Στην κυρά και στις έννοιες που πήρε η λέξη στις διάφορες πόλεις του Εύξεινου Πόντου αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι του άρθρου του στην Ποντιακή Εστία ο Ι. Σαλτσής (τχ. 133-134, σ. 116-117).
Όπως εξηγούσε, σε αντίθεση με τη λέξη κύρης που περιγράφει σταθερά τον πατέρα, ως κυρά στις ποντιακές κοινωνίες αρχικά νοούνταν η πεθερά, η οικοδέσποινα. Συνεκδοχικά, σήμαινε την κουνιάδα και όλες τις αξιοσέβαστες γυναίκες.
Στις κοινωνίες των ναυτικών πόλεων, όμως, το «κυρά» υποδήλωνε ιεραρχική ανωτερότητα.
Έτσι, σε Κερασούντα, Οινόη και Τρίπολη περιέγραφε τη γυναίκα του πλούσιου καπετάνιου, του εφοπλιστή ή του τοπικού άρχοντα, ενώ ηλικιωμένες αποκαλούνταν κυραθεία, κεραθεία ή κυραμάννα. Κυρά ήταν και η ηγουμένη.
Στα Κοτύωρα η έννοια της λέξης άλλαξε όταν εγκαταστάθηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα εφοπλιστές από την Κερασούντα.
Από το αρχικό σχήμα (κυρά, κερά) προέκυψε και το κυράσσα/κεράσσα· ειδικά το τελευταίο χρησιμοποιούνταν και ως παρώνυμο: τη θείας ιμ’ τη Κεράσσας η θυγατέρα.