Στις 4 Ιουλίου συμπληρώνονται 10 χρόνια από την ανακάλυψη του Σωματιδίου του Higgs. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η κατασκευή μεγάλων επιταχυντών στο CERN, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Χρειαζόταν και πειραματική μέθοδος. Οι απόψεις του καθηγητή Δημήτρη Νανόπουλου ήταν σημαντικές. Ο Νανόπουλος με τον Έλλις και την Γκάγιαρντ μας είπαν πώς μπορεί να βρεθεί πειραματικά το σωματίδιο Higgs.
Στο CERN ασχολούνται με τα στοιχειώδη σωματίδια. Μια περιπέτεια στην οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε την πρωτοπορία του αρχαίου Έλληνα Δημόκριτου αλλά που στη σύγχρονη μορφή της άρχισε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Ο Μαξ Πλανκ ανακάλυψε το κβάντο. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν μάς είπε ότι και η ενέργεια είναι κβαντωμένη. Ο Έρβιν Σρέντιγκερ με την περίφημη κυματοσυνάρτησή του δίνει αποκλειστική έμφαση στην κυματιδιακή μετάδοση, ο Λουί ντε Μπρέιγ, που ήταν ο πρώτος ο οποίος μίλησε για κύματα, αναφέρεται σε κυματοσωματιδιακό δυϊσμό, μετάδοση, δηλαδή ταυτόχρονα με τη μορφή κύματος και σωματιδίου, σε αντίθεση με τον Νιλς Μπορ που προτείνει τη συμπληρωματικότητα (άλλοτε ως κύμα και άλλοτε ως σωματίδιο), ο Μαξ Μπορν δίνει μια πιθανοκρατική ερμηνεία των νέων ανακαλύψεων, ο Βέρνερ Χάινζεμπεργκ την αρχή της αβεβαιότητας ή απροσδιοριστίας.
Αλλά σημαντική δουλειά στον τομέα αυτό, ο οποίος έφθασε στο αποκορύφωμά του στο μεσοπόλεμο με το Συνέδριο του Σολβέ το 1927, διαδραμάτισε η Σχολή της Κοπεγχάγης, της οποίας ηγείτο ο Μπορ. Στο διεθνές συνέδριο Φυσικής στο Κόμο της Ιταλίας, το 1927 οι διάσημοι επιστήμονες της εποχής ανυπομονούσαν να ακούσουν τι είχε να πει ο Μπορ.
Ο Δανός, σκιαγράφησε για πρώτη φορά αυτό που ονομάστηκε συμπληρωματικότητα, δηλαδή, την συμπεριφορά του ηλεκτρονίου άλλοτε ως κύματος και άλλοτε ως σωματιδίου. Όχι, ταυτόχρονα, και με τις δύο μορφές. Έχοντας υπόψη όλες τις επιστημονικές διαφωνίες της εποχής, βρήκε έναν τρόπο και συνέραψε όλα τα στοιχεία μαζί έτσι ώστε να συνιστούν τα θεμέλια μιας νέας φυσικής κατανόησης της κβαντικής μηχανικής. Οι φυσικοί θα ονομάσουν, αργότερα, αυτήν τη συγχώνευση ιδεών «Ερμηνεία της Κοπεγχάγης».
Επειδή στην καθημερινότητά μας οι σημαντικές εξελίξεις στην επιστήμη παρέρχονται χωρίς σημασία, με αφορμή την επέτειο της ανακάλυψης του σωματιδίου του Higgs νομίζω άξιζε η σύντομη αυτή αναφορά.
Ερμηνεία της Κοπεγχάγης και ελληνική εξωτερική πολιτική
Και για να επανέλθουμε στα συνήθη θέματα που απασχολούν την στήλη, να θέσουμε το ερώτημα: Είναι δυνατή η διαμόρφωση μιας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με βάση την «Ερμηνεία της Κοπεγχάγης»; Με βάση τη σύνθεση, δηλαδή, διαφορετικών προσεγγίσεων ως προς το δέον γενέσθαι απέναντι στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα; Ή μήπως χρειάζεται μια νέα αντίληψη, το quantum politics, η τέχνη δηλαδή, του να είσαι και να μην είσαι δημιουργεί μια πολυπλοκότητα τη οποία δεν μπορεί να συλλάβει ο αντίπαλος;
Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει πρόβλημα. Ακόμη και για τη φύση της απειλής. Ορισμένοι και δεν είναι ευκαταφρόνητος αριθμός, θεωρούν πως δεν είναι η Τουρκία που απειλεί την Ελλάδα αλλά η Ελλάδα την Τουρκία. Και επικαλούνται τον εξοπλισμό των νησιών.
Το παράδοξο είναι ότι οι εκφραστές των απόψεων αυτών αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί και, μάλιστα, του σημιτικού μπλοκ, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς πως μπορεί να συνυπήρξαν στο ΠΑΣΟΚ τόσο αντιτιθέμενες τάσεις.
Φαντάζομαι πως το βασικό ζητούμενο όλων είναι πως να αποφύγουμε τον πόλεμο χωρίς να χάσουμε τίποτε από την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Και εδώ, ίσως, χρειάζεται μια «Ερμηνεία της Κοπεγχάγης». Μια σύνθεση όλων των απόψεων που θα δρα αποτρεπτικά στον επιβουλέα.
Σημειωτέων ότι στις μέρες μας έχει εκλείψει η έννοια της πατρίδας. Δεν χρησιμοποιείται και όποιος την επικαλείται θεωρείται, λίγο, γραφικός.
Για να πετύχουμε την σύνθεση ας την αντικαταστήσουμε με την εύστοχη πρόταση της κ. Αρβελέρ, «το κοινό μας συμφέρον». Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί στους οποίους η έννοια της πατρίδας εξακολουθεί να έχει νόημα και, μάλιστα, υψηλό. Φοβάμαι πως δεν είναι καθολική αίσθηση στην ελληνική κοινωνία. Αλλά η αντιμετώπιση της απειλής τους χρειάζεται όλους.
Η οπτική που αναπτύσσεται στις στήλες αυτές είναι η λογική της αποτροπής με την εξής έννοια: Η Τουρκία έχει ένα δόγμα, τη «Γαλάζια Πατρίδα», το οποίο, σταδιακά, επιχειρεί να το υλοποιήσει. Η εκτίμησή μας είναι πως το επιδιώκει πιέζοντας για ελληνικές υποχωρήσεις υπό τον φόβο μιας πολεμικής αναμέτρησης. Και αν οι υποχωρήσεις δεν γίνονται, αρχίζει ένας υβριδικός πόλεμος που μπορεί να φθάσει και σε θερμό επεισόδιο.
Πώς μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει αυτήν την τουρκική τακτική;
Ο μόνος τρόπος είναι να αλλάξει το δόγμα της πολιτικής της από κατευνασμού σε αποτροπής. Με απλά λόγια αποτροπή σημαίνει πως έχεις ένοπλες δυνάμεις καλά εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες που ο αντίπαλος θα πάρει υπόψη του τις συνέπειες μιας στρατιωτικής κίνησης και θα την αποφύγει. Σημαίνει, όμως, και κάτι άλλο. Έχεις καθορίσει με σαφήνεια τα όριά σου.
Το πρώτο, η ελληνική πολιτεία, αισθανόμενη την απειλή, άρχισε να το υλοποιεί. Εξοπλίζει τις ένοπλες δυνάμεις και, φαντάζομαι, τις εκπαιδεύει με στόχο όχι έναν υποθετικό κίνδυνο αλλά υπαρκτό.
Αποφεύγει, όμως, κάθε κυβέρνηση να προσδιορίσει τις κόκκινες γραμμές. Και αυτό δίνει περιθώρια στον αντίπαλο να κινηθεί αν και η απειλή κυριαρχίας, είναι αιτία πολέμου. Καμιά πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν μπορεί να σταθεί αν δεν δράσει σε περίπτωση που τουρκικές δυνάμεις καταλάβουν ένα νησί, επί παραδείγματι. Ενδεχομένως, ο σαφής προσδιορισμός των κόκκινων γραμμών γίνει όταν οι Ένοπλες Δυνάμεις αποκτήσουν το εξοπλιστικό πακέτο που έχει παραγγελθεί. Αλλά η στήλη κρατά, ορισμένες επιφυλάξεις και για τότε.
Ο πόλεμος είναι ένα απευκταίο, για όλους, ενδεχόμενο. Αλλά με την Τουρκία για να τον αποφύγεις πρέπει να υπολογίζει τις συνέπειες που θα υποστεί.
Γι’ αυτό προκαλεί εντύπωση πως υπάρχουν σήμερα άνθρωποι με δημόσιο λόγο επιρροής που είναι αντίθετοι στους εξοπλισμούς, τη στιγμή που τα πλοία του ελληνικού ναυτικού είναι 40 και 50 χρόνων και για να σταλεί μια φρεγάτα σε αποστολή κανιβαλίζονται άλλες.
Τι υποστηρίζουν όσοι είναι αντίθετοι με την πολιτική αποτροπής; Και μπορεί να εφαρμοσθεί σε μια σύνθεση ελληνικής πολιτικής η «Ερμηνεία της Κοπεγχάγης»; Οι απόψεις της τάσης εκφράστηκαν με ενάργεια σε ένα άρθρο τις προηγούμενες ημέρες και επιγραμματικά συνοψίζονται στα εξής:
- Ο κ. Τσίπρας απάλλαξε τη χώρα από τα βαρίδια του λεγόμενου Μακεδονικού αλλά η σημερινή κυβέρνηση παρά τη δήλωση περί συνέχειας του κράτους, δεν έφερε τη συμφωνία στη βουλή.
- Ότι η Ελλάδα είναι εκείνη που προκαλεί την Τουρκία λεκτικά, αποκαλώντας τον Τούρκο πρόεδρο «σουλτάνο» και καλλιεργώντας ένα κλίμα φόβου, ανάμικτου με μίσος από καθηγητές, στρατηγούς, ναυάρχους και πρώην πράκτορες που περιφέρονται στα κανάλια.
- Ότι ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να πάψει να μιλά περί «κυριαρχίας» στα νησιά για ένα λεπτό νομικό ζήτημα όπως οι ρυθμίσεις δύο αν όχι τριών διαφορετικών συνθηκών για την αποστρατιωτικοποίησή τους –στα οποία, όπως και πάλι θυμούνται οι παλιότεροι, κάποτε οι στρατιώτες, για να τηρούνται τα προσχήματα, φόραγαν στολή χωροφύλακα.
- Ότι θα πρέπει να έχει τουλάχιστον αφαιρέσει από τη συζήτηση το θέμα του εναέριου χώρου.
- Να κάνει στα ελληνοτουρκικά ό,τι είχε κάνει ο Αλέξης Τσίπρας στο Μακεδονικό κι έτσι να γίνουμε μια κανονική χώρα.
Λίγο πολύ αυτό είναι το πλαίσιο που προβάλλει η τάση που επικαλείται την κεντροαριστερά και τον Σημίτη. Παρόλο που όσα υποστηρίζουν δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική πρέπει να ληφθούν υπόψη διότι το μέτωπο απέναντι σε έναν υπαρκτό κίνδυνο πρέπει να είναι ενιαίο. Η Τουρκία το επιτυγχάνει διά της καταστολής, του μίσους προς κάθε τι ελληνικό και του εθνικιστικού φανατισμού.
Στην Ελλάδα που λειτουργεί η δημοκρατία, αυτή έστω, που γνωρίζουμε, η καθολική συναίνεση είναι δύσκολα επιτεύξιμη. Ο μόνος τρόπος είναι ο δημόσιος διάλογος.
Οι παραπάνω θέσεις αντικρούονται εύκολα. Το Μακεδονικό δεν είναι, πλέον, στην ημερήσια διάταξη και απορώ γιατί επαναφέρεται. Θα μπορούσε να ήταν μια ανεκτή συμφωνία η Συμφωνία των Πρεσπών αν δεν περιείχε εκείνα τα περί Μακεδόνων. Αλλά, σήμερα, δεν είναι η Ελλάδα που δημιουργεί εντάσεις γύρω από το θέμα. Αλλά η Βουλγαρία.
Προφανώς, όσοι υποστηρίζουν πως η Ελλάδα καλλιεργεί το μίσος με την Τουρκία δεν θα γνωρίζουν τι γίνεται απέναντι. Με όσους Τούρκους έχω μιλήσει, η επωδός τους είναι ότι τους εκπαιδεύουν να μισούν τους Έλληνες. Σουλτάνο, τον Ερντογάν, τον αποκαλεί ο διεθνής Τύπος. Και δεν νομίζω, πως ο Ερντογάν ενοχλείται με τον τίτλο. Άλλωστε χαλίφης θέλει να γίνει. Και, χαλίφης ήταν ο Σουλτάνος.
Η σύσταση να πάψει ο πρωθυπουργός να μιλά για κυριαρχία στα νησιά, όταν προέρχεται από έναν καθηγητή ΑΕΙ προκαλεί προβληματισμό, ακόμη, και για την επιστημονική επάρκεια των εκφραστών της. Η δε επιμονή στα 10 μίλια εναέριου χώρου, εκτός του ότι έχει βάση στο Διεθνές Δίκαιο, ακόμη και αν θεωρείται «ελληνικό παράδοξο» θα ήταν αφέλεια να υποβαθμιστεί σε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων.
Τέλος, η τάση αυτή προτείνει «Πρέσπες του Αιγαίου». Αν εννοεί ότι θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, καλώς. Αν εννοεί παραχωρήσεις ανάλογες των Πρεσπών, θα πρέπει να γνωρίζουν οι υποστηρικτές της ότι δεν μπορούν να γίνουν διότι άπτονται κυριαρχίας της χώρας αλλά και να γίνουν, η Τουρκία δεν θα σταματήσει τις απειλές.
Η Τουρκία έχει συγκεκριμένο και προσδιορισμένο σχέδιο του τι θέλει. Το σχέδιο αυτό προϋποθέτει έκλειψη της Ελλάδας.
Δεν μπορεί να το αποδεχθεί κανείς. Πολύ περισσότερο η Κεντροαριστερά την οποία επικαλούνται οι υποστηρικτές των παραπάνω απόψεων. Διότι το στίγμα της Κεντροαριστεράς δεν το έδωσε ο Σημίτης. Αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Για να επανέλθω στο αρχικό ερώτημα: μπορεί να γίνει η σύνθεση εξωτερικής πολιτικής όπως έκανε για την κβαντική θεωρία η «Ερμηνεία της Κοπεγχάγης»;
Ναι. Αλλά χρειάζεται ένας πολιτικός του ύψους του Μπορ στην κβαντική θεωρία και μηχανική.
Όσο για το Quantum Politics φοβάμαι πως στα υψηλά πολιτικά κλιμάκια αγνοούν και το τι σημαίνει.