Το παρελθόν με το μέλλον θα συμφιλιωθούν και οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Νίκαιας θα ξαναζήσουν αλλιώς. Αυτός είναι ο στόχος του δήμου Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη που έχει ήδη προχωρήσει σε εργασίες ανάπλασης τμημάτων τους προκειμένου να παραδοθούν στις νέες γενιές τμήματα της πόλης με μεγάλη ιστορία.
Πρόκειται για 23 εσωτερικούς κοινόχρηστους χώρους (πλυσταριά) προσφυγικών κατοικιών, που χτίστηκαν στα τέλη το 1920, συνολικής επιφάνειας 12.600 τ.μ., η ανάπλαση των οποίων θα στοιχίσει 980.000 ευρώ.
Η τεχνική υπηρεσία του δήμου Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη μελέτησε τους εσωτερικούς κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι έχουν τον χαρακτήρα εσωτερικής αυλής μέσα στα οικοδομικά τετράγωνα και οι εργασίες έχουν ως στόχο την αισθητική και περιβαλλοντική αναβάθμιση των προσφυγικών τετραγώνων, ενώ αναμένεται να ολοκληρωθούν αυτό το καλοκαίρι.
Η Νίκαια είναι ο μεγαλύτερος προσφυγικός συνοικισμός της Αττικής και ο δεύτερος μεγαλύτερος στην Ελλάδα, μετά τη Θεσσαλονίκη.
Το σχέδιο ανάπλασης
Για το πλάνο ανάπλασης μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τη Βίκυ Παπατζίκου η Αρχοντία Παπαδοπούλου, εντεταλμένη δημοτική σύμβουλος του δήμου Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη, φιλόλογος και πρόεδρος της Ένωσης Μαγνησίας Μικράς Ασίας.
«Η ανάπλαση αφορά σε πλακοστρώσεις, δενδροφυτεύσεις, σε φωτισμό, παγκάκια, γιατί αυτά τα πλυσταριά βρίσκονται εντός των τετραπολυκατοικιών, -είδη αρχιτεκτονικής που υπήρχαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Συγκεκριμένα υπήρχε ένα δωμάτιο για κάθε οικογένεια με μία κουζινούλα και στη μέση του τετραγώνου είχαν τα κοινά πλυσταριά. Τα πλυσταριά αυτά είναι πάρα πολλά, ενώ κάποια από αυτά είναι φυτεμένα από τους κατοίκους γιατί ναι μεν είναι ιδιωτικός τους χώρος αλλά είναι και κοινόχρηστος, ανοιχτοί χώροι που μπορεί δηλαδή κάποιος να τους επισκεφθεί περνώντας από τις παρόδους».
Οι πολυκατοικίες αυτές, είπε, κατοικούνται σχεδόν στο σύνολό τους ενώ κάποιες είναι εγκαταλελειμμένες.
«Σε κάποια από αυτά τα σπίτια κατοικούν ηλικιωμένοι, άλλα έχουν πουληθεί από τους ιδιοκτήτες τους, άλλα είναι ενοικιαζόμενα όπου μένουν μετανάστες , ενώ κάποια ανακαινίζονται και μάλιστα», όπως σημειώνει «μοιάζουν με σκηνικά θεάτρου. Ειλικρινά εάν μπορούσαν όλα να φροντιστούν πιστεύω ότι θα είχαμε μεγάλη τουριστική κίνηση. Ωστόσο το πρόβλημα έγκειται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς που υπάρχει που είναι πολυπληθές, και αρκεί να φανταστεί κανείς πόσοι είναι οι απόγονοι και πόσοι κληρονόμοι υπάρχουν». τόνισε.
Όταν ολοκληρωθεί η ανάπλαση, ο επισκέπτης καθώς θα περνά από αυτά τα σημεία «θα μπορεί να καταλάβει πώς ήταν τότε αυτή η ζωή, η ιδιωτική και η κοινωνική. Διότι οι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν μια ολόκληρη οικογένεια. Από την άνοιξη και μετά, οι άνθρωποι αυτοί, παρότι είχαν αυλές μέσα, όλοι έβγαιναν στις γειτονιές, κάθονταν στα κατώφλια με τους γείτονές τους, έβαζαν ό,τι τους είχε απομείνει γιατί δεν είχαν χρήματα να επιβιώσουν. Οι άντρες μάλιστα το βράδυ που έρχονταν και ήταν κουρασμένοι από τη δουλειά, έβγαζαν ένα τραπεζάκι εκεί έξω, ένα μεζεδάκι, ένα ουζάκι για να μπορέσουν να συνηθίσουν και κυρίως συζητούσαν για τα θέματά τους, της Καταστροφής. Το καλοκαίρι τα παιδιά έπαιζαν στον χωματόδρομο έξω, μέχρι αργά τη νύχτα. Τότε που περνούσε η καταβρεχτήρα και κατάβρεχε τους δρόμους γιατί δεν μπορούσες να κάτσεις από τη σκόνη και συνάμα δρόσιζε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν μία οικογένεια και σε αυτές τις πολυκατοικίες που ήταν ένα ολόκληρο τετράγωνο η ζωή δεν ήταν τόσο ιδιωτική, όλοι οι άνθρωποι γνώριζαν τα μυστικά των διπλανών τους, έπλεναν μαζί, συζητούσαν μαζί».
Εξαιτίας όμως των οικονομικών δυσχερειών και της κατασκευής των κτηρίων «οι άνθρωποι δεν είχαν κάτι άλλο, πέρα από κάτι μικρά περιβολάκια και κάτι μικρά κηπάκια, άρα έπρεπε να βγουν έξω για να αισθανθούν τη συντροφιά και την κοινωνικότητα. Οι κοινωνικές νόρμες ήταν πάρα πολύ ισχυρές. Η Νίκαια ήταν μια πολύ ζωντανή πόλη, υπήρχαν οι πλατείες, τα ζαχαροπλαστεία και ο κόσμος κυκλοφορούσε παρόλη τη μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και τη φτώχια αυτών των ανθρώπων».
Όπως χαρακτηριστικά τονίζει η ιστορικός, «αυτή είναι η ψυχή των Μικρασιατών γι’ αυτό και στάθηκαν όρθιοι. Αλλιώς θα είχαν τρελαθεί οι άνθρωποι».