Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με τίτλο «Εις την θυσίαν Αβραάμ», και ακροστιχίδα: «εις τον Αβραάμ Ρωμανού ύμνος».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Ως πρόσφορο αψεγάδιαστο σ’ εξαγνισμού θυσία
αναίμακτη και καθαρή, εκειόν τον άκακο Ισαάκ δέχτηκες Κύριέ μας.
Στον πρόσφερ’ ο πατέρας του για χάρη των παιδιών Σου, όλων αυτών που Σ’ αγαπούν.
Κι αφού η αγάπη του σ’ Εσέ δείχτηκε τόσο δυνατή, σαν πάλεψε και θριάμβεψε πάνω στο θέλημά του,
τον γέρο τον πατέρα αυτόν που τόσο Σ’ αγαπούσε, Φιλάνθρωπε τον έσωσες από την ατεκνία,
των αγαθών Συ χορηγέ, Σωτήρα των ψυχών μας.
Οίκοι
α΄. Νέος εγώ και σε θωρώ στο όρος ν’ ανεβαίνεις, ευλογημένε γέροντα·
ζηλεύω τα κουράγια σου και θέλω να σου μοιάσω, μα είν’ τα πόδια μου βαριά, τα νιώθω μουδιασμένα.
Το πνεύμα μου είναι πρόθυμο, μ’ αδύνατη είν’ η σάρκα…
Ωχού ψυχή μου δες τονε και πάρε κι εσύ θάρρος!
Δες τον Αβραάμ, ξανάνιωσε· τα γηρατειά του φύγαν.
Τα πόδια του κουράστηκαν, μα έχει ανδρείο φρόνημα· αυτό είναι που τον πάει.
Τον τόπο του εγχειρήματος τον αγνοεί τελείως· και όσο για τον τρόπο; Δεν θέλει να τον σκέφτεται.
Μα πάει όπως τον οδηγεί Εκείνος που τον προσκαλεί,
ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
β΄. Η τόση πίστη σου, λοιπόν, ήταν η δύναμή σου· γι’ αυτό κι ήταν αμέτρητος ο πόθος οπού είχες,
το θέλημά Του ακριβώς να πραγματοποιήσεις, όπως σου το παράγγειλε.
Πώς το ’πε ο που σε κάλεσε, πώς το ’χε διατυπώσει, αξίζει να τ’ ακούσουμε:
«Πάρ’ το παιδί που σπείρανε τα γέρικά σ’ λαγόνια,
»που τώρα στα έρμα γηρατειά το ’χεις για απαντοχή σου, κι έλα και πρόσφερέ μου το και κάν’ το μου θυσία».
Ω…! Πόση λύπη βάραινε ετούτα δα τα λόγια.
Γιατί δεν είπε απλώς «παιδί»; Ξερά ας το πει και τέρμα…
Μόν’ είπε και τι σήμαινε για εκείνον το παιδάκι, λες κι ήθελε στα σπλάχνα του φωτιά να του ανάψει,
ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
γ΄. Το πρόσταγμα πολύ σκληρό· μα εσύ όμως βρε γέροντα, σπεύδεις να το εκπληρώσεις.
Τον Θεό σου πιο πολύ ποθείς κι απ’ το παιδί σου το ίδιο·
γι’ αυτό δεν αμφισβήτησες καθόλου αυτό που σου ’πε.
Άλλος έτσι θα Του ’λεγε, εσύ όμως δεν το είπες: «Γιατί με αποκάλεσες
»πατέρα και δεν μ’ είπες φονιά του γιου μου Δέσποτα;
»Πες με αυτό που θα γενώ, μην λες αυτό που είμαι·
»σαν πόσος δα είναι καιρός γονέας που καλούμαι;
»Τίποτα δεν φτουράει αυτό μπρος στους καιρούς που θα ’ρθουν, όπου όλοι θα με ξέρουνε »ως τον σφαγέα του γιου μου. Έτσι λοιπόν να με καλείς, έτσι να μ’ ονομάζεις κι Έσύ,
»ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
δ΄. »Και τώρα όσοι θα με δουν το τέκνο μου να σφάζω, άραγε τι θε να σκεφτούν, πώς να με λογαριάσουν;
»Θα πουν πως είμαι μανιακός – αλίμονο Θεέ μου! Θα ειπούν πως παραφρόνησα…
»Κι όσοι ακούσουν τι έκανα, όλοι τους θα πιστέψουν πως η άνοια η γεροντική με μώρανε τελείως.
»Γιά πες μου πώς το κάνω αυτό με τα ίδια μου τα χέρια; Να εξολοθρεύσω, δηλαδή,
»αυτόν που ονειρευόμουνα πως σαν θα ’ρχόταν ή ώρα, θα ’ταν στο προσκεφάλι μου, θα μ’ αποχαιρετούσε, και μ’ ακροδάχτυλα απαλά θα μου ’κλεινε τα μάτια…
»Αυτόν που εγώ ξεφάσκιωνα, τώρα πώς θα τον δέσω, για να μπορέσω πιο εύκολα να τον »σκοτώσ’ ο μαύρος;
»Αυτόν που γω χαιρόμουνα να βλέπω να χοροπηδά ζωηρούτσικα τριγύρω, και Σε που μου τον χάρισες Σού ’στελνα χίλιες δόξες,
»αυτόν που εγώ ανάθρεψα, πώς τώρα να τον σφάξω; Για πες μου Συ που είσαι
»ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
ε΄. »Όταν παιδί μου σε κοιτώ, τόσ’ όμορφο σε βλέπω και με χαρά ανείπωτη γεμίζει η καρδιά μου.
»Μα όπως ακούω τη φωνή του Δέσποτα στ’ αυτιά μου,
»μαραίνεται το γέλιο μου κι αλλάζ’ ευθύς σε πένθος και δάκρυ γίνεται πικρό.
»Αλίμονο παιδί μου Ισαάκ, τη γλώσσα σ’ που ψελλίζει, τα πρώτα λόγια για να πει,
»τώρα θα την βουβάνει το χέρι του πατέρα σου, το φονικό μου χέρι.
»Τα βλέφαρα η μανούλα σου η Σάρρα δεν θα κλείσει.
»Τα ρόδινα χειλάκια σου τώρα γω θα σφαλίσω,
»ότι εκτελώ το πρόσταγμα Εκείνου που σε χάρισε σε μένανε το δόλιο, που είν’
»ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.
ϛ΄. »Το χέρι μου αδυνατεί κι είναι παραλυμένο – διστακτικό, τρεμάμενο κρατάει αυτό το ξίφος.
»Ποιος θα του δώσει δύναμη και ποιος θα το διδάξει
»πώς σφάζει κάποιος το παιδί τ’ κι όχι κανά μοσχάρι, όπως το ’χει το έθιμο;
»Και ποιος θα μεταλλάξει κι ωμό και ανελέητο θα κάνει αυτόν που πάντα
»χάρη της ευσπλαχνίας του, τους πάντες καλοδέχονταν με ανοιχτές τις πόρτες;
»Εγώ που φιλοξένησα κι έθρεψα τόσους ξένους,
»εσένα κληρονόμε μου τώρα πώς να σκοτώσω; εγώ που είμ’ πατέρας σου πώς να σε αφανίσω;
»Άραγε ποιος θ’ ακούσει αυτά που τώρα εκστόμισα και δεν θα τρέξει γρήγορα να φύγει μακριά μου; Πες μου σαν ποιος θα είναι αυτός, πες μου Θεέ μ’ στ’ αλήθεια, Εσύ
»ο Σωτήρας των ψυχών μας και ο μόνος Αγαθός.