«Ισχυρή σύσταση» για τους άνω των 60 ετών, όπου υπάρχουν δεδομένα, απευθύνει η Επιτροπή Ειδικών του υπουργείου Υγείας αναφορικά με τη χορήγηση της 4ης δόσης εμβολιασμού κατά του κορονοϊού, αλλά δεν έχει επαρκή επιστημονικά δεδομένα για τη χορήγησή της στους κάτω των 60 ετών.
Παρόλα αυτά, το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι τη Δευτέρα 27 Ιουνίου ανοίγει η πλατφόρμα για την 4η δόση εμβολιασμού κατά του κορονοϊού για τα άτομα του γενικού πληθυσμού ηλικίας κάτω των 60 ετών, σημειώνοντας ότι μπορούν και αυτοί να την κάνουν, αν το επιθυμούν.
«Οι ίδιοι κανόνες που έχουν τεθεί για τους άνω των 60 ετών για τη δεύτερη αναμνηστική δόση ισχύουν και στους άνω των 30 ετών», διευκρινίζουν πηγές του υπουργείου Υγείας.
Συνεπώς, και σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας, όποιος επιθυμεί μπορεί να κάνει τη δεύτερη αναμνηστική δόση, 4 μήνες μετά την πρώτη. Ωστόσο, εάν κάποιος έχει κάνει την πρώτη αναμνηστική δόση και έχει νοσήσει μετά, δεν μπορεί να κάνει δεύτερη αναμνηστική δόση.
Τι αναφέρουν η ανακοίνωση του υπουργείου Υγείας, η Γκάγκα, ο Μόσιαλος
«Αναφορικά με τα άτομα του γενικού πληθυσμού ηλικίας κάτω των 60 ετών, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή επαρκή επιστημονικά δεδομένα για το πρόσθετο όφελος που θα προσέφερε μια δεύτερη αναμνηστική δόση με τα υπάρχοντα εμβόλια.
» Ωστόσο, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών εισηγείται να δίνεται η δυνατότητα εμβολιασμού με δεύτερη αναμνηστική δόση σε άτομα ηλικίας 30 ως 59 ετών, εφόσον το επιλέξουν», όπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανακοίνωση του υπουργείου Υγείας.
Από την πλευρά της, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, μιλώντας στο Mega, επανέλαβε ότι η τέταρτη δόση είναι προαιρετική και υπενθύμισε τη σύσταση της Επιτροπής για εμβολιασμό στις πληθυσμιακές ομάδες άνω των 60.
«Φυσικά και όποιος το επιθυμεί μπορεί να κάνει και την τέταρτη δόση, ακόμα κι αν είναι κάτω των 60», επισήμανε.
Όσο για τον Ηλία Μόσιαλο, διαφωνεί κάθετα με την εισήγηση των ειδικών περί προαιρετικής χορήγησης της 4ης δόσης στους άνω των 30 ετών, διότι η εισήγηση –γράφει σε ανακοίνωσή του– δεν συνοδεύεται από την αναγκαία επιστημονική τεκμηρίωση.
Και «οι αποφάσεις δημόσιας υγείας και οι ιατρικές αποφάσεις πρέπει να βασίζονται στην τεκμηρίωση και στη συστηματική ανάλυση των δεδομένων», τόνισε.