Γεννήθηκε ως Βαλεντίν Βόινο-Γιασενέτσκι το 1887 στο Κερτς της Κριμαίας. Η μνήμη του όμως τιμάται στις 11 Ιουνίου από την ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός, αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας.
Με σπουδές στην Ιατρική, εργάστηκε ως χειρουργός οφθαλμίατρος σε διάφορα νοσοκομεία της Άπω Ανατολής. Η φήμη του ήταν τέτοια που στις κλινικές έφταναν ασθενείς από παντού, ενώ ο ίδιος παράλληλα μελετούσε την τοπική αναισθησία και έγραφε επιστημονικά άρθρα. Η έρευνά του είχε επικεντρωθεί στη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 η γυναίκα του Άννα Βσιλίγιεβνα Λάνσκαγια, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, μολύνθηκε από φυματίωση και έτσι η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη. Το 1919 εξελέγη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, και αφού είχε ήδη συλληφθεί μία φορά από τους Μπολσεβίκους, αποφάσισε να αφήσει τη φροντίδα των παιδιών σε μία νοσοκόμα, τη Σοφία Σεργκέγεβνα.
Η χειροτονία του σε διάκονο, κατόπιν παραίνεσης του αρχιεπισκόπου Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιου, έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μία εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, σε μία περίοδο δοκιμασιών για την Εκκλησία.
Και ο ίδιος άλλωστε βρισκόταν στο στόχαστρο, καθώς στο χειρουργείο είχε κρεμασμένη εικόνα της Παναγίας, προτού κάνει μία επέμβαση άναβε το καντήλι και έλεγε μία προσευχή, ενώ με γάζες ποτισμένες με ιώδιο σχημάτιζε το σταυρό στο σώμα του ασθενούς.
Το καλοκαίρι του 1923 η «ζωντανή Εκκλησία» εκτόπισε τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Στο έλεος των σχισματικών, ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης εξέλεξαν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο-Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του. Καταλληλότερο όνομα για τον νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του απόστολου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά.
Στη συνέχεια ταξίδεψε ως το Πετζικέντ για να χειροτονηθεί. Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρά τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμενε να γράφει στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της GPU (κρατική πολιτική διεύθυνση) αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος στάθηκε στις γραμμές του τρένο. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίστηκε κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπίστωσε τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που τον συνόδευσε σε όλη του τη ζωή.
Σε όλους τους τόπους της εξορίας δεν σταματούσε να χειρουργεί και να θεραπεύει ασθενείς. Στο Γενισέισκ το 1924 επιχείρησε την πρώτη στον κόσμο μεταμόσχευση νεφρού από ζώο σε άνθρωπο. Κάποτε αναγκαζόταν να χειρουργεί με ένα σουγιά, και αντί για ράμματα χρησιμοποιούσε τρίχες από τα μαλλιά των ασθενών.
Τo 1926 γύρισε στην Τασκένδη. Εκεί αντιμετώπισε τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου. Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς εξορίστηκε στη Σιβηρία (στις πόλεις Γενισέισκ και Τουρουχάνσκ), και από εκεί –όταν άρχισε να γίνεται αγαπητός– εξορίστηκε εκ νέου, πέρα από τον Αρκτικό Κύκλο στο χωριό Πλάχινο.
Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και άλλο. Τελικά δύο μήνες αργότερα επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ έπειτα από πιέσεις των κατοίκων – άλλους 8 μήνες έμεινε εκεί, μέχρι το τέλος της εξορίας του. Επιστρέφοντας στην Τασκένδη συνέχισε τις φιλανθρωπίες, όμως δεν άργησε να βρεθεί και πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα.
Μετά το εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας, και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητες του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις Αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του κόμματος πίεζαν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας άρχισε να χάνει την όραση από το αριστερό του μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
Ακολούθησαν δύο χρόνια ηρεμίας και γαλήνης κοντά στα παιδιά του, και εργασίας και σε νοσοκομεία. Στην Τασκένδη δημιούργησε το πρώτο τμήμα πυογόνων λοιμώξεων σε όλη την ΕΣΣΔ.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Υπέστη φοβερά βασανιστήρια και έμεινε στις φυλακές Τασκένδης για δύο χρόνια. Το 1939 εξορίστηκε και πάλι στη Σιβηρία και εργάστηκε στο νοσοκομείο της μεγάλης Μούρτας.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπήκαν στη Ρωσία, ο επίσκοπος-γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρθηκε να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Αναγνωρίζοντας την επαγγελματική του αξία, το κόμμα τον διόρισε αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου 15-15 και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής του Κρασνογιάρσκ. Εντούτοις δεν του αναγνωρίστηκε κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την άνοιξη του 1942 άλλαξε η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας άνοιξαν εκκλησίες όπου ο κόσμος άρχισε να βρίσκει καταφύγιο από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προήχθη σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρθηκε δυτικότερα, στο Ταμπόφ. Εκείνη την εποχή ήταν υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μετέθεσε στην Αρχιεπισκοπή Ταμπόφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς έλαβε το Βραβείο Στάλιν για την προσφορά του τόσο κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και στην Ιατρική.
Στα 70 του χρόνια έγινε αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του δύσκολο. Η φτώχεια είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάστηκε να ταΐζει καθημερινά στο σπίτι του τους άπορους της περιοχής. Καθώς ήταν αποκλεισμένος από κάθε ιατρικό συνέδριο, έστρεψε το ενδιαφέρον στην εκκλησιαστική ζωή, προσπαθώντας να ανοίξουν εκκλησίες και κηρύττοντας το λόγο του Θεού. Παράλληλα, συνέχισε να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες.
Το 1946 επιδεινώθηκε η όρασή του και στις αρχές του 1956 τυφλώθηκε. Έζησε και το νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας από τον διάδοχο του Ιωσήφ Στάλιν, Νικήτα Χρουστσόφ.
Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος-ιατρός Λουκάς Βόινο-Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των κομματικών, η κηδεία του έγινε με μεγαλοπρέπεια. Χιλιάδες άνθρωποι έδωσαν το παρών, ενώ ο δρόμος μέχρι το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Από τότε ο τάφος του έγινε «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ»· αμέτρητα τα θαύματα του.
Το Νοέμβριο του 1995 η Ρωσική Εκκλησία προέβη στην επίσημη αγιοκατάταξη του αρχιεπισκόπου Λουκά.
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου που είναι αφιερωμένος στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μια άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Ανάμεσα στα λείψανα του βρέθηκαν άφθαρτα τα μάτια του, ο εγκέφαλος, οι πνεύμονες και η καρδιά του. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στο ναό Αγίας Τριάδας.