«Τόπος προσκυνήματος, λοιπόν, εθνικού και θρησκευτικού κοινωνικού προσκυνήματος είναι ο τόπος αυτός, και όχι τόπος περιηγητικού ενδιαφέροντος». Μέσα σε μία φράση ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατάφερε να συνοψίσει την ιστορία των Απολυμαντηρίων της Καλαμαριάς. Η επιμνημόσυνη δέηση που τέλεσε πριν από λίγες ημέρες δεν ήταν μόνο για τους πρόσφυγες που άφησαν την τελευταία τους πνοή τσακισμένοι από τις κακουχίες και τις ασθένειες, αλλά και γι’ αυτούς που τσακίστηκαν και μόνο από την παραμονή τους στο λοιμοκαθαρτήριο.
Για όλους αυτούς, ο κ. Βαρθολομαίος έριξε και ένα στεφάνι στη θάλασσα, 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τη θάλασσα που έφερε τον κύριο όγκο των προσφύγων στη νέα πατρίδα. Οι απόγονοί τους σήμερα διεκδικούν τα Απολυμαντήρια να γίνουν τόπος ιστορικής μνήμης.
«Μας έβαλαν στη σειρά τα μικρά και τις γριές και μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κούρεψαν. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύ καιρό μετά ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω», είχε περιγράψει η Καλλισθένη Καλλίδου από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας.
Οι διηγήσεις που έχουν διασωθεί υποδηλώνουν ότι, ιδίως οι γυναίκες, βίωναν το τραύμα της ταπείνωσης και του εξευτελισμού. Το κούρεμα ήταν μία βίαιη επέμβαση στο σώμα των προσφύγων, οι οποίοι ταυτόχρονα «έχαναν» στους κλιβάνους ό,τι ρούχο είχαν καταφέρει να περισώσουν.
«Στο Καραμπουρνάκι κατεβήκαμε. Τίπουτα! Τίπουτα! Κάτω στον άμμο! Άμα δεν είχες γνωστό εκεί να σε πάρει, εκεί θα πήγαινες με τη σειρά σου, όπως όλοι. Εκεί ερχότανε τα κάρα του δήμου, μαζεύαν τα σκουπίδια, μαζεύαν τους νεκρούς, απ’ τα πόδια κι απ’ τους ώμους, τους πετούσαν μέσα. Και από κει πηαίναν απάνω, ανοίγαν το λάκκο, όπως ήταν όλοι, ένας, δύο ήταν, τρεις ήτανε, τους ρίχναν μέσα και τέλος», είχε πει για τις συνθήκες διαβίωσης ο Γιώργος Αμαραντίδης από την Τραπεζούντα.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που έδωσε στο pontosnews.gr ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ) Δήμου Καλαμαριάς και ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ Ανανίας Τσιραμπίδης, συνολικά 355.000 πρόσφυγες από τον Καύκασο, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την υπόλοιπη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τη Ρωσία αποβιβάστηκαν στην ακατοίκητη και αφιλόξενη μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα Καλαμαριά.
Έφτασε δηλαδή περίπου το ¼ του συνολικού αριθμού των προσφύγων που ήρθαν στη χώρα από το 1916 έως το 1924.
Τι ήταν το Λοιμοκαθαρτήριο
Το Δημόσιο Λοιμοκαθαρτήριο, ή Απολυμαντήριο, βρισκόταν στην περιοχή της πλαζ Αρετσούς και ήταν ο πρώτος χώρος υποδοχής για τους πρόσφυγες που έφταναν στην ξηρά με τις βάρκες. Υπήρχαν δύο μεγάλα ξύλινα παραπήγματα: Στο ένα απολυμαίνονταν σε κλίβανο τα ρούχα, τα σκεύη, τα κλινοσκεπάσματα και τα υπόλοιπα υπάρχοντα.
Στο διπλανό κτίσμα οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν οι ίδιοι μια διαδικασία απολύμανσης και αποφθειρίασης, να κουρευτούν και να κάνουν λουτρό με ισχυρά καθαριστικά και παγωμένο νερό.
Στόχος ήταν να προληφθεί η μετάδοση ασθενειών στον τοπικό πληθυσμό – επειδή στο λιμάνι και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης επικρατούσε το αδιαχώρητο, οι Αρχές επέλεξαν ως τόπο αποβίβασης και προσωρινής εγκατάστασης την Καλαμαριά.
Όμως και εκεί ο τύφος και η δυσεντερία θέριζαν, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Οι πρόσφυγες, μετά τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες, τους διωγμούς που είχαν υποστεί στις προγονικές τους πατρίδες διέμεναν σε πρόχειρα παραπήγματα, εκτεθειμένοι σε ασθένειες και σε αντίξοες καιρικές συνθήκες. Πολλοί δεν άντεξαν.
Μετά τη διαδικασία της απολύμανσης στοιβάζονταν σε ξύλινους θαλάμους και σε σκηνές. Οι θάλαμοι ήταν κατασκευασμένοι από τους συμμάχους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς είχαν χρησιμοποιηθεί για το στρατωνισμό Γάλλων και Βρετανών.
Ο χώρος περιοριζόταν σε κάποια σημεία με συρματόπλεγμα και σε περίπτωση εμφάνισης επιδημιών φυλασσόταν από στρατιώτες. Για τους περισσότερους η παραμονή τους εκεί αποτελούσε ένα σύντομο στάδιο, μέχρι την ανεύρεση ενός μονιμότερου τόπου κατοικίας σε κάποιο χωριό της Μακεδονίας ή στη Θεσσαλονίκη.
Περίπου 16.000 ρίζωσαν οριστικά στην Καλαμαριά και τους συνοικισμούς της, διαμένοντας στα παραπήγματα –τους «θαλάμους» όπως έμειναν στη συλλογική μνήμη–, οι περισσότεροι για πολλά χρόνια. Οι πρώτοι οικισμοί άρχισαν να κατασκευάζονται το 1924 και η στεγαστική αποκατάσταση ολοκληρώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1950.