Το 2022 δεν είναι μόνο μία χρονιά αναστοχασμού για τα αίτια που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι και μία χρονιά κατά την οποία τιμώνται οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που ξεριζωμένοι ήρθαν στην Ελλάδα και την μπόλιασαν. Ένας από αυτούς ο Φώτης Κόντογλου – ο πεζογράφος και ζωγράφος γεννήθηκε το 1895 στο Αϊβαλί και έφυγε το 1922 με ένα καΐκι, έχοντας πάρει μέρος στην αποτυχημένη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Έτσι φέτος κλείνει εκατονταετία από τον ερχομό στην Ελλάδα. Αυτή τη λογοτεχνική επέτειο τιμούν οι εκδόσεις Μεταίχμιο επανεκδίδοντας αναστατικά (φωτομηχανικά) το πεζογραφικό του έργο, με φιλολογική πρωτοβουλία και επιμέλεια του Σταύρου Ζουμπουλάκη.
Ήδη έχουν κυκλοφορήσει η νουβέλα Πέδρο Καζάς και η συλλογή διηγημάτων και μεταφρασμάτων Βασάντα (άνοιξη στα σανσκριτικά, αν και πολλά κείμενα του βιβλίου αποτελούν μεταφράσεις ιερών πηγών). Θ’ ακολουθήσουν τα βιβλία Ο Θεός Κόνανος, Ιστορίες και Περιστατικά, και Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου.
Σύμφωνα με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, για το έργο του Φώτη Κόντογλου υπάρχει τεράστια… εκδοτική ακαταστασία, οπότε τώρα είναι μια ευκαιρία ώστε το αναγνωστικό κοινό να τον γνωρίσει συστηματικά ως πεζογράφο.
Ζωγράφος, αγιογράφος, «εξιστορητής» ναών, μεταφραστής του Ντάνιελ Ντεφόε, του Ροβινσώνα Κρούσου και του Μπλεζ Πασκάλ (μεταξύ άλλων), και ιδιόρρυθμος πεζογράφος, πολύ διαφορετικός από τους κατά τι νεότερούς του συναδέλφους του της γενιάς του 1930, ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε ένας άνθρωπος βαθιάς δυτικής παιδείας.
Σπούδασε ζωγραφική κοντά στους Γάλλους ιμπρεσιονιστές στο Παρίσι, αγάπησε την αγγλική λογοτεχνία και επηρεάστηκε ακόμα και στη βυζαντινής τεχνοτροπίας ζωγραφική του από τον πριμιτιβισμό των ιμπρεσιονιστών, καταργώντας την προοπτική και παίζοντας εμπνευσμένα με τα χρώματα.
Όσο κι αν αργότερα έβαλε στο στόχαστρό του τη Δύση αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του ελληνοκεντρισμού και της ορθοδοξίας, η αγωγή και η καλλιτεχνική του συνείδηση δεν απέβαλαν ποτέ τις δυτικές τους ρίζες.
Αυτό το καταλαβαίνει κάποιος καλύτερα διαβάζοντας το έργο Πέδρο Καζάς (1920), όπου ο συγγραφέας αναβιώνει την ιστορία του Ροβινσώνα με ένα ταξίδι στον Ινδικό Ωκεανό. Εκεί ο πρωταγωνιστής, ο Πορτογάλος Βάκα Γκάβρο (υποτίθεται πως ο Φώτης Κόντογλου ανακαλύπτει ένα ξεχασμένο χειρόγραφό του), συναντά κατά τον 19ο αιώνα σαν μέσα σε όνειρο –ή σαν μέσα σε παραίσθηση– τον Ισπανό κουρσάρο του 15ου και του 16ου αιώνα Πέδρο Καζάς.
Η Πορτογαλία, η Ισπανία, οι πειρατές και τα ερημονήσια κυριαρχούν στον διεσταλμένο ιστορικό χρόνο της νουβέλας, υποδεικνύοντας και τον πρόδρομα νεωτερικό της χαρακτήρα (τον «δείχνει» το τέχνασμα της ανεύρεσης του λησμονημένου χειρόγραφου), σε μια αφήγηση η οποία είναι πιθανόν να αντλεί την έμπνευσή της και από τα αποθέματα της γοτθικής παράδοσης τρόμου, μυστηρίου και μεταφυσικών παρουσιών.
Η συγχώνευση πραγματικού και φανταστικού χρόνου, οι τρομώδεις αμφιβολίες του Γκάβρο γύρω από το πρόσωπο του Πέδρο Καζάς, το κλίμα διαρκούς περιπέτειας και η υπόγεια επαφή με τον Ντάνιελ Ντεφόε, σε ένα κείμενο όπου η ελληνική λογοτεχνία συνομιλεί συνεχώς με τις ευρωπαϊκές αναφορές της, δείχνουν από τη μία την προχωρημένη γραφή του Φώτη Κόντογλου και από την άλλη την απόστασή της από το αστικό μυθιστόρημα της γενιάς του 1930.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα πεζά Βασάντα (1924), τα οποία συστεγάζουν μεταφραστικό έργο και πρωτότυπα κείμενα στον ίδιο τόμο (ένα ακόμα νεωτερικό στοιχείο), με έναν πρωταγωνιστή ο οποίος ζει σε έναν κάπως αξεκαθάριστο κόσμο, υπομένοντας ανοίκειες καταστάσεις, συναντώντας παράξενα πρόσωπα και επισκεπτόμενος ελαφρώς σκοτεινούς ή και εξωτικούς τόπους.
Σε αυτό το έργο υπάρχει μια ολοζώντανη, χυμώδης και κάθε άλλο παρά μηχανική χρήση της δημοτικής γλώσσας (όπως και στο Πέδρο Καζάς), ενώ ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την αγάπη των ηρώων για την ομορφιά της φύσης, για τη μοναξιά και για το ησυχαστήριο του Αγίου Όρους, όπως και τις μεταφραστικές διασταυρώσεις του Ροβινσώνα Κρούσου (πάλι ο Ντάνιελ Ντεφόε), του Ιωβ, των Ψαλμών του Δαβίδ και του Σαίξπηρ.
Όμως πάνω απ’ όλα το έργο έχει πρωτοτυπία, το απρόσμενο και το απροσδόκητο της ομιχλώδους πλοκής, καθώς και το υποβλητικό ύφος του Φώτη Κόντογλου τόσο ως προς τη γλωσσική όσο και ως προς την εικονογραφική του έκφραση (έχει εικονογραφήσει ο ίδιος τόσο το Βασάντα όσο και το Πέδρο Καζάς).
«Ο κόσμος είναι πάντα καινούργιος μπροστά μου… Σβήνω τ’ αφτί μου σε τούτο το γενναίο και γλυκό κόχλασμα. Η ψυχή τρέφεται απ’ την αδιάφορη κι’ αυστηρή αυτή νότα που σιγολαλεί κατάντικρυ στα τιποτένια κι’ ανόητα ανθρώπινα καθέκαστα. Η ζεστή πνοή της πλάσης μού δίνει ελπίδα, κάθε φορά που θα χάσω την εχτίμηση στον εαυτό μου, χάνοντάς την για τους ομοίους μου», γράφει.