Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού ο ψαλμός ούτος». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη¹.
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’ και εδώ το Μέρος Β’.
ιε’. Αλλά μπορεί κάποιος να πει: «Εμέ μού πρέπει πιότερο, νομίζω, να καυχιέμαι, γιατί γνωρίζω τις Γραφές».
Άραγ’ ο Πέτρος ο ψαράς τι μήνυμα να πήρε σαν είδε πως απ’ τον Μωυσή πιο πάνω αυτός λογιέται;
Των Αιγυπτίων των σοφών ολάκερη τη γνώση, απ’ έξω κι ανακατωτά την έμαθ’ ο Προφήτης.
Κι όμως, ο Πέτρος σαν μιλά, τότ’ ο Μωυσής σωπαίνει.
Γι’ αυτό, αν μην περιφρονεί τον άμαθο εκείνος που έμαθε κι υμνολογεί ψέλνοντας
Αλληλούια.
ις’. Την πίστη ας δέσουμε σφιχτά πάνω μας πανοπλία κι εμπρός ας ψυχωθούμε όλοι όσ’ απαρνηθήκαμε το γήινο σαρκίο.
Ας γίνουμ’ άγρυπνοι φρουροί μ’ όπλα τις ψαλμωδίες, γιατί ο εχθρός που μας μισεί δουλεύει νύχτα-μέρα· ποτέ δεν κάνει διάλειμμα, ποτέ του δεν κοιμάται.
Και πότε παίρν’ ο μοναχός στο χέρι και κραδαίνει τ’ ανίκητο το όπλο του; Πραότατα κι αγόγγυστα υπακοή όταν κάνει στον άγιο του Ηγούμενο·
Όταν Χριστό πολύ αγαπά, μα και τους αδερφούς του.
Κι όταν με περισσή χαρά και όλος προθυμία, σαν έρθ΄η ώρα του ψαλμού σπεύδει κι αυτός να ενώσει και τη δική του τη φωνή μαζί μ΄όλους τους άλλους που ψέλνουν
Αλληλούια.
ιζ’. Όταν καυχιέστε συνεχώς ο ένας με τον άλλο, τότε να είστε σίγουροι πως ο παμπόνηρος εχθρός σας σέρν’ από τη μύτη και γίνεστε περίγελος.
Ότι αυτό έχει για δουλειά: βρίσκει τους πιο αδύναμους, βρίσκει ρωγμές στα τείχη και υποβάλλει λογισμούς και σπέρνει ψευδαισθήσεις και τους φουσκώνει τα μυαλά, χαλάει τη λογική τους.
Τον έναν κάνει μ’ έπαρση μέσα του να πιστεύει πως είν’ ο πιο καλλίφωνος· τον άλλο να φουσκώνει πως όλα με σαφήνεια ξέρει να στα εξηγήσει.
Κι έτσι αφού τους τύφλωσε, μετά τους περιπαίζει.
Αλλά εσείς προσέχετε· νους και ψυχή να ΄ν΄καθαρά και στην ωδή επιμείνετε, ποτέ μην σταματάτε τ’ ωραίο
Αλληλούια
ιη’. Πολλές φορές μεσ’ στο μυαλό του αδερφού μας που μοχθεί, μπαίνει τον τριβελίζει: «Γιατί μάταια κουράζεσαι;
Ορίστ’ ο άλλος: αραχτός… και είν’ πιο πετυχημένος! Εσένα όλοι σου φέρονται σαν να ‘σουνα σκουπίδι».
Κι ακούγοντας τα λόγια αυτά ο αφελής εκείνος πείθεται απ’ τις διαβολιές και τον μισθό που άξια έμελλε να κερδίσει, τον χάνει τώρ’ ολάκερο.
Αφήνει τον αγώνα του, την άσκηση, τους κόπους· τα λόγι’ αρχίζει τα παχιά και τις πολυλογίες.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ν’ αφήσουμε ‘μείς τα πολλά τα λόγια· μια λέξη μόνο μάς αρκεί, ας λέμε τ’
Αλληλούια.
ιθ’. Πάρτε την πίστη για όπλο σας κι εμπρός παραταχθείτε· μα η κεφαλή ας είν’ σκυφτή. Τον σεβασμό να δείξετε μπροστά στον Κύριο μας.
Το σώμα ας κλίνει προς τη γη, ας γέρνει προς κάτω· μα η ψυχή προς τον Χριστό στα πάνω να κοιτάει.
Τα μάτια καρφωμένα στον στόχο που αποβλέπετε και που γι’ αυτόν πασχίζετε σαν έρθ’ εκείνη η ώρα να φύγετε απ’ τη ζωή, τον μάταιο τούτο κόσμο,
να πάτε στην αιώνια ωραία κατοικία: κει που ‘χουν τις ουράνιες μονές οι Άγιοι Πάντες.
Κι εκεί, όπως το συνηθίζατε και στην ζωή ετούτη, να ψάλλετε με δυνατή φωνή μια ωδή το
Αλληλούια.
κ’. Ολόκληρ’ η ψυχούλα σας να φλέγεται από τον πόθο για τον κανόνα τον καλό που ‘χετε στη ζωή σας· μοναχισμό κι ησυχασμό σεις έχετε διαλέξει – και φρόνιμη μα και καλή τούτ’ η επιλογή σας.
Στις επικοινωνίες σας, κουβέντα σαν θα πιάσετε ο ένας με τον άλλο, στον πονηρό φροντίστε χώρο να μην του δώσετε να μπει ανάμεσά σας.
Σκέψεις να μην σας μπαίνουνε για επιστροφή στον κόσμο· παραμονεύει ο πονηρός, λέοντας πεινασμένος που γύρω-γύρω απ’ το μαντρί έρπει πίσ’ απ’ τα χόρτα, μπας και πετύχει καν’ αρνί να το κατασπαράξει.
Γι’ αυτό σας λέω το λοιπόν μ’ αγάπη και με πόνο ποτέ μην σταματήσετε να ψάλετ’
Αλληλούια.
κα’. Κι αν τύχει και σκανδαλιστείς και λογισμός σε τυραννάει για να την κοπανήσεις το νου σου πιπιλίζοντας λέγοντας τέτοια λόγια: «Μώρ’ τι ‘ρθες ‘δώ και κλείστηκες; Τόσοι και τόσοι έξω είν’ που στο τέλος σώθηκαν και βρήκανε δικαίωση κι ας ζήσανε στον κόσμο»,
τότε κι εσύ απάντηση αμέσως να του δώσεις με βάση όσα γνώρισες, απ’ εμπειρίες πο ‘χεις: «Στον κόσμο αυτό που είδ’ εγώ ήταν η αντιλογία και διαφωνίες ατέλειωτες, μάταιες συζητήσεις· κι η ανομία περίσσεψε μέσα σ’ όλες τις πόλεις.
Γι’ αυτό κι ήρθα ‘δω πέρα: να ΄μαι σαν ξέγνοιαστο πουλί που κατοικεί στο δέντρο και κελαηδάει ολημερίς το ψαλμικό
Αλληλούια».
κβ’. Και πάλι όμως μπορεί αυτός να σου το συνεχίσει: «Για πες μου τώρα το λοιπόν: πόσο καιρό ακόμα θ’ αντέξεις να ακολουθείς του βίου του μοναστικού τον αυστηρό κανόνα;
Είναι βαρύς ζυγός αυτός, τον τράχηλο τσακίζει· κι όποιος λυγίσει τελικά και δεν τα καταφέρει να τον σηκώνει συνεχώς ώσπου να ‘ρθει το τέλος, πάει στα χαμένα κι άχρηστος απ’ όλους θεωρείται».
Στα ίσια ξαν’ απάντησε και πες του του πανούργου: «Είν’ τέτοιος ο κανόνας μας που ‘ναι προσαρμοσμένος στη δύναμη του καθενός και ‘πά στις αντοχές του· δεν σού ζητάει πιο πολλά απ’ όσα έχεις να δώσεις.
Κι αν το ένα ‘γώ δεν δύναμαι, θα κάνω κάτι άλλο- δεν είναι πρόβλημα αυτό·
άμα δεν έχω αντοχές στον κάματο, στους κόπους, ωραία η εναλλακτική: πιάνω και λέω τον ψαλμό τ’ ωραίο
Αλληλούια.