Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου
ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις.
Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ’ τη θυσία και τη σκληρότητα του ανθρώπου.
Γιάννης Ρίτσος, «Επίγραμμα για το Δίστομο»
Η γυναίκα με το μαύρο μαντίλι και τα σταυρωμένα χέρια στο στήθος που στέκεται ασάλευτη είναι το πρόσωπο του Διστόμου. Η φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα –πέθανε το 2009 σε ηλικία 84 ετών–, την οποία απαθανάτισε ο Ντμίτρι Κέσελ, απέκτησε ιστορικές διαστάσεις μετά τη δημοσίευσή της στο περιοδικό Life λίγες στις 27 Νοεμβρίου 1944.
Είχαν περάσει μήνες από τη ματωμένη 10η Ιουνίου, τότε που οι Ναζί σκόρπισαν το θάνατο και τον όλεθρο στο χωριό της Βοιωτίας. Το Δίστομο έγινε μαρτυρικό και σύμβολο της ναζιστικής θηριωδίας στην Ελλάδα.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1944 οι γερμανικές δυνάμεις έχαναν σε όλα τα μέτωπα και έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ανασυγκρότηση της άμυνας στο πεδίο της Νορμανδίας. Τα αντάρτικα σώματα σε διάφορες κατεχόμενες χώρες ουσιαστικά καθήλωναν μονάδες, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία ευρύτερη στρατηγική αντιμετώπισης, με αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό.
Στο Δίστομο (που πυρπολήθηκε) οι Ναζί εκτέλεσαν 114 γυναίκες και 104 άνδρες – μεταξύ των νεκρών 45 παιδιά και έφηβοι και 20 βρέφη. Άλλωστε οι γερμανικές μονάδες στην περιοχή της Βοιωτίας είχαν ιστορικό σφαγών αιχμαλώτων στο Ανατολικό Μέτωπο.
Την ίδια ημέρα, που ήταν η 4η ημέρα απόβασης στη Νορμανδία και ισχυρής διάψευσης της ισχύος του γερμανικού «τείχους του Ατλαντικού», στο Οραντούρ-σιρ-Γκλαν της Γαλλίας εκτελέστηκαν 648 άμαχοι (247 γυναίκες και 205 παιδιά) ως αντίποινα για μικρής έκτασης συγκρούσεις με αντάρτικες δυνάμεις. Μία ημέρα νωρίτερα στην επίσης γαλλική πόλη Τουλ είχαν εκτελεστεί δι’ απαγχονισμού 99 άτομα, ενώ δύο ημέρες νωρίτερα εκτελέστηκαν 135 Καναδοί στρατιώτες που ήταν αιχμάλωτοι – τα γερμανικά πάντζερ πέρασαν πάνω από τα πτώματα.
«Γιατί θυμόμαστε σήμερα το Δίστομο»
Επτά χρόνια μετά τη Σφαγή στο Δίστομο. Ο Ηλίας Βενέζης είναι πλέον ο λογοτέχνης από το Αϊβαλί που έζησε στο πετσί του τη φρίκη των ταγμάτων εργασίας που αποτελούσαν μέρος του σχεδίου εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών, ένα τουρκικό σχέδιο που εκθειάστηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ.
Στις 15 Μαΐου 1951 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βήμα το παρακάτω άρθρο για το Δίστομο:
»Γιατί θυμόμαστε σήμερα το Δίστομο και το αποσπούμε από την περιοχή του λησμονημένου καιρού; Ω, είναι μια μικρή είδηση στις εφημερίδες. Μάς είχανε παραδώσει, λέει, οι σύμμαχοι, για να τον δικάσουμε τον Γερμανό αξιωματικό, τον δήμιο του Διστόμου.¹
»Τον είχαμε στις φυλακές του Αβέρωφ. Και ήταν ακριβώς μια από αυτές τις μέρες, που πλησιάζει η επέτειος, ήταν να γίνει η δίκη του. Αλλά η δίκη την τελευταία στιγμή σταμάτησε. Γιατί έτσι γίνεται, λέει, και στο Παρίσι. Έγινε, λέει, και στο Παρίσι μια συνθήκη εμπορική Γαλλίας-Γερμανίας. Και από τότε κάθε δίωξη Γερμανού εγκληματία πολέμου σταμάτησε.
»Λοιπόν και εμείς έχουμε καπνά να στείλουμε στη Γερμανία. Τα καπνά πρέπει να σβήσουν το Δίστομο και το σβήνουν. Ο άνθρωπος, ο ήρωας της ηλιόλουστης εκείνης μέρας του Διστόμου με τις βιασμένες, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, με τα σκοτωμένα βρέφη, με τους αποκεφαλισμένους παπάδες (…), ο ήρωας εκείνης της μέρας της “δύναμης” θα πρέπει να αφεθεί να πάει να αφεθεί να πάει να καλλιεργήσει τα λαχανικά του στον κήπο του σπιτιού του και να παίξει λίγο από εκείνη τη ζεστή, παθητική παλιά γερμανική μουσική».
»Κανένα αίσθημα εκδίκησης, κανένα αίσθημα αγριότητας δεν υπαγορεύει αυτές εδώ τις γραμμές. Ο άνθρωπος που τις γράφει μπόρεσε, παιδί ακόμα, γυρίζοντας από μία φριχτή δοκιμασία σε άλλη περιοχή της ελληνικής τραγωδίας, γυρίζοντας απ’ τα εργατικά τάγματα των σκλάβων της Ανατολής, μπόρεσε να δώσει στη λογοτεχνία της πατρίδας τους ένα βιβλίο εκείνου του αβάσταχτου πόνου χωρίς μίσος.
»Δεν πιστεύει, ο άνθρωπος που γράφει εδώ, στη “γόνιμη” καταπώς λεν δύναμη του μίσους. (…) Πιστεύω πως και αυτό ακόμα το τέρας του Διστόμου θα έχει εφιάλτες και τύψεις».
» “…Όταν οι τροχοί εσταμάτησαν προ του Διστόμου τρομερά η γαλήνη ηπλούτο εντός χωρίου. Δεν εφείσθησαν ουδενός. Ο πατήρ πρώτος, η σύζυγος κατόπιν και ηκολούθουν τα τέκνα οιασδήποτε ηλικίας.
»Βρέφη δύο, πέντε και επτά μηνών εκρεουργούντο δι’ αποκοπής της καρωτίδος. Αλλά καθ’ ήν στιγμήν εθηλάζοντο. Ανευρέθη βρέφος φέρον εις το στόμα του αποκεκομμένον τον μαστόν της μητρός του, με τραύμα εις το κέντρον τού άνω μέρους της κεφαλής του και έτερον εις τον λαιμόν.
»Το παιδί του εκτελεσθέντος ειρηνοδικού Γκριτσέπη και της βιασθείσης και σφαγιασθείσης συζύγου του ευρέθη πληγωμένον την επόμενην της φοβεράς σφαγής παρά το πτώμα του πατρός του το οποίον δεν ήθελε να αποχωρισθή. Τα έντερα τεσσάρων χωρικών ευρέθησαν περιτυλιγμένα πέριξ του λαιμού των. Ο ιερεύς του χωρίου ευρέθη ακέφαλος. Η εις μικράν από του πτώματος απόστασιν ευρεθείσα κεφαλή του είχε τους οφθαλμούς εξωρυγμένους…»
»Επήρα το απόσπασμα της εικόνα από το επίσημο χρονικό του Διστόμου από την έκθεση του τότε νομάρχου Βοιωτίας. Είναι δυνατόν αυτή η εικόνα να μην παρακολουθεί τυραννικά τον ήρωά της; Θα είχαμε άραγε να κερδίσουμε τίποτα παίρνοντας τη ζωή του; Όχι ασφαλώς».
»(…) Θέλω να θυμηθώ μια μαυροντυμένη Ελληνίδα του Διστόμου. Ήταν, νομίζω η πρώτη μετά την απελευθέρωση επέτειο της σφαγής του Διστόμου. Σύναξη πολλή είχε γίνει στο τραγικό χωριό σα να ήταν πανηγύρι, λογάδες είχαν φτάσει απ’ την Αθήνα, μουσικές παίζανε πένθιμα, μεγάλα πανό λέγανε λόγια κραυγαλέα – το καθετί είχε γίνει για να δοθεί τόνος ασεβής στον πρόσφατο πόνο και στα δάκρυα.
»Οι επιζώντες του Διστόμου, τα φαντάσματα, μαυροντυμένα τριγυρίζανε στα σοκάκια του χωριού, βλέπανε απορώντας τα γινόμενα, αναγκάζονταν κάθε τόσο να επαναλαμβάνουν το χρονικό στους ξένους που τους ρωτούσαν. (…)
»Καθόταν στο πηγάδι, μαυροντυμένο πλάσμα αγγελικό, με πρόσωπο ωχρό, αγιασμένο απ’ τον πόνο. (…) Η γυναίκα εκεί ασάλευτη να κοιτάζει το νερό. (…) Μονάχα το νερό, αιωνιότητα, αδιατάρακτη, τίποτα άλλο. Τι άλλο; Αδερφάδες, μητέρα, παιδιά, όλα τα είχαν σφάξει στη μέρα του Διστόμου.
»Κάποιος ξένος πέρασε, σταμάτησε, την κοίταξε, ρώτησε να μάθει το περιστατικό της. Τον κοίταζε σιωπηλή, καμμιά απόκριση, πάλι γύρισε τα μάτια της στο νερό. Κι άλλος πέρασε, λογάς, ρώτησε. Καμμιά απόκριση. Ήταν εκεί ασάλευτη, σεμνή, σιωπηλή, η πίκρα, ο πόνος της Ελλάδας».