πρακτορείου –όπως και υπόλοιποι υπάλληλοι του–, εγώ έμαθα τη δουλειά και αργότερα άνοιξα δικό μου γραφείο», λέει ο Γεώργιος Γρηγοριάδης.
Έτσι ασχολήθηκε με τουρισμό και ο ίδιος έγινε αιώνιος ταξιδευτής. Η 81η χώρα του κόσμου που επισκέφτηκε τον Ιούνιο του 2022 ήταν η Ιρλανδία. Τα μακρινά ταξίδια του ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990. Το 1999, για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του μετά από τα σεμινάρια Interlingua, αποφάσισε για έναν μήνα να ταξιδέψει σε διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα ασχολήθηκε με την εκμάθηση των γλωσσών που τον εξέφραζαν περισσότερο, όπως τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα γαλλικά, τα ρουμανικά, τα τουρκικά. Από δε τα παιδικά του χρόνια του έχουν μείνει αρκετές γνώσεις από τη γεωργιανή και τη λετονική γλώσσα.
Η σχέση του με το Σόχουμ
Ο Γεώργιος Γρηγοριάδης όσο θυμάται τον εαυτό του ενδιαφερόταν για την ιστορία των Ελλήνων της πόλης του και όλης της Αμπχαζίας. Έβλεπε την παρακμή σε πολλούς τομείς της εθνικής εξέλιξης των συμπατριωτών του και προσπαθούσε να τους εμψυχώνει με τις γνώσεις του για το λαμπρό παρελθών της φυλής τους.
Αυτή την εποχή θυμίζουν μέχρι σήμερα και τα πολυάριθμα κλασικά κτήρια επιφανών Ελλήνων που διέπρεψαν στο Σόχουμ τον 19ο και στην αρχή του 20ού αιώνα.
«Από τα παιδικά μου χρόνια άκουγα πως πολλά από τα κτήρια της πόλης μας φτιάχτηκαν από τους Έλληνες. Κάποια από αυτά ήταν σχολεία και θέατρα τα οποία το σταλινικό καθεστώς τα έκλεισε το 1938. Στα 19 μου ήρθε η σκέψη να ασχοληθώ με το θέμα των ελληνικών κτηρίων και γενικώς με την ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων του Σόχουμ. Με στεναχωρούσε το γεγονός πως οι Αρχές δεν μιλούσαν καθόλου για το ρόλο των Ελλήνων στη ζωή τόσο της πόλης όσο και όλης της Δημοκρατίας της Αμπχαζίας.
»Στην ηλικία των 25 ξεκίνησα να μαζεύω στοιχεία που είχαν σχέση με τον ελληνισμό του Σόχουμ.
»Φωτογράφιζα τα ιστορικά κτήρια της πόλης (όχι μόνο των Ελλήνων), έκανα συνεντεύξεις με τους συμπατριώτες μου και κατέγραφα τα λαογραφικά στοιχεία. Με αυτό τον τρόπο συσσωρεύτηκε πλούσιο αρχειακό υλικό. Τελευταία το φάσμα του δικού μου ενδιαφέροντος διευρύνθηκε· πλέον με ενδιαφέρουν τα στοιχεία που έχουν σχέση με τα κτήρια και τις οικογένειες διαφόρων εθνικοτήτων που ζούσαν στο Σόχουμ πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Με γεμίζει με περηφάνια το γεγονός πως έχω καταφέρει αρκετά σε όλη την προσπάθεια μου αυτή.
»Πάνω από 13 χρόνια είμαι ο συντάκτης της θεματικής ρουμπρίκας με τίτλο «Γκρέτσεσκι Σουχούμσκι βέστνικ» (Ελληνικός κήρυξ του Σόχουμ) στη ρωσόγλωσση εφημερίδα της Ελλάδας Αθηναϊκός Κούριερ. Τακτικά δημοσιεύω άρθρα στο ρωσόγλωσσο περιοδικό της Αμπχαζίας Αμπχάζσκι Μπέρεγκ και στην ελληνική μηνιαία εφημερίδα Ποντιακή γνώμη. Επίσης έγραψα πολλά άρθρα για την Εγκυκλοπαίδεια της Αμπχαζίας.
»Έχω δε δημοσιεύσει την πολύχρονη εργασία μου με τον τίτλο «Οδωνύμια του Σόχουμ» στο αλμανάκ της Αμπχαζίας Ο διάλογος των καιρών Νο 2 – αφορά τις αλλαγές στις ονομασίες των οδών του Σόχουμ τα τελευταία 180 έτη» για το έτος 2018», ανέφερε ο Γεώργιος για τις μελέτες του.
Οι οικογενειακές ιστορίες
Οι οικογενειακές ιστορίες αποτέλεσαν για τον Γεώργιο Γρηγοριάδη τις πρώτες μαρτυρίες για τις μελέτες του. Στην ερώτηση μου για την καταγωγή των γονιών του, μίλησε πρώτα για τη μητέρα του.
«Από την πλευρά της μαμάς μου είμαστε βέροι Σοχουμλήδες. Το όνομά της είναι Δέσποινα Ιαχιοπούλου του Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Σόχουμ το 1924, όπως και ο πατέρας της Κωνσταντίνος, το 1887. Η μητέρα της (η γιαγιά μου) Μαριάνθη Ιωακείμίδη ήρθε στο Σόχουμ (τότε Ρωσική Αυτοκρατορία) το 1908 στην ηλικία των 13 ετών από τα Κοτύωρα (Ορντού) του Πόντου. Στο δικό της σόι είχαμε τους ιερείς. Ένας από αυτούς, ο Αχιλλέας Ιωακειμίδης, όπως και ο αδελφός του και προπάππους μου Μιχαήλ, μαρτύρησαν την περίοδο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
»Η γιαγιά μου ήρθε στη γιαγιά της, τη Χρυσή Ευκαρπίδη-Παπαβραμίδη, και ζούσε στο σπίτι του γνωστού στο Σόχουμ φωτογράφου Ιωάννη Ευκαρπίδη του Πολυχρόνη. Αυτός το 1912 την πάντρεψε με τον παππού μου, τον Κωνσταντίνο Ιαχιόπουλο, που τότε ολοκλήρωνε τις σπουδές του στην Οδησσό και αργότερα ήταν διευθυντής των αποθηκευτικών χώρων του λιμανιού του Σόχουμ.
»Η γιαγιά μου Μαριάνθη δεν ήξερε καλά ρωσικά. Μιλούσε την ποντιακή διάλεκτο και τη νεοελληνική γλώσσα. Αυτή μου έμαθε όταν ήμουν μικρός ποιήματα στην ελληνική γλώσσα. Μερικά από αυτά θυμάμαι μέχρι σήμερα. “Τα κόκκινα μήλα, τα πράσινα φύλα, μ’ αρέσουν πολύ! Ωραία! Ωραία! Σε βλέπω, μηλέα – Του κήπου στολή!”», ανέφερε για την οικογένεια της μητέρας του ο Γεώργιος Γρηγοριάδης κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας.
Ο προπάππους από τη μεριά της μητέρας του, ο Γεώργιος Ιαχιόπουλος του Σαβέλλιου, πήγε στο Σόχουμ το 1860 από την Τραπεζούντα· καταγόταν από την Κρώμνη. Οι ορεσίβιοι κάτοικοι αυτής της περιοχής ήταν κρυπτοχριστιανοί. Στο σπίτι που έκτισε αυτός στο Σόχουμ έμεναν οι απόγονοί του μέχρι τη γενιά του Γεώργιου.
Οι ρίζες εκτός του Σόχουμ
«Το σόι του πατέρα μου έχει λίγο αλλιώτικη ιστορία. Ο προπάππους μου από αυτή τη μεριά, ο Ιωάννης Γρηγοριάδης του Ευστάθιου, καταγόταν από τη Ματσούκα του Πόντου, δίπλα στην Τραπεζούντα. Στο τέλος του 19ου αιώνα μετακόμισε στη Γιάλτα της Κριμαίας και ασχολούταν με την παραγωγή καπνού ποικιλίας “Ντουμπέκ”. Στη Γιάλτα το 1893 γεννήθηκε ο γιος του και δικός μου παππούς Κωνσταντίνος. Στις 14 Φεβρουαρίου 1926 στην ίδια πόλη γεννήθηκε και ο πατέρας μου, ο Ιωάννης του Κωνσταντίνου», εξήγησε ο Γεώργιος αναφερόμενους στους συγγενείς του από τη μεριά του πατέρα του.
Ο παππούς Κωνσταντίνος υπηρέτησε ως αξιωματικός στον ρωσικό στρατό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1932 έμαθε πως μπορεί να διωχθεί για τη σχέση του με τον τσαρικό στρατό και κατέφυγε στην πόλη Οτσαμτσίρα της Αμπχαζίας. Εκεί είχαν ήδη βρει καταφύγιο δύο Έλληνες φίλοι του και αξιωματικοί του ρωσικού στρατού της προεπαναστατικής περιόδου, οι Στεριώνης και Κυφνίδης που τον βοήθησαν στα πρώτα του βήματα στο νέο μέρος. Ο παππούς Κωνσταντίνος είχε τον τίτλο του ευγενή της τσαρικής αυλής και ήταν βραβευμένος με το παράσημο της Αγίας Άννας της Δ’ βαθμίδας για την αρετή στις μάχες του Α’ Παγκοσμίου.
«Ο προπάππους μου από τη μεριά της μητέρας του πατέρα μου, ο Σπυρίδων Γεμιχόπουλος του Παναγιώτη, ήταν γνωστός εργολάβος στη Γιάλτα της Κριμαίας και αρκετά εύπορος άνθρωπος. Οι κόρες του σπούδασαν στο ιδιωτικό παρθεναγωγείο “Β. Γκ. Φιέρφορ”. Η γιαγιά μου από αυτή την πλευρά και η αδελφή της ήταν διανοούμενες, με άριστη γνώση των γαλλικών. Πριν από μερικά χρόνια βρήκα μέσα στο αρχειακό υλικό τους απολογισμούς του Ελληνικού Συλλόγου Γιάλτας για την περίοδο 1903-1904. Αισθάνθηκα περήφανος όταν ανακάλυψα πως ο παππούς μου ήταν σημαντικός ευεργέτης του σωματείου.
»Σε ό,τι αφορά στους γονείς μου, ο πατέρας μου Ιωάννης Γρηγοριάδης του Κωνσταντίνου εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός και η μητέρα μου Δέσποινα Ιαχιοπούλου του Κωνσταντίνου ήταν λογίστρια στη διοίκηση της κρατικής κατασκευαστικής εταιρείας. Και οι δύο έφυγαν από τη ζωή στην Αθήνα. Ο πατέρας μου πέθανε το 2006 στην ηλικία των 80 ετών και η μητέρα μου το 2020 στην ηλικία των 96 ετών.
»Αυτή είναι η σύντομη ιστορία της οικογένειάς μου και οι αιτίες της ενασχόλησης μου με τη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των Ελλήνων του Σόχουμ και όλης της Αμπχαζίας», είπε ολοκληρώνοντας την περιγραφή του γενεαλογικού του δέντρου.
Ακολουθεί το Β’ μέρος του αφιερώματος.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός.