Γεννήθηκε το 1932, ή μήπως το 1937; Οι… ιντερνετικοί διαφωνούν για το ποια 8η Ιουλίου ήρθε στον κόσμο η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, αλλά συμφωνούν ότι έγραψε τη δική της σελίδα στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Και όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η «εθνική μας υπηρέτρια» παραλίγο να πεθάνει, και μάλιστα στην Αυστρία.
Βρισκόταν σε περιοδεία μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου, η οποία κάποια στιγμή αισθάνθηκε αδιαθεσία. Σαν υπερτασική που ήταν, της έδωσαν το χάπι της. Όλο αυτό το σκηνικό αναστάτωσε τη Στυλιανοπούλου. Και η συνέχεια… δική της: «Πάω να βγω κι εγώ. Όμως, θες το άγχος, θες αυτό που πέρασα με τη Βασιλειάδου, σωριάζομαι στο πάτωμα. “Αχ, τα ίδια με τα δικά μου”, πετάγεται η Γεωργία, “φέρτε της το χαπάκι”. Αντί να συνέλθω εγώ, να πεθαίνω κυριολεκτικά, να χάνεται ο σφυγμός μου.
»Έρχεται ένας γιατρός, λέει: “Η γυναίκα πεθαίνει”. “Γιατί πεθαίνει, γιατρέ μου;” πετάγεται πάλι η Βασιλειάδου. “Αφού τώρα της έδωσα το χαπάκι μου”. “Μου το φέρνετε να το δω;” φωνάζει ο γιατρός κι εκεί συνειδητοποίησαν όλοι ότι η Γεωργία είχε υπέρταση, ενώ εγώ υπόταση, κι είχαμε πάρει το ίδιο αντι-υπερτασικό χάπι. Εκείνη έγινε καλά κι εγώ θα χαιρετούσα τα εγκόσμια».
Ταλέντο εν αγνοία του
Η Δέσποια Στυλιανοπούλου μεγάλωσε στη Μεσσηνία. Ο πατέρας της ήταν εκπαιδευτικός και η μητέρα της κόρη δημάρχου. Και μπορεί ο πατέρας της να ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα «ανοιχτόμυαλος», όμως ήταν στη δεκαετία του 1940· ήθελε η κόρη του να σπουδάσει και να μορφωθεί.
Αν και της «μετέφερε» την αγάπη του για τις τέχνες, μέχρι εκεί. Ούτε που σκεφτόταν ότι η Δέσποινα θα γινόταν ηθοποιός. Αλλά και εκείνη δεν είχε τέτοιο όνειρο, παρόλο που ήταν η ψυχή της παρέας και της οικογένειας και γυρνούσε στα διπλανά χωριά με τα αδέλφια της τραγουδώντας για το κέφι της.
Ήταν ο καθηγητής μαθηματικών που της ζήτησε να υποδυθεί το ρόλο της μάνας. Η Δέσποινα απόρησε αλλά… ντίλαρε μαζί του, να της βάλει καλό βαθμό στο μάθημα του που δεν ήταν καλή.
Μόλις τελείωσε το σχολείο ανέβηκε στην Αθήνα για σπουδές κλασικού τραγουδιού και για τη Νομική προκειμένου να ικανοποιήσει τον πατέρα της. Γράφτηκε όμως και στο Ελληνικό Ωδείο, αφού λόγω μιας συνωνυμίας πέρασε μία άλλη Δέσποινα Στυλιανοπούλου στη Σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Τελικά πήγε στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Όταν αποφοίτησε, τότε το ανακοίνωσε στον πατέρα της.
Ο ρόλος της ζωής της
Ο κινηματογράφος δεν άργησε να την ανακαλύψει. Ως νέο κορίτσι και τσαχπίνικο, οι πρώτες προτάσεις που έλαβε είναι για σέξι ή πικάντινους ρόλους. Όμως η κωμίκα που κρύβει μέσα της ήθελε να βγει στην επιφάνεια.
Στη δεκαετία του 1960 το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων είχε αρχίσει να ανεβαίνει, κάτι που φαινόταν μαζικά και στα φιλμ της εποχής. Σε αυτά δύο είναι οι πυλώνες ευμάρειας των ζευγαριών: τα κέντρα διασκέδασης και οι υπηρέτριες. Ακόμα και αν σεναριακά αυτό δεν προκύπτει από τη… φορολογική δήλωση των πρωταγωνιστών, κάπου υπάρχει μία υπηρέτρια – όσο πιο τσαχπίνα και με κωμική χρἠση των ελληνικών, τόσο το καλύτερο.
Στην πρώτη της ταινία τη Δέσποια Στυλιανοπούλου την προόριζαν για το ρόλο μιας σέξι νεαρής που θα ξελόγιαζε τον άντρα της Χριστίνας Σύλβα. Όμως εκείνη διάβασε το σενάριο και της έκανε…. κλικ ο ρόλος της υπηρέτριας, αν και είχε μόνο τρεις ατάκες.
Έτσι πήγε στον παραγωγό και του ζήτησε να παίξει εκείνον το ρόλο «Δεν θέλω να γίνω πρωταγωνίστρια, δεν θέλω να γίνω σέξι-γούμαν. Εγώ θα κάνω την υπηρέτρια και θα της δώσω και όνομα», έχει πει σε συνέντευξη.
Και είχε προσθέσει: «Έφτιαξα, λοιπόν, τη Σταυρούλα και ο σεναριογράφος κάθε μέρα μέχρι να τελειώσει η ταινία πρόσθετε ρόλο. Ώσπου στο τέλος η υπηρέτρια έγινε πρωταγωνίστρια! Την επόμενη μέρα είχα απ’ έξω απ’ το σπίτι μου άλλα 17 σενάρια για ρόλους υπηρέτριας!».
Κέρδη και ζημίες
Και δίπλα στους λαμπερούς σταρ της εποχής άρχισε και η άνοδος της Δέσποινας. Μάλιστα το 1967 γύρισε 12 διαφορετικές ταινίες μέσα σε 12 μήνες. Γι’ αυτό εκείνο το έτος ήταν η χρονιά της.
«Αυτό ήταν το παράσημό μου, ο πλούτος και η επιβράβευσή μου», έχει πει.
Είναι η ηθοποιός που έχει παίξει δίπλα με τα μεγαλύτερα ονόματα. Όσο για την πιο αξέχαστη συνεργασία της, η ίδια είναι κάθετη:
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι όταν πήρα μέρος στην ταινία Ο τρελός τα έχει 400 με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα που τρώω το χαστούκι, ο κόσμος με ρωτούσε πάντα αν το χαστούκι ήταν αληθινό. Και εγώ έλεγα την αλήθεια, ότι επί 3 ημέρες δεν μπορούσα να κάνω γύρισμα γιατί είχε αποτυπωθεί η παλάμη του στο μάγουλο. Αλλά εγώ έβλεπα το σημάδι και χαιρόμουν, διότι δεν ήταν λίγο πράγμα να τρως ένα χαστούκι από τον αγαπημένο σου ηθοποιό και άνθρωπο, και να σου δίνει τη δυνατότητα αυτή η σφαλιάρα να κάνεις επιτυχία και να γίνεσαι γνωστή».
https://www.youtube.com/watch?v=Mm1LkGg_pKw
Όχι ότι δεν υπήρχαν και ζόρια. Όπως έχει εξομολογηθεί: «Η Ταξιτζού στάθηκε για εμένα τραγωδία. Πήγαινα να κάνω ένα γύρισμα στη Σαλαμίνα και μου έφυγε το ταξί επειδή υπήρχε ένα πρόβλημα με το χειρόφρενο και έπεσε στη θάλασσα. Με παρέσυρε και έσπασα τα πόδια μου. Ήμουν έξι μήνες ακίνητη. Είχα σπάσει το ένα μου πόδι και νοσηλεύτηκα στο ΚΑΤ. Η Ελένη Ανουσάκη μου στάθηκε όσο κανένας άλλος τότε, ερχόταν στο σπίτι κάθε βράδυ μετά το θέατρο και μου έκανε παρέα».
Για την καριέρα της μάλιστα έφτασε στο σημείο να βάλει στην άκρη τη ζωή της. «Για 40 χρόνια δεν γνώριζα τι θα πει θάλασσα. Δούλευα σκληρά χειμώνα-καλοκαίρι στο θέατρο, τον κινηματογράφο αλλά και το ραδιόφωνο. Δεν είχα πάει στην πλαζ, γιατί δεν είχα χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες. Το μόνο που προλάβαινα ήταν να πηγαίνω στα αναψυκτήρια που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή», έχει αναφέρει κατά το παρελθόν.
«Άντρες, μας φέρνετε στα όρια της Αναβύσσου»
Ήταν κοινό μυστικό ότι η ηθοποιός έζησε έναν μεγάλο έρωτα με τον παραγωγό και σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη. Το ότι συνεργαζόταν αποκλειστικά με την εταιρεία του για πολλούς στάθηκε εμπόδιο για την εξέλιξή της.
Όπως και να ‘χει , η ιστορία με τον Κώστα Καραγιάννη έφτασε σε αδιέξοδο όταν εκείνη έμαθε πως εκείνος όχι μόνο ήταν παντρεμένος στη Γαλλία, αλλά είχε και παιδί .
https://www.youtube.com/watch?v=arr0PWvpEXg
Τελικά έκανε έναν γάμο με τον ηθοποιό και τραγουδιστή Πέτρο Μήλα. Όπως έγραψε η ίδια στη βιογραφία της:
«Ένα πρωί που έφτασα στο μαγαζί “Πρόσωπο” για γύρισμα ένας άντρας –μάλλον ωραίος, με μουστακάκι άσχημο, στριφτό σαν του Νταλί, με γυαλιά μαύρα–, με το που με είδε στην πίστα να χορεύω και να τραγουδάω το τραγούδι από την ταινία Ταξιτζού ρώτησε την Αποστόλου που συμπτωματικά δούλευε εκεί: “Ποια είναι αυτή;”. Ύστερα από τη γνωριμία μας η Ρένα Ντάλμα παρακάλεσε τον Κώστα Καραγιάννη που σκηνοθετούσε στο “Καλουτά” το έργο Για μένα, για σένα, για όλους να πάρει την ίδια και τον Πέτρο να λένε ένα τραγούδι στην παράσταση.
»Σε αυτή την παράσταση μόλις έφευγε ο Μήλας από τη σκηνή εγώ έμπαινα από την ίδια κουίντα. Κάθε βράδυ μου έλεγε κάπως δειλά: “Πότε θα βγούμε μαζί;”». Μετά από καιρό πήγα στο κέντρο όπου τραγουδούσε. Με το που μπήκα εκείνος τραγουδούσε. Μόλις με είδε η κοπέλα του μαγαζιού άρχισε να με ραίνει με λουλούδια και εκείνος έλεγε το ρεφρέν από το τραγούδι του Κόκοτα Δεν το μπορείς όσο κι αν θες να με ξεχάσεις…
»Αυτό το ρεφρέν μάς ένωσε με τα δεσμά του γάμου και ίσως να μας δένει ακόμη, και ας ζούμε χώρια… Ο χωρισμός ήταν σκληρός και έγινε οριστικός με την υπογραφή ενός χαρτιού που σήμαινε το τέλος μιας αγάπης. Ο καθένας πήρε το δρόμο του, που άλλες φορές ήταν φωτισμένος και άλλες σκοτεινός. Ευτυχώς ο πατέρας μου, που πάντα με στήριζε, μου έλεγε: “Μήπως, παιδί μου, αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν τελικά για σένα;”»
Σήμερα κάνοντας την αυτοκριτική της δηλώνει: «Αγαπήθηκα πολύ, αλλά ήμουν άμυαλη. Θα έπρεπε αυτή τη στιγμή να έχω παιδιά και σύζυγο. Παρουσιάστηκαν κάποιες τύχες, αλλά έμεινα πιστή σε μία αγάπη, δεν ήθελα δεύτερο γάμο. Τώρα είναι δύσκολο να είσαι μόνη».
https://www.youtube.com/watch?v=cYaYBV8MqSs
Σπύρος Δευτεραίος